«Ανοίγουμε τον διάλογο για τη Δικαιοσύνη και τη θεσμική θωράκιση του κράτους δικαίου» – ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής

Παρέμβαση Χρίστου Γεραρή επίτιμου Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, στην ημερίδα του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής «Ανοίγουμε τον διάλογο για τη Δικαιοσύνη και τη θεσμική θωράκιση του κράτους δικαίου»

Καλησπέρα κ. Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι.

Πρώτα, να συγχαρώ την πρωτοβουλία του κόμματος να εγκαινιάσει αυτές τις εκδηλώσεις ενόψει και της Αναθεώρησης του Συντάγματος.

Το Σύνταγμα του 1911 καθιέρωσε τον θεσμό του ανωτάτου δικαστιστικού συμβουλίου ως εγγύηση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών. Όλες οι υπηρεσιακές μεταβολές αποφασίζονται ως γνωστόν από δικαστικό συμβούλιο, συγκροτούμενο αποκλειστικά από δικαστές, πλην της προαγωγής σε βαθμό προέδρου, εισαγγελέως, αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων.

Τα μεταγενέστερα Συντάγματα των ετών 1927, 1952 και 1975 επανέλαβαν τη ρύθμιση αυτή και ανέθεσαν την επιλογή στο υπουργικό συμβούλιο.

Κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001 τέθηκε το ζήτημα της μεταβολής της συνταγματικής ρύθμισης προς την κατεύθυνσης απεξάρτησης της επιλογής από την εκτελεστική εξουσία. Αν και η συνταγματική μεταβολή υποστηρίχθηκε μετ’ επιτάσεως από τα Μέσα Μαζικής Ενημερώσεως, από επιστημονικούς και συνδικαλιστικούς φορείς, η αναθεωρητική Βουλή δεν προχώρησε σε νέα ρύθμιση. Προφανώς διότι δεν υπήρξε κοινοβουλευτική συναίνεση ως προς την προκριτέα λύση. Είναι αληθές ότι από τις δυνατές λύσεις που μπορεί να σκεφτεί κανείς, καμία δεν είναι χωρίς μειονεκτήματα.

Ενόψει της Συνταγματικής Αναθεώρησης του 2001, η διοικητική ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας συνήλθε υπό την προεδρεία μου σε οκτώ συνεδριάσεις και αντιμετώπισε σε δέκα θεματικές ενότητες οργανωτικά θέματα της δικαστικής λειτουργίας. Προηγουμένως, είχε συσταθεί μία επιτροπή από συμβούλους και παρέδρους η οποία είχε ερευνήσει τα σχετικά θέματα. Έγιναν πολύωρες συζητήσεις, διατυπώθηκαν πλειοψηφικές και μειοψηφικές γνώμες και τα σχετικά πρακτικά διαβιβάστηκαν στα αρμόδια όργανα για την Αναθεώρηση και στους αρχηγούς των κομμάτων. Οι εισηγητές της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας -νομίζω τότε ο κ. Βενιζέλος και ο κ. Βαρβιτσιώτης- έλαβαν υπόψιν τα πρακτικά και μάλιστα ορισμένα άρθρα που προτείναμε πέρασαν και στην Αναθεώρηση. Αποτέλεσαν, δηλαδή, άρθρα του νέου συνταγματικού κειμένου.

Όσον τώρα αφορά το ζήτημα της επιλογής του προεδρείου -προκρίνω τη λέξη προεδρείο και όχι ηγεσία όπως συνήθως λέγεται- η ολομέλεια απέκρουσε ομοφώνως την ανάθεση της σχετικής αρμοδιότητας σε διευρυμένο εκλεκτορικό σώμα με συμμετοχή προσώπων από την ακαδημαϊκή κοινότητα και το δικηγορικό σώμα. Επίσης, απέκρουσε και τη λύση της επιλογής από τα ίδια τα μέλη των οικείων δικαστηρίων. Υποστηρίχθηκε, δηλαδή, ότι η πρώτη λύση μεταθέτει την ευθύνη της επιλογής σε ένα ανεύθυνο πολιτικά όργανο και συνεπάγεται πολλαπλάσιο κίνδυνο δημιουργίας δεσμεύσεων και εξαρτήσεων. Η πρώτη αυτή λύση, λοιπόν, να γίνεται η επιλογή από ένα διευρυμένο εκλεκτορικό σώμα που θα έχει, όχι μόνο δικαστές, αλλά και μη δικαστές αποκρούστηκε για το λόγο αυτό.

Η δεύτερη λύση, δηλαδή οι ίδιοι οι δικαστές να επιλέγουν τους αντιπροέδρους και τον πρόεδρο, κρίθηκε ότι προσκρούει προς την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και την επιβαλλόμενη θεσμική ισορροπία μεταξύ των αμέσων πολιτειακών οργάνων και με κίνδυνο, μάλιστα, εγκαθίδρυσης κράτους δικαστών. Εξ όσων γνωρίζω, μόνο στην Πορτογαλία ισχύει τέτοιο σύστημα, δηλαδή οι ίδιοι δικαστές να επιλέγουν το προεδρείο. Σε όλες τις άλλες χώρες που τουλάχιστον γνωρίζω -δεν ξέρω για τις νέες χώρες, αλλά φαντάζομαι ότι και εκεί έτσι θα είναι- δεν υπάρχει τέτοια ρύθμιση. Και καταλαβαίνετε ότι αυτό είναι εύλογο.

Αξίζει τον κόπο να σας διαβάσω τις δύο κύριες γνώμες οι οποίες διατυπώθηκαν:

Δεκαεπτά μέλη, μεταξύ των οποίων και εγώ, δέχθηκαν ότι από το Σύνταγμα του 1975 έχει αυξηθεί αισθητά ο αριθμός των αντιπροέδρων με συνέπεια να έχει προκύψει ένας ενδιάμεσος βαθμός στη δικαστική ιεραρχία. Ο ρόλος τους δεν στηρίζεται πλέον στην αναπλήρωση του προέδρου, αλλά στη διεύθυνση ενός δικαστικού σχηματισμού -τα ανώτερα δικαστήρια έχουν τα διάφορα τμήματα. Η ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου θα επιλέγει με μυστική ψηφοφορία τους αντιπροέδρους, μεταξύ εκπροσώπων που έχουν τα οριζόμενα από τον νόμο τυπικά προσόντα, όπως π.χ. ελάχιστο χρόνο υπηρεσίας του κατεχόμενου βαθμού. Το υπουργικό συμβούλιο θα επιλέγει τον πρόεδρο μεταξύ των υπηρετούντων αντιπροέδρων και τον εισαγγελέα μεταξύ των υπηρετούντων αντιπροέδρων και αντιεισαγγελέων.

Η λύση αυτή αναθέτει στον φυσικό φορέα (τους δικαστές) την ανάδειξη των αντιπροέδρων και επιτάσσει στο πολιτικό όργανο την επιλογή του προέδρου μεταξύ προσώπων που απολάβουν κατ’ αρχήν της αποδοχής των συναδέλφων τους και έχουν ασκήσει για ορισμένο χρόνο διευθυντικά καθήκοντα. Η επιλογή του κατάλληλου αντιπροέδρου θα είναι μέλημα των δικαστών γιατί θα έχει άμεση θετική επίπτωση στην άσκηση του έργου τους. 

Τέλος, η αρμοδιότητα του πολιτικού οργάνου για την προαγωγή στον επόμενο βαθμό θα αποθαρρύνει τη δημιουργία σχέσεων αλληλεξάρτησης μεταξύ εκλεγομένων και εκλογέων. Δεν θα έχει δηλαδή μία εξάρτηση «με ψήφισες να γίνω αντιπρόεδρος, άρα εγώ θα σε μεταχειριστώ κάπως καλύτερα». Γίνεται μια απεξάρτηση, γιατί ο επόμενος βαθμός είναι του προέδρου. Και δεν πρόκειται για τον βαθμό του προέδρου να τον ψηφίσει ο σύμβουλος της Επικρατείας ή ο Αρεοπαγίτης.

Διαφώνησαν προς την πρόταση της πλειοψηφίας δέκα μέλη τα οποία διατύπωσαν τη γνώμη ότι το ισχύον σύστημα επιλογής από το υπουργικό συμβούλιο με κατάλληλη νομοθετική ρύθμιση του κύκλου των υποψηφίων παρουσιάζει τα λιγότερα μειονεκτήματα και πάντως αποτρέπει τον ορατό κίνδυνο ομαδοποιήσεων των εκλογέων-δικαστών και τη δημιουργία κλίματος πόλωσης μεταξύ τους.

Υπήρξε και μία τρίτη, ελάσσονα γνώμη από έξι μέλη οι οποίοι υποστήριξαν ότι η επιλογή πρέπει να γίνεται με αποκλειστικό κριτήριο την αρχαιότητα, διότι διασφαλίζει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και το συναδελφικό κλίμα των λειτουργών της. 

Αυτά είπε η διοικητική ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας το 2000-2001.

Οι γνώμες αυτές της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας διατυπώθηκαν πριν δεκαπέντε έτη. Δεν γνωρίζω ποια λύση θα προτείνει η παρούσα ολομέλεια με τη σύνθεση νέων ηλικιακών δικαστικών λειτουργών. Ελπίζω, πάντως, ότι οι νέοι συνάδελφοι θα λάβουν υπόψιν τις διατυπωθείσες κατά το έτος 2000 γνώμες, δεδομένου ότι το πρόβλημα έχει διαχρονικό χαρακτήρα χωρίς να έχουν μεταβληθεί οι συνθήκες.

Πριν αναπτύξω τη δική μου γνώμη επί του θέματος, πρέπει να αναφέρω μια πρόσφατη σημαντική μεταρρύθμιση που έγινε με τον νόμο 5123/1994. Τη θεωρώ πολύ σημαντική μεταρρύθμιση, διότι αυτό ήταν κάτι το οποίο οι δικαστές ζητούσαν από το ισχύον Σύνταγμα, αλλά φαίνεται τώρα η κυβέρνηση αποφάσισε να το κάνει και λέγεται ότι έγινε αυτό και κατόπιν πιέσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το άρθρο, λοιπόν, αυτό ορίζει ότι η ολομέλεια του οικείου ανωτάτου δικαστηρίου γνωμοδοτεί με μυστική ψηφοφορία για την επιλογή των αντιπροέδρων, του προέδρου και του εισαγγελέα. Η γνωμοδότηση δεν δεσμεύει το υπουργικό συμβούλιο διότι το Σύνταγμα στο υπουργικό συμβούλιο έχει δώσει τη βασική αρμοδιότητα. Αλλά κατά τη γνώμη μου θα έχει ιδιαίτερο πολιτικό βάρος. Θα είναι δύσκολο, δηλαδή, σε μια κυβέρνηση να παραλείψει έναν προτεινόμενο δικαστή, όταν αυτός μάλιστα έχει προταθεί με μεγάλη πλειοψηφία.

Η πρώτη εφαρμογή αυτής της πρόσφατης νομοθετικής ρύθμισης θα γίνει κατά την επικείμενη επιλογή μέχρι τον Ιούνιο. Πρέπει να σας πω και σαν είδηση, αν θέλετε, ότι από το Συμβούλιο της Επικρατείας αποχωρούν λόγω του ορίου ηλικίας τέσσερις αντιπρόεδροι και από τον Άρειο Πάγο αποχωρεί η πρόεδρος, επτά αντιπρόεδροι και έντεκα αεροπαγίτες. Δηλαδή, θα… αδειάσει ο Άρειος Πάγος.

Αν από το αποτέλεσμα της μυστικής ψηφοφορίας διαφαίνεται ότι έχουν σχηματιστεί ομαδοποιήσεις των μελών ή ότι προτείνεται η τήρηση αυστηρά αποκλειστικά της επετηρίδας, είναι αναμενόμενο ότι η γνωμοδότηση της ολομέλειας θα αγνοηθεί από το υπουργικό συμβούλιο. Διότι δεν θα έχει γίνει πραγματικά μία επιλογή ουσιαστικά. Μια τέτοια εφαρμογή της καινοφανούς ρύθμισης θα αποτελέσει, νομίζω, αρνητικό προηγούμενο κατά την αναθεώρηση, καθόσον αφορά την καθ’ οιονδήποτε τρόπο συμμετοχή των δικαστών στη διαδικασία επιλογής των προεδρείων των ανωτάτων δικαστηρίων. Για αυτό, κυρία συνάδελφε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, πρέπει να το προσέξετε πολύ αυτό το θέμα.

Η προσωπική μου άποψη τώρα είναι κάπως καινοφανής. Η προσωπική μου άποψη προϋποθέτει μια σοβαρή μεταρρύθμιση στις οργανικές θέσεις των ανωτάτων δικαστηρίων. Ο πληθωρισμός των θέσεων αντιπροέδρων, που είναι δέκα αυτήν τη στιγμή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ενώ έχουμε έξι τμήματα μόνο, είναι ισάριθμες στον Άρειο Πάγο και οκτώ στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Αυτό ο πληθωρισμός αποτελεί πανευρωπαϊκή πρωτοτυπία.

Στα τρία ευρωπαϊκά δικαστήρια και στα εθνικά δικαστήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπονται μία έως τρεις το πολύ θέσεις αντιπροέδρων ή και καθόλου σε ορισμένα δικαστήρια. 

Η επικρατήσασα παρ’ ημίν αντίληψη ότι πρέπει να προΐσταται κάθε τμήματος αντιπρόεδρος εξηγεί τον μεγάλο αριθμό θέσεων. Βέβαια, αυτό ξεκίνησε όταν ήταν παλαιά δύο μόνο οι αντιπρόεδροι και μετά εφαρμόστηκε να δημιουργείται μία νέα θέση αντιπροέδρου όταν δημιουργείτο ένα νέο τμήμα. Αλλά στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ήμασταν έξι τμήματα και έγιναν δέκα. Ήμουν πρόεδρος τότε. Ήρθε ο κ. Παπαληγούρας και μου λέει «κύριε Πρόεδρε, υπάρχουν συνάδελφοί σας που έχουν αδικηθεί και παραλειφθεί, να αυξήσουμε τις θέσεις για να γίνουν και αυτοί». Του λέω «προβλέπεται να αποχωρήσουν οι υπηρετούντες αντιπρόεδροι». Εν πάσει περιπτώσει,, του είπα «κάντε δύο τουλάχιστον γιατί ήταν δύο συνάδελφοι οι οποίοι ήταν καλοί δικαστές από επαγγελματικής και επιστημονικής απόψεως, οι οποίοι δεν θα προλάβαιναν». Αλλά, τελικά, έγιναν δέκα σε εμάς και δέκα στον Άρειο Πάγο. Για να δείτε με τι κριτήρια καμιά φορά γίνονται οι θέσεις.

Προσέξτε ποια είναι η γνώμη μου. Με δεδομένο ότι τα δικαιοδοτικά και διοικητικά καθήκοντα του προϊσταμένου τμήματος μπορεί να ασκεί έμπειρος σύμβουλος ή αεροπαγίτης, προτείνω και πρότεινα την ανάθεση καθηκόντων προέδρου τμήματος σε ικανό δικαστή που θα επιλέγεται από την ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου. Ο επιλεγόμενος θα διευθύνει το τμήμα για ορισμένη θητεία που μπορεί να ανανεώνεται. Οι πέραν των δύο ή τριών οργανικών θέσεων των αντιπροέδρων θα μετατραπούν σε θέσεις αεροπαγιτών ή συμβούλων Επικρατείας.

Ποια είναι τα κυριότερα πλεονεκτήματα αυτής της προτάσεως;

Α) Επιλογή από το αρμοδιότερο όργανο που γνωρίζει την επαγγελματική κοινότητα του δικαστή κατά τη διεύθυνση των εργασιών του τμήματος

Β) Ενίσχυση του αισθήματος δικαστικής ανεξαρτησίας στους πολίτες και στους ίδιους τους δικαστές

Γ) Απαλλαγή της πολιτικής εξουσίας από την κριτική για παρέμβαση στη δικαστική λειτουργία

Δ) Εναρμόνιση με την κρατούσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση δικαστική οργάνωση

Η γνωμοδοτική αρμοδιότητα των οικείων ολομελειών για την επιλογή του προέδρου, του εισαγγελέα και των αντιπροέδρων θα παραμένει. 

Η αναθεωρητική Βουλή θα καθορίσει το όργανο που θα έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα. Σε άλλες χώρες είναι το κοινοβούλιο, η εκτελεστική εξουσία, και τα δύο κλπ. Αυτό ας το καθορίσει η αναθεωρητική Βουλή.

Πάντως από τις διάφορες προτάσεις που έχουν ακουστεί πρέπει να αποκλειστεί η λύση της ανάθεσης της επιλογής στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Διότι η έκδοση ατομικών διοικητικών πράξεων δεν εμπίπτει στα καθήκοντα του ρυθμιστή του πολιτεύματος. Επιπλέον, θα προκύπτει πρόβλημα αναπληρώσεως σε περίπτωση προσωπικού κωλύματος του Προέδρου λόγω συγγενείας, φιλίας, εχθρότητας με κάποιον από τους υποψηφίους για την επιλογή.

Κλείνοντας, θα ήθελα να σημειώσω ότι η παρρησία, η αυτογνωσία και η ευθυκρισία είναι αρετές που πρέπει να κοσμούν κάθε δικαστικό λειτουργό. Οι όποιες συνταγματικές και νομοθετικές ρυθμίσεις προς την ορθή κατεύθυνση είναι καλοδεχούμενες αλλά δεν πρέπει να θεωρούνται πανάκεια. Η δικαστική ανεξαρτησία διασφαλίζεται πρωταρχικά από το ελεύθερο φρόνημα του δικαστή.


Πηγή

Leave a Reply