Γράφει ο Γραμματέας του Κινήματος Αλλαγής, Μανώλης Χριστοδουλάκης
«Ο κορωνοϊός χτυπάει την Ευρώπη», ακούμε καθημερινά στα μέσα ενημέρωσης. Και εννοούμε υγειονομικά. Είναι όμως μόνο αυτό; Γιατί είναι γεγονός ότι το οικοδόμημα της Ένωσης είναι συνηθισμένο στις κρίσεις, ως μία μορφή κανονικότητας, πόσο όμως ανθεκτικό είναι τελικά;
Γιατί πέραν της υγειονομικής διάστασης του Covid-19, προβάλλει πλέον διάπλατα και η οικονομική του. Και μπορεί αυτή να μην έχει – τουλάχιστον προς το παρόν – χαρακτηριστικά αμιγώς χρηματοπιστωτικά, ή δημοσιονομικής συμμόρφωσης, όπως η τελευταία οικονομική κρίση της Ευρώπης, εξακολουθεί όμως, και μάλιστα γενικευμένα ως προς τα αιτούμενα κράτη, να απαιτεί τη διάθεση σημαντικών κεφαλαίων για τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας και την αναστολή της διαφαινόμενης ύφεσης. Είναι μάλιστα ήδη στην επικαιρότητα μία συζήτηση, φαινομενικά τεχνική, για τον τρόπο με τον οποίο αυτή θα επιτευχθεί.
Έχουμε από τη μία το ευρωομόλογο «ειδικού σκοπού», ή αλλιώς «κορωνο-ομόλογο», υποστηριζόμενο κυρίως από τις έντονα πληττόμενες χώρες και τις πιο αδύναμες ευρωπαϊκές οικονομίες, που για την ιστορία εισήχθη ως πρόταση από το ΠΑΣΟΚ, ήδη από το 2010. Βασικό επιχείρημα του, ότι η παρουσία της ΕΕ ως εγγυήτριας, θα επέτρεπε τον δανεισμό μεγάλων ποσών, με πολύ μικρότερο κόστος δανεισμού, λόγω του σχεδόν μηδενικού της πιστωτικού ρίσκου. Ο μη συνυπολογισμός των νέων κεφαλαίων μέσω αυτού στο δημόσιο χρέος των κρατών-μελών δεν θα δυσχέραινε σοβαρά την πιστοληπτική τους ικανότητα από τις αγορές, ενώ κατά γενική ομολογία, το μεγαλύτερο βάρος για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής οικονομίας, θα επιμεριζόταν στις πλουσιότερες χώρες της Ένωσης.
Αυτές, αντίστοιχα, με προεξέχουσα τη Γερμανία, απορρίπτουν την αμοιβαιοποίηση του χρέους που συνεπάγεται η έκδοση ενιαίου ομολόγου, λόγω της πρακτικής απουσίας μηχανισμών ελέγχου του τρόπου αξιοποίησης των κεφαλαίων, των μειωμένων πλέον κινήτρων των αδύναμων οικονομιών να διατηρήσουν τον εξορθολογισμό των δημοσιονομικών τους και άρα την προοπτική αποπληρωμής, ενισχύοντας παράλληλα και το βαθμό εξάρτησης των ισχυρών οικονομιών από τις ασθενέστερες και σε πολιτικό πλέον επίπεδο.
Αντιπαραβάλλουν, δεδομένης της ποσοτικής χαλάρωσης από την ΕΚΤ που διευκολύνει το φθηνό κρατικό δανεισμό και τη στήριξη της ρευστότητας, την παροχή κεφαλαίων μέσω του ESM, με τη συνήθη μορφή των δανειακών συμβάσεων – «μνημονίων» – με τα κράτη μέλη, όπως έγινε κατεξοχήν την τελευταία δεκαετία. Ο δανεισμός από τον ESM εγγυάται το χαμηλό κόστος δανεισμού, ωστόσο αυτό αναλαμβάνεται πλέον από το ίδιο το κράτος-μέλος, ενώ η παρουσία του ESM διασφαλίζει την αποτελεσματική διάθεση των κεφαλαίων στην τόνωση της οικονομίας, αποφεύγοντας ενδεχόμενη κακοδιαχείριση.
Αντίστοιχα, εδώ, οι ασθενέστερες οικονομίες, με φρέσκες τις εμπειρίες των «μνημονιακών» όρων λιτότητας αποστρέφονται την αυστηρή οικονομική επιτήρηση, ενώ αντίστοιχα o συνυπολογισμός των δανειακών αυτών κεφαλαίων στο δημόσιο χρέος τους ως ποσοστό του ΑΕΠ τους, θέτει σε επισφάλεια την προοπτική μελλοντικής εξόδου και αυτοτελούς χρηματοδότησης τους από τις αγορές, αυξάνοντας τα spreads και το κόστος δανεισμού.
Και είναι αλήθεια ότι αυτή η συζήτηση μπορεί να φαντάζει βαθιά τεχνική, ίσως και δυσνόητη, όμως, προσέξατε ένα δομικό λάθος αντίληψης; Μια διαρκή αντιπαράθεση συμφερόντων μεταξύ των ισχυρών και των ασθενέστερων ευρωπαϊκών οικονομιών; Όπου φυσικά πάντα επιβάλλεται η ισχύς των ισχυρότερων και η εξάρτηση των ασθενέστερων από αυτές, ως μία μορφή διαρκών συμβιβασμών και διαπραγματεύσεων τεχνοκρατικής προσέγγισης για να κρύβουμε το πρόβλημα «κάτω από το χαλί»; Μία άτυπη αλλά έκδηλη διζωνικότητα που πλέον δεν θέτει απλά υπό αμφισβήτηση το οικοδόμημα, αλλά έχει ήδη καταβαραθρώσει τις πολιτικές του φιλοδοξίες;
Γιατί;
Γιατί η σταδιακή μετεξέλιξη της Ευρώπης και της Ένωσης προς την πολιτική ολοκλήρωση και ενοποίηση, που ξεκίνησε πολύ φιλόδοξα ήδη από τη δεκαετία του 1950, σταμάτησε. Και μάλιστα σταμάτησε σε ένα προβληματικό σημείο. Στο σημείο όπου η ενιαία νομισματική πολιτική στερεί από τα κράτη-μέλη τη δυνατότητα της διακριτής αξιοποίησης της για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας τους και την τόνωση της οικονομίας τους, ειδικά σε περιόδους κρίσης, αλλά η απουσία ολοκληρωμένων και ενιαίων πολιτικών θεσμών εξακολουθεί να διατηρεί τη διακριτότητα των συμφερόντων που καθορίζουν ακόμα και αυτή τη νομισματική πολιτική.
Γιατί πολύ απλά, όταν η αντιπροσωπευτικότητα των αιρετών πολιτικών θεσμών παραμένει σε εθνικό επίπεδο, αντίστοιχα, η λογοδοσία τους είναι εθνικής εμβέλειας. Άρα αντίστοιχα, ως στόχευση της εφαρμοζόμενης πολιτικής τους παραμένει η εξυπηρέτηση των εθνικών τους συμφερόντων.
Και αυτή ακριβώς είναι η αντίφαση που έχει αποδυναμώσει πλήρως την ισχύ της ΕΕ, την αίγλη και την αλληλεγγύη της.
Το συμπέρασμα είναι απλό, δεν φτάνει πλέον η βέλτιστη τεχνοκρατική διαχείριση των υφιστάμενων προβληματικών ισορροπιών και συσχετισμών μεταξύ πολιτικών και οικονομικών θεσμών στην Ευρώπη, και μάλιστα με αναιτιολόγητα περιορισμένη την κοινή διαχείριση άλλων μείζονων πολιτικών ζητημάτων, όπως τα θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας.
Ή θα επιλέξουμε το ολοκληρωμένο μοντέλο ομοσπονδοποίησης και ενιαίας πολιτικής αντιπροσώπευσης, διασυνδέοντας άμεσα την ευρωπαϊκή κοινωνική βάση με το μοντέλο ανάδειξης των πολιτικών της θεσμών, ή απλά ας απελευθερωθούμε, με κάποιους μάλιστα να το έχουν κάνει ήδη.
Όσοι αντιλαμβανόμαστε τι σημαίνει το δεύτερο, ειδικά για την Ελλάδα, φυσικά επιλέγουμε το πρώτο. Να πιάσουμε, λοιπόν, ξανά το νήμα του ευρωπαϊκού οράματος.