Απόψεις: “ΚΙΝΑΛ: Πολιτική αυτονομία & ανασυγκρότηση”

To Κίνημα Αλλαγής ξεκίνησε τον Νοέμβρη του 2017 με άλλες προϋποθέσεις και
σήμερα παραμένει εκεί που είναι. Συχνά, με την βοήθεια και των κοινωνικών
δικτύων, αναδεικνύονται αντιπαραθέσεις, ιδεολογισμοί και ψυχολογικές εμμονές που
αποπροσανατολίζουν και κυρίως θαμπώνουν την πραγματική εικόνα. Τα πράγματα
γίνονται χειρότερα όταν «ξεφεύγουν» και οι αγωνίες λεγομένων κορυφαίων
στελεχών.

Σε ένα περιβάλλον ανοικτής επικοινωνίας ορισμένες εκτροπές ή ακόμη και
ανταλλαγές διαμετρικά αντίθετων απόψεων όχι μόνο είναι αναπόφευκτες αλλά υπό
προϋποθέσεις είναι και ευπρόσδεκτες και γόνιμες. Αρκεί να υπάρχουν οι
προϋποθέσεις, δηλαδή η σαφής προσήλωση στην πολιτική αυτονομία, το πλαίσιο
της ιδεολογικοπολιτικής ταυτότητας και η πολιτική αυτογνωσία.
Η πολιτική αυτονομία πρέπει να κτίζεται σε γερά θεμέλια ιδεολογικοπολιτικής
συγκρότησης και καθαρού προγραμματικού λόγου με στρατηγικό ορίζοντα χωρίς
ταυτόχρονα να υποτιμάται αλλά αντίθετα να υπηρετείται η καθημερινή πολιτική
κατάθεση του προγραμματικού λόγου σε όλα τα πεδία της δημόσιας ζωής, στο
κέντρο, στο κοινοβούλιο, στην διακυβέρνηση και στα περιφερειακά και τοπικά
επίπεδα.
Η πολιτική αυτονομία δεν είναι επίσης γεωμετρικός όρος για να μετρηθεί με ίσες
αποστάσεις. Είναι στρατηγικός προσανατολισμός που για το Κίνημα Αλλαγής, εάν
θέλει να παραμείνει διεκδικητής της ηγεμονίας του προοδευτικού πόλου, είναι
αγώνας ουσιαστικής αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και με
την Νέα Δημοκρατία γενικότερα και με όλες τις δυνάμεις της Συντήρησης. Παράλληλα
όμως, ο αγώνας για την ανάκτηση της ηγεμονίας στον προοδευτικό πόλο σημαίνει
σκληρή αντιπαράθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ στο ιδεολογικοπολιτικό αλλά και στο
προγραμματικό πεδίο. Εκεί εξάλλου έχει καταφύγει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής
βάσης με το οποίο το Κίνημα Αλλαγής δεν πρέπει να αποκοπεί και να μη
«συνομιλεί» ιδεολογικά, πολιτικά και προγραμματικά αναδεικνύοντας τις αντιφάσεις,
τις υστεροβουλίες και τις αδυναμίες της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Τα παραπάνω πάντως
δεν σημαίνουν παράλειψη συγκυριακών συγκλίσεων στο αντιπολιτευτικό πεδίο, διότι
τότε εκ του αποτελέσματος κουβαλάνε «νερό» στο μύλο της κυρίαρχης σήμερα
Δεξιάς.
Ταυτόχρονα όμως, η πολιτική αυτονομία προϋποθέτει καθαρό
ιδεολογικοπολιτικό στρατηγικό προσανατολισμό με νέο, σύγχρονο και κυρίως
τολμηρό προοδευτικό λόγο. Σημαίνει ριζοσπαστική πρόταση για όλα τα μεγάλα
ζητήματα που καθορίζουν πλέον την τύχη και κυρίως το μέλλον της κοινωνίας σε
επίπεδο παγκοσμιότητας. Η κλιματική αλλαγή, τα κύματα της μετανάστευσης, η
ανατροπή των κοινωνικών δεδομένων από την τεχνολογική επανάσταση, οι αλλαγές
στον αγώνα για τα δικαιώματα, τις νέες ανισότητες, την νέα φτώχια που απλώνεται
παντού και όλα αυτά με προβολή στις αγωνίες της ελληνικής κοινωνίας ζητούν νέες
και κυρίως πειστικές απαντήσεις από τους σοσιαλιστές, από τους προοδευτικούς
πολίτες και τις πολιτικές τους δυνάμεις. Το χθες μένει πίσω, δεν ζεις και δεν ριζώνεις
με αυτό. Το μέλλον είναι μπροστά και απαιτεί νέους οδηγούς. Οι δημοκράτες
σοσιαλιστές δεν μπορεί να μείνουν πίσω. Πρέπει να βρουν τα βήματα που θα
τους κάνουν ξανά οδηγητές.
Χρειάζεται ένα νέο σχέδιο ρύθμισης προς όφελος των πολλών, των φτωχών,
προς όφελος της κοινωνίας. Αυτό το σχέδιο πρέπει οι δημοκράτες
σοσιαλιστές να το εκπονήσουν και να το καταστήσουν επικρατέστερο. Αυτό
είναι ταυτόχρονα και η πρόκληση για την αναγέννησή τους. Είναι ο μοναδικός
δρόμος τους.