Από την καλή νομoθέτηση στην παρα-νομoθέτηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ

 

Το 2000 ήταν ένα ορόσημο για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ήταν μια περίοδος πολύ διαφορετική από τη σημερινή. Η προσδοκία της «Λισσαβώνας» δημιουργούσε αισιοδοξία σε πολλούς για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αν και μια «Λευκή Βίβλος για τη Διακυβέρνηση» που κυκλοφόρησε τότε, έδειχνε ότι οι πολίτες της Ευρώπης δεν συμμερίζονταν απολύτως την αισιοδοξία των χρυσοκάνθαρων των Βρυξελλών.

Η επίσημη κοινοτική πολιτική του «εξευρωπαϊσμού» επεδίωκε την δημιουργία μιας ευρωπαϊκής συνείδησης στη βάση της εφαμογής του κοινού μας δικαίου, του acquis. Σελίδες επί σελίδων και ώρες επί ωρών καταναλώθηκαν προκειμένου να κατανοήσουν οι Ευρωπαίοι πολίτες τις υποκρυπτόμενες αξίες πίσω από τον κενό τίτλο. Απ’ ότι έδειξε η συνέχεια, τελικά δεν πείστηκαν…

Ένα από τα desiderata της περιόδου εκείνης ήταν η απλούστευση του ευρωπαϊκού «ρυθμιστικού περιβάλλοντος», ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ενίσχυσης της ανάπτυξης και του ανταγωνισμού στην ήπειρό μας. Το μέσον για την επίτευξή του άκουγε στο όνομα «καλή νομοθέτηση» που ήταν το πιο κοντινό στο αγγλοσαξωνικό «regulatory reform». Παρά τις αρχικές επιφυλάξεις των κυβερνήσεων και των κοινωνικών εταίρων, ολοένα και περισσότεροι συνειδητοποιούσαν ότι αναδυόταν μια νέα ήπειρος- επιστημονική και τεχνική- που οριζόταν στην διεπαφή της οικονομικής και της νομικής επιστήμης. Αυτή η καινούργια επιστημονική πειθαρχία προσφερόταν ως εργαλείο για την ρύθμιση των σχέσεων του δικαίου, της οικονομίας και του κράτους σ’ ένα ταχέως μεταβαλλόμενο παγκοσμιοποιούμενο περιβάλλον.

Όταν το 2003 άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες πολιτικές των κρατών μελών για την καλή νομoθέτηση, εμείς στην ΅Ελλάδα είχαμε ήδη εκπονήσει ένα εξαιρετικό σχέδιο νόμου. Ένα παράδοξο, θα μου πείτε! Το οποίο, απο-παραδοξοποιήθηκε, όμως, όταν έφθασε στο υπουργικό συμβούλιο (ΠΑΣΟΚ) όπου πνίγηκε μεταξύ των αντεγκλήσεων των υπουργών για την πρωτοκαθεδρία εκείνου ο οποίος θα αναλάμβανε τον προ-έλεγχο των νομοθετημάτων. Οι διάδοχοι (ΝΔ) συνέχισαν ακριβώς στο ίδιο μοτίβο. Και μετά, ήρθε το (πρώτο) μνημόνιο με το οποίο υποχρεωθήκαμε να ψηφίσουμε εκείνο το αρχικό σχέδιο (με κάποιες τροποποιήσεις) για την καλή νομοθέτηση (ν. 4048/14). Βράχος, ο τότε Γενικός Γραμματέας της Κυβέρνησης κ. Μπαλτάκος, αντιστεκόταν στην εφαρμογή του αλλά, σιγά σιγά, άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες εκθέσεις επιπτώσεων που συνόδευαν την αιτιολογική έκθεση και την έκθεση του ΓΛΚ στα νομοσχέδια. Η ποιότητά τους ήταν εμφανώς χαμηλή αλλά (θεωρητικά) υπήρχε δυνατότητα βελτίωσης.

Μέχρι που ήρθαν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και η νομοθέτηση επέστρεψε σε μια προ-νεωτερική φάση. Όχι μόνο δεν εφαρμόζεται τίποτα από την καλή νομοθέτηση αλλά παραβιάζονται συστηματικά το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής. Η νομοθέτηση είναι μακράν χειρότερη κι από τις χειρότερες στιγμές της μεταπολίτευσης.

Τα κόμματα της αντιπολίτευσης παρακολουθούν άναυδα τους βουλευτές της συμπολίτευσης να συναινούν σε πρωτοφανή πράγματα:

  • Στη νομοθέτηση μέσω βουλευτικών τροπολογιών για τις οποίες δεν υπάρχει κανένας έλεγχος νομιμότητας ή oικονομικότητας ή στη δημιουργία καινοφανών καταστάσεων όπως το «υπερ-κατ-επείγον», με το οποίο ένα νομοσχέδιο διατρέχει το σύνολο της νομοθετικής διαδικασίας σε μια ημέρα!
  • Η Ελλάδα μόνο στα χαρτιά είναι, πλέον, κράτος δικαίου κι εκείνοι που έχουν την ευθύνη για την φροντίδα του (Πρόεδρος της Δημοκρατίας/Πρόεδρος της Βουλής) αποδίδουν την κακονομία- που δεν κρύβεται, πια- στην παγκοσμιοποίηση και τα μνημόνια…

Του Παναγιώτη Καρκατσούλη-Πρόεδρος του Ινστιτούτου π²(Στο insider.gr)