Με τον καλύτερο τρόπο ολοκληρώθηκε για την Ελλάδα ο φετινός «χορός» των αξιολογήσεων, αφού ο οίκος Fitch προχώρησε στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας κατά μία βαθμίδα, στο «ΒΒΒ» από «ΒΒΒ-», με σταθερές προοπτικές.
Ο οίκος σημειώνει ότι η αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδας αντικατοπτρίζει τους ακόλουθους παράγοντες αξιολόγησης:
Σταθερή μείωση χρέους: Ο οίκος προβλέπει ότι το ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες το 2025, στο 145%, έπειτα από πτώση 10 μονάδων το 2024. Το ποσοστό παραμένει σχεδόν τριπλάσιο σε σχέση με τον διάμεσο για την κατηγορία «BBB» (52%), αλλά είναι πάνω από 60 μονάδες χαμηλότερα από το υψηλό του 2020 (209%) – πρόκειται για τη μεγαλύτερη μετα-πανδημική μείωση ανάμεσα στα κράτη που αξιολογεί η Fitch. Ο οίκος αναμένει ότι η μείωση θα συνεχιστεί με γοργό ρυθμό μεσοπρόθεσμα, πλησιάζοντας το 120% έως το 2030 στο βασικό σενάριο, στηριζόμενο σε ονομαστική ανάπτυξη γύρω στο 4% και σε πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μετά το 2027. Τα ταμειακά αποθέματα, όπως τονίζει, παραμένουν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, περίπου στο 18% του ΑΕΠ, επιτρέποντας πρόωρη αποπληρωμή διμερών ομολόγων και κάλυψη λήξεων για τα επόμενα τρία χρόνια.
Συνεχείς ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις: Η Fitch προβλέπει φέτος πλεόνασμα γενικής κυβέρνησης κοντά στο 1% του ΑΕΠ, παρόμοιο με την ισχυρή επίδοση του 2024 (1,3%), και πρωτογενές πλεόνασμα 4,8%. Πρόκειται για σημαντική βελτίωση σε σχέση με το έλλειμμα 1,4% του ΑΕΠ το 2023 και είναι ευνοϊκή σε σύγκριση με το διάμεσο έλλειμμα 3,7% για τις χώρες με αξιολόγηση «BBB». Η ισχυρή επίδοση αντικατοπτρίζει τα διαρθρωτικά υψηλότερα έσοδα, λόγω της βελτιωμένης φορολογικής συμμόρφωσης, και του αυστηρού ελέγχου των δαπανών.
Ήπια δημοσιονομική χαλάρωση: Με δεδομένη την ισχυρή εκκίνηση, ο οίκος αναμένει ότι ο προϋπολογισμός του 2026 θα παραμείνει πλεονασματικός, παρά τα μέτρα δημοσιονομικής χαλάρωσης που περιλαμβάνονται στο προσχέδιο του προϋπολογισμού. Όπως σημειώνει, οι σχεδιαζόμενες μειώσεις στον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων θα έχουν τη μεγαλύτερη επίπτωση, την οποία η κυβέρνηση υπολογίζει σε 1,2 δισ. ευρώ (0,5% του ΑΕΠ), αυξανόμενη σε 1,6 δισ. το 2027. Αυτό θα ενισχύσει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα κυρίως των μεσαίων νοικοκυριών, στηρίζοντας την ανάπτυξη. Επιπλέον 600 εκατ. ευρώ θα κατευθυνθούν στην επιδότηση ενοικίου και στην ενίσχυση των χαμηλοσυνταξιούχων, και 300 εκατ. σε αυξήσεις μισθών στον τομέα της άμυνας.
Συνετή και αξιόπιστη δημοσιονομική στρατηγική: Τα πρόσφατα δημοσιονομικά αποτελέσματα και το σχέδιο του προϋπολογισμού για το 2026 υπογραμμίζουν, σύμφωνα με τον οίκο, τη σταθερή δέσμευση της κυβέρνησης στη δημοσιονομική πειθαρχία. Η Fitch θεωρεί αυτή τη δέσμευση ιδιαίτερα αξιόπιστη, στηριζόμενο στο μετα-πανδημικό ιστορικό και στη γενική κοινωνική συναίνεση υπέρ των υγιών δημοσιονομικών πολιτικών. Τον Ιούλιο του 2025, το κοινοβούλιο υιοθέτησε με μεγάλη πλειοψηφία έναν εθνικό δημοσιονομικό κανόνα που απαιτεί ισοσκελισμένη πρωτογενή θέση. Η Ελλάδα υπεραπέδωσε σε σχέση με τις απαιτήσεις του νέου ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου το 2024, την πρώτη χρονιά εφαρμογής του.
Χαμηλοί κίνδυνοι χρηματοδότησης: Το ευνοϊκό προφίλ χρέους της Ελλάδας -με μέση διάρκεια ωρίμανσης τα 19 έτη και προνομιακά επιτόκια- καθώς και τα πολύ μεγάλα ταμειακά αποθέματα, σύμφωνα με τον οίκο, μειώνουν σημαντικά τους κινδύνους της αγοράς και λειτουργούν ως «μαξιλάρι» απέναντι σε πιθανές αναταράξεις στις αγορές ομολόγων. Η διαφορά μεταξύ του ρυθμού ανάπτυξης και του επιτοκίου είναι θετική, καθώς το έμμεσο επιτόκιο επί του χρέους κινείται γύρω στο 1,5%, πολύ χαμηλότερα από την εκτιμώμενη ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ γύρω στο 4%.
Ανθεκτική οικονομική ανάπτυξη: Ο οίκος σημειώνει ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε σταθερή αναπτυξιακή πορεία, παρά τις πρόσφατες εξωτερικές προκλήσεις, όπως γεωπολιτικές και εμπορικές αναταράξεις. Η ανάπτυξη του ΑΕΠ έχει διαμορφωθεί κατά μέσο όρο γύρω στο 2% από το 2023, ξεπερνώντας τον ρυθμό ανάπτυξης της ευρωζώνης. Η Fitch προβλέπει ότι η ανάπτυξη θα παραμείνει κοντά στο 2% τουλάχιστον έως το 2027, με τη σύγκλιση προς το εισοδηματικό επίπεδο της ευρωζώνης να συνεχίζεται. Η εγχώρια ζήτηση θα παραμείνει ο κύριος μοχλός ανάπτυξης, επωφελούμενη από την επενδυτική ώθηση των τελευταίων ετών του ταμείου Next Generation EU, τη βελτίωση των ισολογισμών των νοικοκυριών και τη σταθερή αύξηση της απασχόλησης.
Ο οίκος σημειώνει ότι η αξιολόγηση «BBB» της Ελλάδας αντικατοπτρίζει επίσης τους ακόλουθους βασικούς παράγοντες:
Θεμελιώδη πλεονεκτήματα και αδυναμίες πιστοληπτικής ικανότητας: Η αξιολόγηση της Fitch στηρίζεται επίσης στα υψηλότερα επίπεδα εισοδήματος ανά κάτοικο και στους δείκτες διακυβέρνησης που ευθυγραμμίζονται με τον διάμεσο της κατηγορίας χωρών με αξιολόγηση «BBB», καθώς και σε ένα αξιόπιστο πλαίσιο πολιτικής που υποστηρίζεται από τη συμμετοχή στην ΕΕ και στην ευρωζώνη. Η δημοσιονομική και μακροοικονομική προσαρμογή έχει επιταχυνθεί τα τελευταία χρόνια, στηριζόμενη στη βελτιούμενη θεμελιώδη εικόνα και την αυξανόμενη αξιοπιστία πολιτικής. Όπως σημειώνει βέβαια, αυτά τα πλεονεκτήματα αντισταθμίζονται από την κληρονομιά της κρίσης χρέους, δηλαδή το πολύ υψηλό αλλά συνεχώς μειούμενο δημόσιο χρέος, τη μεγάλη απώλεια οικονομικής παραγωγής, τις επίμονες εξωτερικές ανισορροπίες και τις ενδεχόμενες υποχρεώσεις από τον τραπεζικό τομέα.
Διευρυμένο και επίμονο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών: Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών κυμαίνεται γύρω στο 6% του ΑΕΠ από το 2023, με τον οίκο να σημειώνει ότι είναι πολύ υψηλότερο από το διάμεσο ποσοστό της κατηγορίας χωρών «BBB» (0,3%). Δεν υπήρξε βελτίωση στο πρώτο εξάμηνο του 2025, καθώς ο κινητός μέσος όρος τεσσάρων τριμήνων ήταν 14,6 δισ. ευρώ στο 2ο τρίμηνο 2025, έναντι 14,4 δισ. στο 2ο τρίμηνο 2024. Όπως τονίζει η Fitch, το χαμηλό ποσοστό αποταμίευσης αποτελεί τη βασική αιτία του μεγάλου ελλείμματος, ενώ οι εισαγωγοκεντρικές επενδύσεις αναμένεται να εντείνουν την πίεση μεσοπρόθεσμα. Ο οίκος προσθέτει όμως ότι η συμμετοχή στην ευρωζώνη μειώνει τους εξωτερικούς χρηματοδοτικούς κινδύνους και δεν αναμένει διαταραχές στις εξωτερικές ροές κεφαλαίων.
Ενισχυμένος τραπεζικός τομέας: Η Fitch αναβάθμισε το 2025 τις αξιολογήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών σε επενδυτική βαθμίδα, αντανακλώντας τη βελτίωση στο λειτουργικό περιβάλλον και στα πιστοληπτικά προφίλ τους, ως απόρροια της πιο σταθερής και υγιούς κερδοφορίας, της ολοκλήρωσης του μεγαλύτερου μέρους της εξυγίανσης των ισολογισμών τους, των ενισχυμένων κεφαλαιακών θέσεων και της σταθερής χρηματοδότησής τους μέσω καταθέσεων. Η Fitch αναμένει ότι ο τραπεζικός τομέας θα ωφεληθεί από την ανθεκτική οικονομική ανάπτυξη, τη σταθερή επιχειρηματική δραστηριότητα και τη σταδιακή ανάκαμψη της λιανικής τραπεζικής.
Δεσμός τραπεζών–κράτους: Ένα ζήτημα που κληρονομήθηκε, σύμφωνα με τον οίκο, είναι ο ασυνήθιστα στενός δεσμός ανάμεσα σε τράπεζες και κράτος, λόγω του μεγάλου μεριδίου των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs) στα κεφάλαια των τραπεζών (τέλος Ιουνίου 2025: 12 δισ. ευρώ ή 45% των κεφαλαίων Tier 1). Οι DTCs, όπως σημειώνει, αποτελούν ενδεχόμενη υποχρέωση για το Δημόσιο – κάτι που δεν ισχύει σε καμία άλλη χώρα της ευρωζώνης – παρά τα σχέδια των τραπεζών να επιταχύνουν την απομείωση των DTCs ώστε να εξυγιάνουν τις κεφαλαιακές δομές τους. Επιπλέον, οι κρατικές εγγυήσεις για τις ανώτερες εκδόσεις τίτλων του προγράμματος «Ηρακλής», που στοχεύει στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ανέρχονται σε περίπου 18 δισ. ευρώ ή 8% του ΑΕΠ του 2025 (τέλος Σεπτεμβρίου 2025).
Παράγοντες ενδεχόμενης αρνητικής δράσης/υποβάθμισης
Σύμφωνα με τη Fitch, οι παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια αρνητική δράση/υποβάθμιση από την πλευρά της είναι:
- Δημόσια Οικονομικά: Σταθεροποίηση του λόγου χρέους/ΑΕΠ, για παράδειγμα λόγω δημοσιονομικής χαλάρωσης ή σημαντικών ενδεχόμενων υποχρεώσεων.
- Μακροοικονομικό/Εξωτερικό περιβάλλον: Αρνητικό σοκ που θα επηρεάσει το μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό ή θα επιδεινώσει τις εξωτερικές ανισορροπίες.
Παράγοντες πιθανής θετικής δράσης/αναβάθμισης
Αντίθετα, σημειώνει ότι λόγοι που θα μπορούσαν να οδηγήσουν τον οίκο να προχωρήσει σε μια θετική δράση/αναβάθμιση για την ελληνική οικονομία είναι:
- Δημόσια Οικονομικά: Περαιτέρω σημαντική μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα, ως απόρροια των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων και της συνεχιζόμενης ισχυρής ανάπτυξης.
- Μακροοικονομικό περιβάλλον: Βελτίωση του αναπτυξιακού δυναμικού και των επιδόσεων, για παράδειγμα μέσω υψηλότερων επενδύσεων ή λόγω της εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
«Χρωστούσε» την αναβάθμιση
Ο οίκος είχε αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας αναβάθμισης ήδη από τον Μάιο του τρέχοντος έτους, όταν είχε προχωρήσει τότε στην θετική αναθεώρηση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας από «σταθερές» σε «θετικές» (διατηρώντας αμετάβλητη την αξιολόγηση στο «BBB-»), πιστώνοντας στη χώρα την καταγραφή δημοσιονομικών πλεονασμάτων και τη σημαντική μείωση του χρέους.
Καλλιέργησε δε ακόμη περισσότερες ελπίδες τον προηγούμενο μήνα όταν σε έκθεσή του ανέφερε πως συνεχίζει να βλέπει δημοσιονομικά πλεονάσματα, ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 2% τουλάχιστον μέχρι το 2027 και μείωση του χρέους στο 120% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος της δεκαετίας.
Ο οίκος κατά κάποιον τρόπο «χρωστούσε» την αναβάθμιση στην Ελλάδα, καθώς, ενώ έδωσε στη χώρα την επενδυτική βαθμίδα τον Νοέμβριο του 2023, το 2024 δεν προχώρησε σε καμία αναβάθμιση, ούτε της αξιολόγησης ούτε των προοπτικών, διατηρώντας την αξιολόγησή της στη χαμηλότερη βαθμίδα του investment grade μέχρι και σήμερα.
Πηγή: skai.gr
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.









