Η πρόσφατη απόφαση της ΓΣΕΕ να μην συμμετάσχει στην επιτροπή διαβούλευσης για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού αποτελεί ένα σοβαρό πλήγμα για τον κοινωνικό διάλογο στη χώρα μας. Ενώ η Συνομοσπονδία επικαλείται την αδυναμία ουσιαστικής παρέμβασης λόγω της αποκλειστικής κυβερνητικής ευθύνης στον καθορισμό του μισθού, η στάση αυτή αναδεικνύει περισσότερο την αποτυχία της να αναλάβει έναν ενεργό ρόλο υπεράσπισης των εργαζομένων.
Ένα βήμα πίσω στην υπεράσπιση των εργατικών δικαιωμάτων
Η επιστολή που απευθύνθηκε στον Πρόεδρο του ΟΜΕΔ αποτελεί, σε μεγάλο βαθμό, μια παραδοχή αδυναμίας. Η ΓΣΕΕ αναγνωρίζει ότι από το 2012 η Ελλάδα βρίσκεται σε κατάσταση διαρκούς υποβάθμισης των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Ωστόσο, αντί να χρησιμοποιήσει την πλατφόρμα της επιτροπής ως μέσο πίεσης και έκφρασης των θέσεών της, επιλέγει την αποχή, παραχωρώντας ουσιαστικά το πεδίο δράσης στην κυβέρνηση.
Η επίκληση της “προαναγγελίας” του ύψους του κατώτατου μισθού από την κυβέρνηση ως λόγος μη συμμετοχής είναι, αν μη τι άλλο, προβληματική. Η ΓΣΕΕ θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί τη διαδικασία για να θέσει στο τραπέζι τεκμηριωμένες προτάσεις και να αναδείξει τις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων. Η απόφαση της μη συμμετοχής αφήνει να εννοηθεί ότι δεν υπήρχε η διάθεση ή η στρατηγική να ασκηθεί ουσιαστική πίεση.
Αν η ΓΣΕΕ ήθελε να λειτουργήσει ανατρεπτικά
Αν η ΓΣΕΕ πραγματικά επιθυμούσε να λειτουργήσει ανατρεπτικά στις μνημονιακές απορρυθμίσεις που έχουν καθηλώσει τον κοινωνικό διάλογο και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, έχοντας υποβαθμίσει τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, τότε η αποχώρηση από την αρμόδια επιτροπή διαβούλευσης θα έπρεπε να συνοδευτεί και από αγωνιστική δράση. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να συμβαίνει. Η αποχή από μόνη της, χωρίς παράλληλες κινητοποιήσεις, χωρίς μια οργανωμένη στρατηγική διεκδίκησης, δεν έχει τη δυναμική να προκαλέσει αλλαγές στο υπάρχον καθεστώς.
Η έλλειψη αγωνιστικής δράσης ενισχύει την εικόνα μιας ΓΣΕΕ που αποδέχεται παθητικά τις επιταγές ενός συστήματος που έχει οδηγήσει στην απαξίωση των εργατικών δικαιωμάτων. Οι εργαζόμενοι χρειάζονται έναν συνδικαλισμό που δεν περιορίζεται σε επιστολές διαμαρτυρίας, αλλά προχωρά σε ουσιαστικές παρεμβάσεις, οργανώνει αγώνες, κινητοποιεί και διεκδικεί δυναμικά την ανατροπή των πολιτικών που τους καταδικάζουν στη φτώχεια και την ανασφάλεια.
Η αντίφαση στη ρητορική της ΓΣΕΕ
Η ΓΣΕΕ, μέσω της επιστολής της, υπογραμμίζει την ανάγκη επαναφοράς των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και την ενίσχυση του κοινωνικού διαλόγου. Πώς, όμως, μπορεί να επιτευχθεί αυτό όταν η ίδια επιλέγει να απέχει από τα θεσμικά όργανα που έχουν ως αποστολή να προωθήσουν αυτές ακριβώς τις διαδικασίες; Η αποχή από την επιτροπή διαβούλευσης αποτελεί αντίφαση σε σχέση με τις δηλώσεις της για την επανίδρυση του κοινωνικού διαλόγου.
Η καταγγελία της κυβερνητικής εξαγγελίας για κατώτατο μισθό 950 ευρώ έως το 2027 ως ανεπαρκούς είναι εύστοχη, αλλά από μόνη της δεν αρκεί. Οι εργαζόμενοι χρειάζονται εκπροσώπους που θα αγωνιστούν ενεργά για την ανατροπή τέτοιων αποφάσεων, όχι απλώς να τις καταγγείλουν με επιστολές.
Η απόφαση της ΓΣΕΕ έχει άμεσες και έμμεσες συνέπειες για τους εργαζομένους και τον ευρύτερο κοινωνικό διάλογο:
- Ενίσχυση της Κυβερνητικής Κυριαρχίας: Με την αποχή της, η ΓΣΕΕ ουσιαστικά παραδίδει τον καθορισμό του κατώτατου μισθού αποκλειστικά στην κυβέρνηση, χωρίς αντίλογο από την πλευρά των εργαζομένων.
- Απαξίωση του Κοινωνικού Διαλόγου: Η απόφαση αυτή στέλνει το μήνυμα ότι τα θεσμικά όργανα διαβούλευσης είναι αναποτελεσματικά, κάτι που αποθαρρύνει τη συμμετοχή και άλλων κοινωνικών εταίρων.
- Αποξένωση των Εργαζομένων: Οι εργαζόμενοι, που ήδη βιώνουν έντονα τις επιπτώσεις της ακρίβειας και της κρίσης, βλέπουν τη μεγαλύτερη συνδικαλιστική οργάνωση της χώρας να τους εγκαταλείπει σε μια κρίσιμη στιγμή.
Η ΓΣΕΕ οφείλει να αναθεωρήσει τη στάση της και να επιστρέψει στον διάλογο, ακόμη κι αν αυτός είναι δύσκολος και ανεπαρκής. Η συμμετοχή, η τεκμηρίωση και η διαρκής πίεση είναι τα εργαλεία που πρέπει να χρησιμοποιήσει για να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των εργαζομένων. Η αποχή μπορεί να δείχνει διαμαρτυρία, αλλά στην πραγματικότητα ενισχύει τη μονομέρεια των κυβερνητικών αποφάσεων.
Οι εργαζόμενοι χρειάζονται μια δυναμική και παρεμβατική ΓΣΕΕ, ικανή να διεκδικεί και να διαμορφώνει συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης. Η αποχή από κρίσιμες διαδικασίες δεν είναι η λύση. Είναι ώρα η Συνομοσπονδία να αναλάβει ξανά τον ρόλο της ως ισχυρός πυλώνας υπεράσπισης των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
της Άννας Γεωργιάδη
Συντάκτριας Kentroaristera.gr