“Η εργασιακή περιδίνηση των Millennials και της Γενιάς Ζ”- Άρθρο του Γιώργου Μουλκιώτη στην εφημερίδα “Το Παρόν της Κυριακής”

Ο λόγος γίνεται για τις δύο γενιές, οι οποίες έχουν απομυθοποιήσει πολλά από αυτά που οι προηγούμενες γενιές θεωρούσαν δεδομένα. Οι Millennials, όσοι γεννήθηκαν μεταξύ της δεκαετίας του ’80 και του 2000, έζησαν την μετάβαση στην εποχή του διαδικτύου, ενώ ενηλικιώθηκαν στην περίοδο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και συγχρόνως κλήθηκαν να την αντιμετωπίσουν. Από την άλλη, η Γενιά Ζ πρόκειται για την γενιά που δεν γνώρισε την ζωή προ διαδικτύου. Μόνιμα συνδεδεμένη/ on line σε μια κοινωνία που βρίθει οικονομικής και πολιτικής αστάθειας, αναξιοκρατίας και υψηλής ανεργίας.

Σε μια τεχνολογική εποχή με τόσες ραγδαίες εξελίξεις, με πρωτοστάτη την Τεχνητή Νοημοσύνη και το Διαδίκτυο των Πραγμάτων (Internet of Things), οι γενιές αυτές ένα μόνο γνωρίζουν πολύ καλά, πως τίποτα δεν είναι δεδομένο. Σαφέστατα, δεν είναι οι μοναδικές γενιές που επιθυμούν ένα εργασιακό περιβάλλον χωρίς καταπίεση και με ανοικτούς ορίζοντες εξέλιξης. Είναι όμως, οι πρώτες που το επικοινωνούν ευρέως, ανοιχτά, προς πάσα κατεύθυνση και έχουν ως δίαυλο επικοινωνίας τα κοινωνικά δίκτυα, που έχουν συμβάλλει στον μέγιστο βαθμό στο μοίρασμα και την διάδοση αυτών των απόψεων.

Πριν από 40 χρόνια ένα άτομο έβρισκε μια δουλειά για όλη του τη ζωή και κρατούσε αυτή τη δουλειά πάση θυσία, ακόμη και σε ένα περιβάλλον καταπιεστικό και δυσμενές. Σήμερα ένα άτομο αλλάζει δουλειά κάθε 2-3 χρονιά, γιατί δύσκολα ανέχεται την καταπίεση και το εργασιακό mobbing, καθώς επίσης και γιατί αναζητά την εξέλιξη στην εργασία του.

Στην Ελλάδα του σήμερα εκλείπουν οι ίσες ευκαιρίες για τους νέους, ενώ υπάρχει σημαντικό έλλειμα νέων και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας, με αξιοπρεπείς συνθήκες και σεβασμό στον εργαζόμενο και την προσωπική του ζωή. Για τον λόγο αυτό, η στρόφιγγα του brain drain παραμένει ανοικτή, με μόλις έναν στους τρεις απόδημους να δείχνει προθυμία επιστροφής. Για τους ανθρώπους που έκτισαν μια νέα ζωή, με δουλειά ανάλογη των προσόντων τους και με απολαβές που υποστηρίζουν μια αξιοπρεπή διαβίωση, τα “Youth Pass”, οι επιδοματικές πολιτικές και ο πενιχρός κατώτατος μισθός της χώρας μας, μόνο με ελκυστικό τοπίο δεν διαμορφώνουν.

Σύμφωνα με έρευνα**, ικανοί παράγοντες για να πειστούν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους θεωρούνται η εστίαση της αγοράς και του κράτους στην έρευνα και την καινοτομία, η εδραίωση της αξιοκρατίας στην επιλογή προσωπικού, όπως και η τεκμηρίωση της συνέπειας του κράτους προς τον πολίτη. Η Ελλάδα όμως, απέχει παρασάγγας από τα παραπάνω κριτήρια και το χειρότερο όλων είναι η πολιτική δυσκαμψία, που διακρίνει την παρούσα Κυβέρνηση, ώστε να ενεργήσει βελτιωτικά.

Ακούμε την κυβέρνηση να διατυμπανίζει για τη συμπεριληπτική ανάπτυξη, όταν η έμφυλη ανισότητα στην εργασία παραμένει αμετάβλητη, ενώ το ποσοστό ανεργίας είναι διπλάσιο σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 χωρών.

Η χώρα μας έχει ανάγκη την ανάπτυξη, αλλά βασισμένη σε ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα, που δεν θα προωθεί το μοντέλο της φθηνής και απαξιωμένης εργασίας, με ομαλή μετάβαση στην ψηφιακή εποχή, με πλήρη σεβασμό των εργασιακών δικαιωμάτων  και με κύριο μέσο τη συλλογική διαπραγμάτευση.

Ακούγεται ουτοπικό, αλλά τέτοιους στόχους οφείλουμε να θέτουμε και με αποφασιστικές θεσμικές πρωτοβουλίες να τους πετυχαίνουμε. Το χρωστάμε στις γενιές αυτές, το χρωστάμε στην πατρίδα μας. Ένα καλύτερο μέλλον στην εργασία, για ένα καλύτερο μέλλον για τους νέους και την Ελλάδα.

*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Το Παρόν της Κυριακής», 28 Ιανουαρίου 2024.


Πηγή

Leave a Reply