Γιάννης Μεϊμάρογλου: «Δεν είμαστε αθώοι!»

Άρθρο του Γιάννη Μεϊμάρογλου στην εφημερίδα «Τα Νέα» | 16.10.2020

Με την απαγγελία των ποινών για τους κατηγορούμενους τραμπούκους της Χρυσής Αυγής, η ελληνική δικαιοσύνη έκλεισε, με τον πιο εμφατικό τρόπο, τον κύκλο βίας και αίματος της εγκληματικής οργάνωσης που βεβήλωσε τη δημοκρατία και ντρόπιασε την κοινοβουλευτική ιστορία της χώρας. Το δικαστήριο θεμελίωσε με αδιάσειστα στοιχεία την ενοχή των κατηγορουμένων αποδεικνύοντας ταυτόχρονα ότι όταν η δικαιοσύνη μένει ανεπηρέαστη από παρεμβάσεις και πολιτικές σκοπιμότητες στέκεται πάντα στο ύψος των απαιτήσεων του λειτουργήματός της. Ας μην ξεχνάμε ότι ακόμα και στη συγκεκριμένη περίπτωση ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί, που στοιχειοθέτησαν την ενοχή και διέταξαν τις συλλήψεις των χρυσαυγιτών, αντιμετώπισαν στη συνέχεια διώξεις και απολύσεις από τους προϊσταμένους που συνέχισαν την καριέρα τους σε πρωθυπουργικά γραφεία.

Με την απόφαση του δικαστηρίου έκλεισε ταυτόχρονα και η περίοδος σύμπνοιας και συσπείρωσης των πολιτικών δυνάμεων του δημοκρατικού τόξου. Το σύνθημα «δεν είναι αθώοι» μπορεί δικονομικά να μην ήταν αρκετό, αφού για την καταδίκη κάποιου πρέπει να αποδειχθεί πλήρως η ενοχή του, εξέφρασε ωστόσο τη λαϊκή οργή και την απαίτηση για την αυστηρή τιμωρία των εγκληματιών. Σύντομα αποδείχτηκε ότι η σύμπνοια αυτή δεν ήταν παρά μια προσωρινή ανακωχή του υποχρεώθηκε να κηρύξει το πολιτικό σύστημα κάτω από την ασφυκτική κοινωνική πίεση. Μαζί με τα χειροκροτήματα στο άκουσμα της απόφασης, που χαρακτηρίστηκε από όλους ως περιφανής νίκη της Δημοκρατίας, ξεκίνησε και η υποβόσκουσα από καιρό επιχείρηση της κομματικής αξιοποίησής της. Οι πολιτικές δυνάμεις φάνηκαν, για μια ακόμα φορά, κατώτερες των περιστάσεων.

Η Χρυσή Αυγή δεν έπεσε, βέβαια, ξαφνικά από τον ουρανό πριν μερικά χρόνια. Ήταν δημιούργημα συγκεκριμένων συνθηκών και πολιτικών πρακτικών που την εξέθρεψαν και της άφησαν τα περιθώρια να θεριέψει. Γι αυτό και η καταλυτική απόφαση του δικαστηρίου, οκτώ χρόνια μετά την ανάδειξη των νεοναζί σε τρίτη κοινοβουλευτική δύναμη της χώρας, θα έπρεπε να αποτελέσει μια αφετηρία αναστοχασμού και ειλικρινούς αυτοκριτικής από όλες τις πλευρές  ώστε να αποκλειστεί κάθε δυνατότητα να απειληθούν στο μέλλον οι δημοκρατικοί θεσμοί από ένα παρόμοιο μόρφωμα με διαφορετικό προσωπείο. Τέτοια διάθεση από τα κόμματα δυστυχώς δεν φάνηκε να υπάρχει. Αντίθετα, οι αλληλοκατηγορίες και η υποκριτική συγκάλυψη των ευθυνών κυριάρχησαν στην κομματική αντιπαράθεση που εκφυλίστηκε σε υστερικές αντεγκλήσεις και χυδαία πρωτοσέλιδα.

Κανείς δεν δικαιούται σήμερα να προσποιείται τον ανήξερο. Η Νέα Δημοκρατία ήξερε καλά ποιοι βουλευτές της «τα βρίσκαν» με τον Κασιδιάρη και ποιοι γλυκοκοίταζαν προς τα «δεξιά» τους. Όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ ήξερε πολύ καλά ποιοι διαδήλωναν στο πάνω μέρος της αντιμνημονιακής πλατείας αλλά δεν φάνηκε να ενοχλείται από την παρουσία τους, ούτε τότε, ούτε και στη διάρκεια της διακυβέρνησής του. Η χώρα όμως πλήρωσε ακριβά την αναβίωση του νεοναζισμού και δεν αντέχει να ξαναζήσει μια ανάλογη τραυματική εμπειρία. Η φυλάκιση της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής μπορεί να σημαίνει το τέλος της εγκληματικής της διαδρομής, δεν σημαίνει ωστόσο και το τέλος της φασιστικής απειλής. Όσο ο λαϊκισμός θα βρίσκει πρόσφορο έδαφος να απλωθεί και ο ρατσισμός και ο εθνικισμός θα δηλητηριάζουν τη δημόσια ζωή τόσο ο κίνδυνος μιας νέας Χρυσής Αυγής θα παραμένει απειλητικός.


Πηγή