Άρθρο τού Παύλου Γερουλάνου στην εφημερίδα «Καθημερινή»
Πρόσφατα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Πρόεδρος Μπάιντεν ανακοίνωσε ότι θα χαρίσει φοιτητικά δάνεια σε απόφοιτους που αδυνατούν να πληρώσουν. Στην Ελλάδα ένας φοιτητής που έχασε τους γονείς του, για να μην κληρονομήσει τα δάνειά τους (ακόμα και τα επιχειρηματικά) πρέπει να αποποιηθεί την οικογενειακή του περιουσία. Διαμετρικά αντίθετες πολιτικές προσεγγίσεις για κράτη που βλέπουν διαφορετικά την έννοια του δανεισμού και τον ρόλο του δανειολήπτη. Ενόψει της κοινοβουλευτικής συζήτησης για τα κόκκινα δάνεια, για το καλό της ελληνικής οικονομίας, η Κυβέρνηση πρέπει να δει τα πράγματα πιο «Αμερικάνικα».
Γιατί; Διότι η Ευρώπη απεχθάνεται το ρίσκο και τιμωρεί τα λάθη. Αντίθετα, οι ΗΠΑ αναζητούν το ρίσκο και συγχωρούν τα λάθη. Η διαφορά των δυο προσεγγίσεων έχει ιστορικές και ταξικές ρίζες. Η Ευρώπη δίνει μεγαλύτερη αξία στον ισολογισμό, την ενδιαφέρει σε ποιον ανήκει τι, ποιος έχει μεγαλύτερο κομμάτι της οικονομίας στα χέρια του. Οι ΗΠΑ δίνουν μεγαλύτερη αξία στα κέρδη, αναζητούν ποιος έχει δυναμική, ποιος έχει περισσότερα να δώσει στην οικονομία. Τα «Unicorns», εταιρίες αξίας πάνω από ένα δισεκατομμύριο δολάρια, χωρίς περιουσία και λογιστικοποιημένα κέρδη, δεν θα μπορούσαν να είναι ποτέ ευρωπαϊκή ανακάλυψη. Η Ευρώπη προτιμάει να «κρύβει» το ρίσκο της καινοτομίας σε μεγάλες επιχειρήσεις που μπορούν να το απορροφήσουν, όπως για παράδειγμα η Bayer και η Novartis. Αντίθετα, η Apple και η Microsoft ξεκίνησαν στο γκαράζ μεσοαστικών οικογενειών στην Αμερική, από παιδιά που δεν είχαν ακόμα τελειώσει το πανεπιστήμιο. Στην Ελλάδα, όπου δεν υπάρχουν Bayer και Novartis και όπου η νέα γενιά απομακρύνεται από τη θαλπωρή του δημοσίου, θα πρέπει να ελπίζουμε σε περισσότερες Microsoft.
Τι μας κρατάει από το να τις δημιουργήσουμε; Η Κυβέρνηση έχει εμπιστευτεί τόσο την ανάπτυξη της χώρας όσο και τις πτωχεύσεις των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, σε ένα άρρωστο τραπεζικό σύστημα, που διαχειρίζεται ακόμα τη δική του πτώχευση. Λάθος. Διότι τα συμφέροντα ενός κράτους που θέλει να αναπτυχθεί δυναμικά και τα συμφέροντα ενός τραπεζικού συστήματος που φοβάται το ρίσκο και τα λάθη, βρίσκονται σε αντίθετη κατεύθυνση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα «παιδιά των κόκκινων δανείων». Μια νέα τάξη δανειοληπτών που ποτέ δεν πήραν δάνειο. Τα κληρονόμησαν από τους γονείς τους. Το τραπεζικό σύστημα θέλει αυτούς τους δανειολήπτες και τις εμπράγματες και μη εγγυήσεις τους, δεσμευμένους για τις καταναλωτικές και επιχειρηματικές «αμαρτίες» των γονέων τους. Η Κυβέρνηση θα έπρεπε να τους θέλει ελεύθερους να επενδύσουν και να καταναλώσουν και να εξαγοράσει την απελευθέρωσή τους. Ο Πρόεδρος Μπάιντεν, επικεφαλής τής πιο αυθεντικής καπιταλιστικής οικονομίας, δεν τρελάθηκε και άρχισε να χαρίζει δάνεια. Υπολόγισε ότι η πιο δυναμική γενιά Αμερικανών θα προσέφερε πιο πολλά στην οικονομία της χώρας του, μέσα από την κατανάλωση και τις επενδύσεις της, από ότι ήταν το κόστος της απελευθέρωσής της. Γιατί να μην κάνουμε και εμείς το ίδιο;
Τα «παιδιά των κόκκινων δανείων» στην Ελλάδα δεν είναι μια τυχαία γενιά. Μεγάλωσε σε σπίτια που πήραν ρίσκο, έχασαν και έμαθαν από αυτό. Η γνώση και η πείρα τους, είναι πολύτιμη για μια οικονομία που ξαναβρίσκει τον βηματισμό της για να τα αφήνουμε να μαραζώνουν αδρανοποιημένα στα καφενεία της γειτονιάς τους. Και πώς ξέρουμε ότι δεν είναι «πονηρούληδες» όπως χαρακτήρισε ο κ. Χατζηδάκης τους συστηματικούς κακοπληρωτές; Πρώτον, μετά από 12 χρόνια απανωτών κρίσεων (οικονομική, υγειονομική και κλιματική), οι λεγόμενοι «πονηρούληδες» έχουν ελαχιστοποιηθεί ως ποσοστό των κόκκινων δανείων. Δεύτερον, η διεθνής εμπειρία λέει ότι «μπαταχτσήδες» είναι πιο συχνά αυτοί που νιώθουν «πολύ μεγάλοι για να πτωχεύσουν» και όχι τα ευάλωτα νοικοκυριά. Και τρίτον, ειδικά στην περίπτωση των «παιδιών των κόκκινων δανείων», ο «πονηρούλης» που κληροδότησε το δάνειο στα παιδιά του, λογοδοτεί τώρα σε μια δύναμη υπέρτατη και όχι στις εισπρακτικές εταιρίες των τραπεζών.
Θα ήταν εύκολο να επιχειρηματολογήσει κανείς για το ριζικό κούρεμα δανείων με βάση το ιστορικό τους. Πολλά δάνεια δόθηκαν σε ανθρώπους οικονομικά αναλφάβητους, σε εποχές με μεγαλύτερα εισοδήματα, από τράπεζες που πίεζαν χωρίς να εξηγήσουν το ρίσκο στο οποίο εξέθεταν τους πελάτες τους. Τα δάνεια αυτά προσαυξήθηκαν σημαντικά, με τόκους και υπερημερίες, σε σημείο να χρωστούν σήμερα δευτεροεγγυητές και τριτοεγγυητές, ενώ έχουν ήδη αποπληρωθεί ποσά αρκετά μεγαλύτερα από το αρχικό κεφάλαιο του δανεισμού. Αρκετά ρυθμίστηκαν και όμως έγιναν πάλι κόκκινα αναδεικνύοντας ότι και οι ρυθμίσεις απλά σπρώχνουν το πρόβλημα παρακάτω. Το ιστορικό τού ιδιωτικού χρέους και ειδικά των οικογενειακών δανείων, θα έπρεπε να κάνει πολλούς από εμάς να κοκκινίζουμε πριν αρχίσουμε να κατηγορούμε τα νοικοκυριά.
Όμως, τα επιχειρήματα που απορρέουν από την ιστορική διαδρομή των κόκκινων δανείων ωχριούν μπροστά στην ιδέα να αφήσουμε ολόκληρα κομμάτια της ελληνικής οικονομίας αδρανοποιημένα για χρόνια και για γενιές ολόκληρες. Τώρα είναι η ώρα η Ελλάδα να αλλάξει πορεία και να πει σε εκείνους τους πολίτες που θέλουν και μπορούν, ότι ήρθε η ώρα να συγχωρήσουμε τα λάθη τους και να αγκαλιάσουμε το ρίσκο που θα πάρουν. Και πως είμαστε έτοιμοι να βάλουμε χρήματα ώστε να στηρίξουμε αυτή την επένδυση, απελευθερώνοντάς τους από τις αμαρτίες προηγούμενων γενεών.