Ως γνωστόν οι Έλληνες τρομοκράτες είναι διανοούμενοι και νομπελίστες Οικονομίας. Ήξεραν σε βάθος τις επιπτώσεις που είχε στην Οικονομία της χώρας η εισδοχή στη ζώνη του ευρώ, όπως επίσης είχαν αναλύσει τη σκοπιμότητα, την εφαρμογή και τις συνέπειες του PSI στους οικονομικούς και κοινωνικούς δείκτες. Τους ξέραμε και από το παρελθόν. Όποτε πιάνανε έναν τρομοκράτη μας εντυπωσίαζε το εύρος και το βάθος της μόρφωσης και πληροφόρησης που είχε, μας άφηνε δε άναυδους η αναλυτική τους δεινότητα. Επομένως και η επιλογή των στόχων τους γινόταν με αυστηρά επιστημονικά κριτήρια – κατέληγαν στο υποψήφιο θύμα αφού μελετούσαν προσεκτικά όλες τις παραμέτρους της πολιτικής και οικονομικής θεωρίας που ο ένοχος είχε επηρεάσει αρνητικά με τη δράση του. Ας είμαστε σοβαροί.
Η τρομοκρατία είναι το βίαιο περιθώριο κυρίαρχων ρευμάτων. Δεν πρόκειται για καμία επαναστατική πρωτοπορία αλλά για ακολούθημα υπαρκτών στην πολιτική, το δημόσιο λόγο και την κοινωνία στάσεων και απόψεων, που η ίδια απλώς επιλέγει να τους δώσει αιματηρή υπόσταση. Δεν επιλέγει στόχους, τα θύματά της τα έχουν στοχοποιήσει άλλοι, νόμιμοι, ευυπόληπτοι και δημοφιλείς οι οποίοι έχουν την ικανότητα να γίνονται πιστευτοί στην κοινωνία, να χειραγωγούν το κοινό αίσθημα και να διοχετεύουν το θυμικό των πολιτών σε κανάλια που τροφοδοτούν τα πολιτικά τους σχέδια. Όσο μεγαλύτερο μίσος εμπεριέχει ο λόγος των λαϊκιστών τόσο αγριότερο γίνεται το συναίσθημα του τμήματος της κοινωνίας που επηρεάζουν και άλλο τόσο βίαιη γίνεται η συνδρομή των τρομοκρατών που έρχονται να το κολακέψουν. Οι τρομοκράτες είναι οι μεγαλύτεροι λαϊκιστές από όλους.
Ας μην κάνουν λοιπόν σήμερα όλοι τους ανήξερους. Στα χρόνια που μεσολάβησαν από το ΄10 μέχρι σήμερα ο δημόσιος λόγος έχει νομιμοποιήσει μία ρητορική μίσους που ήταν αδιανόητη μέχρι τότε. Εξέχοντες πολιτικοί στην τηλεόραση και τη Βουλή, εφημερίδες και κομματικά όργανα, διανοούμενοι και καλλιτέχνες επιδόθηκαν με αξιοθαύμαστη ευρηματικότητα στην αναζήτηση και υιοθέτηση νέας, πρωτοφανούς πολιτικής ορολογίας με λέξεις που κόχλαζαν από οργή και μίσος, γιατί ο σκοπός τους δεν ήταν η πολιτική αντιπαράθεση αλλά η ηθική εξόντωση των αντιπάλων τους.
Πόσο απέχει αυτό από τη φυσική εξόντωση που θεωρούν ως αυτονόητη εξέλιξη οι τρομοκράτες; Ξέρω, όσο η νομιμότητα από την παρανομία, και σε αυτό δεν υπάρχουν διαφωνίες. Όμως είμαστε βέβαιοι ότι πρόκειται για φαινόμενα ασύνδετα;
Οι χαρακτηρισμοί, προσωπικά για τον κ. Παπαδήμο αλλά και άλλα πολιτικά πρόσωπα, δεν προέρχονταν από πολιτικό λεξιλόγιο – στην καλύτερη περίπτωση ήταν ορολογία του κοινού ποινικού, όταν δεν διανθιζόταν από αναδρομές στα βασικότερα κεφάλαια της ναζιστικής θηριωδίας. Επρόκειτο για γλώσσα πυρωμένη με σκοπό να διεγείρει τα αγριότερα ένστικτα, και όπως θυμάστε δεν ήταν λίγες οι φορές που κατέληγαν σε θανατερές προτροπές. Πόσο απέχουν οι ρητορικές κρεμάλες από τους πραγματικούς φακέλους;
Η ευθύνη του Πρωθυπουργού, του κομματικού συνεταίρου του και του επίσημου ΣΥΡΙΖΑ είναι πρωταρχική σήμερα. Μόνο μία ισχυρή κομματική αυτοκριτική για την πρόσφατη προιστορία τους, μόνο μία κατηγορηματική απόρριψη της ρητορικής του μίσους που καλλιέργησαν, μόνο μία συγγνώμη, θα απονομιμοποιήσει τη βία της γλώσσας που τροφοδοτεί τη γλώσσα της βίας. Όλα τα υπόλοιπα περί καταδίκης κλπ είναι ανούσια κλισέ.
Της Λίνας Παπαδάκη-Δδιευθύντρια του γραφείου τύπου του Ποταμιού