Η καμπύλη του ΠΑΣΟΚ είναι η καμπύλη της Μεταπολίτευσης. Γιορτάζοντας τα πενήντα χρόνια του ΠΑΣΟΚ γιορτάζουμε τα πενήντα χρόνια της Μεταπολίτευσης ως περιόδου. Τα γιορτάζουμε με δίκαιη αποτίμηση των θετικών και των αρνητικών, με αναστοχασμό, με το βλέμμα στο μέλλον.
Η διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη ήταν η πρόταση του εθνικού, κοινωνικού και πολιτικού ριζοσπαστισμού που διαμόρφωσε το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα, τις προτεραιότητες και την αισθητική της περιόδου της Μεταπολίτευσης μέχρι την έκρηξη της οικονομικής κρίσης.
Ήταν μια απάντηση στην πρόκληση της Ιστορίας την εναρκτήρια στιγμή της Μεταπολίτευσης.
Ήταν η πρόταση μιας φιλόδοξης πολιτικής και κοινωνικής αναδιανομής.
Μια πρόταση για το κοινωνικό συμβόλαιο της Μεταπολίτευσης.
Το ΠΑΣΟΚ συγκροτήθηκε και αυτοπαρουσιάστηκε ως πολιτικό και κοινωνικό υποκείμενο: κίνημα αλλαγής / κίνημα των μη προνομιούχων, κίνημα πολυσυλλεκτικό, πλειοψηφικό, ριζοσπαστικό, πατριωτικό, κοινωνικά διεκδικητικό. Η βασική διεκδίκηση ήταν μια γραμμική εξέλιξη «από το καλό στο καλύτερο» που θεμελίωνε κεκτημένα. Η χώρα, η κοινωνία, η οικονομία, το κράτος, οι διεθνείς συσχετισμοί είναι προφανώς πεδία πολύ πιο πολύπλοκα και αντιφατικά.
Το περιεχόμενο της Διακήρυξης δεν συγκροτείται όμως μόνο από το κείμενο αλλά και από τα συμφραζόμενά του.
Καταρχάς από τον πομπό του μηνύματος: χωρίς τον Ανδρέα με όλες του τις συμπαραδηλώσεις δεν υπάρχει 3η του Σεπτέμβρη.
Στη συνέχεια από τον συνδυασμό με την πολιτική πρακτική του, τη γλώσσα, τους συμβολισμούς, τα οργανωτικά σχήματα, τις εσωτερικές συγκρούσεις, τους απλούς και αδρούς κώδικες κατά τα αρχικά χρόνια 1974-1977 και κατά την περίοδο της γεωμετρικής ανόδου 1977-1981.
Το ζητούμενο κατά βάθος ήταν η εκδίκηση της Ιστορίας, η αποκατάσταση ιστορικών αδικιών, η επίλυση θεσμικών, πολιτικών και κοινωνικών εκκρεμοτήτων από την περίοδο του εθνικού διχασμού, του εμφυλίου, από τη δεκαετία του 1960 και την αποστασία, από τη δικτατορία.
Το ΠΑΣΟΚ έθεσε ως στόχο παράλληλα τη διεκδίκηση της κληρονομιάς της μεγάλης δημοκρατικής παράταξης και τον περιορισμό της δυναμικής της κομμουνιστικής αριστεράς, μέσα από τον σαρωτικό ριζοσπαστισμό που ήταν έτοιμος να συμφιλιωθεί με τον κυβερνητικό πραγματισμό.
Πολύ γρήγορα, σε επτά μόλις χρόνια, το ΠΑΣΟΚ κατέστη κόμμα εξουσίας, κόμμα κυβερνητικό, κόμμα μεγάλων προγραμματικών πρωτοβουλιών, κόμμα συμβιβασμών, κόμμα – παράταξη, κόμμα κοινωνικός και πολιτικός συνασπισμός, με πολύ καλή αίσθηση των διεθνών και εσωτερικών συσχετισμών.
Ήταν βεβαίως πάντα κόμμα πατριωτικό στο πλαίσιο διαφορετικών όμως περιόδων της παγκόσμιας ιστορίας:
Τα πράγματα ήταν πιο απλά την περίοδο του διεθνούς διπολισμού και ιδίως της τελευταίας δεκαετίας του Ψυχρού Πολέμου.
Και κατέστησαν πιο δύσκολα και απαιτητικά την περίοδο του μονοπολικού κόσμου.
Τώρα που έχουν ρευστοποιηθεί όλες οι τυπολογίες και τα αναλυτικά σχήματα στις διεθνείς σχέσεις τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα για τη Δύση συνολικά, για την Ευρώπη, για την Ελλάδα
Μέσα από αυτή τη δραματική μεταβολή εποχών το ΠΑΣΟΚ πρωτίστως ως κυβερνητικό κόμμα διαμόρφωσε τη στάση του σε σχέση με την ΕΕ, το ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ, το Ισραήλ και την κατάσταση στη Μ. Ανατολή.
Γράφτηκαν κατά τον τρόπο αυτό οι τρεις ραψωδίες του πασοκικού έπους:
Η πρώτη ραψωδία του κεκτημένου της Μεταπολίτευσης με τον Ανδρέα Παπανδρέου
Η δεύτερη ραψωδία του εκσυγχρονισμού με τον Κώστα Σημίτη
Η τρίτη ραψωδία της εθνικά και ιστορικά υπεύθυνης διαχείρισης της κρίσης. Των δύσκολων αποφάσεων, του δραματικού πολιτικού και προσωπικού κόστους, των υπαρξιακών διλημμάτων του πολιτικού προσωπικού που έδειξε το μεγαλείο και τα διλήμματα της αντιπροσώπευσης αλλά και την αντίδραση της κοινωνικής βάσης που ήταν δυστυχώς σε μεγάλο ποσοστό επιρρεπής στον λαϊκισμό και τη δημαγωγία, στην αποδοχή του ωμού αντιμνημονιακού ψεύδους.
Οι ασυμμετρίες της περιόδου της οικονομικής κρίσης έχουν οδηγήσει στις τωρινές ασυμμετρίες μιας επιστροφής στην κανονικότητα που εξαγγέλθηκε πρόωρα και δεν συντελέστηκε πλήρως ούτε έχει θωρακιστεί.
Έλεγα πάντα την περίοδο της κρίσης ότι το ΠΑΣΟΚ θα ανέβει ξανά μαζί με τη χώρα! Γιατί δεν συνέβη ακόμη αυτό;
Το ΠΑΣΟΚ πρέπει να υπερασπιστεί και να προβάλλει όλες τις ιστορικές συμβολές του, αναγνωρίζοντας αυτοκριτικά και όλες τις ευθύνες του, αρχίζοντας από το τέλος, από τον αγώνα του για τη διάσωση της χώρας από τον κίνδυνο της ασύντακτης οικονομικής, κοινωνικής και θεσμικής χρεοκοπίας και της εξόδου από το ευρώ, την Ευρώπη και τη φιλελεύθερη δημοκρατία.
Το ΠΑΣΟΚ πρέπει να εμφανιστεί ξανά προτείνοντας ενός νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Προτείνοντας ενός ολοκληρωμένο σχέδιο για τη χώρα. Πείθοντας ότι μπορεί να το συλλάβει προγραμματικά και να το εφαρμόσει κυβερνητικά.
Χωρίς φοβίες για επιμέρους αντιδράσεις, χωρίς ετεροπροσδιορισμούς, συμψηφιστικές ουδετερότητες και ίσες αποστάσεις.
Η επιδίωξη της αύξησης των ποσοστών πρέπει να μετατραπεί σε στρατηγική πολιτικής ηγεμονίας. Αυτή όμως προϋποθέτει αυτό το ολοκληρωμένο σχέδιο για την χώρα που απαντά στις αγωνίες μια κοινωνίας κινδύνου και ανασφάλειας. Το ΠΑΣΟΚ τιμά την ιστορία του αλλά δεν είναι το κόμμα της νοσταλγίας, πρέπει να είναι το κόμμα του μέλλοντος
Το ΠΑΣΟΚ πρέπει συνεπώς να απευθυνθεί στο εθνικό ακροατήριο με μια πρόταση που είναι και αφήγηση και συντεταγμένη αλληλουχία πρακτικών κινήσεων. Μια πρόταση:
– σεβασμού και αναβάθμισης των θεσμών της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου
– κοινωνικής συμπερίληψης και όχι απλώς συνοχής
– λειτουργικού και αποτελεσματικού κράτους
– ανταγωνιστικής και ανθεκτικής οικονομίας
– μερίσματος ανάπτυξης για όλους
– Εθνικής στρατηγικής που αντιλαμβάνεται πώς λειτουργεί ο ιστορικός χρόνος. Τα μέτωπα των τελευταίων πενήντα ετών είναι κατά βάθος οι εκκρεμότητες των τελευταίων διακοσίων ετών καθώς αφορούν την εθνική ολοκλήρωση και ασφάλεια αλλά και την ευρωπαϊκή και δυτική ταυτότητα.
Αυτός θα ήταν ο ουσιώδης εορτασμός της πεντηκοστής επετείου από την ίδρυση του και η πραγματική επικαιροποίηση της Διακήρυξης της 3ης του Σεπτέμβρη.
Προέχει βέβαια η ολοκλήρωση της εσωκομματικής διαδικασίας με δέσμευση ενότητας και συστράτευσης, με ειλικρινή και ευθύ πολιτικό και προγραμματικό λόγο, χωρίς πολλά στερεότυπα, κοινοτοπίες και γενικότητες, με πολιτικό πολιτισμό και αίσθηση θεσμικότητας.
Με παραταξιακή συνείδηση, κυρίως όμως με συνείδηση ευθύνης απέναντι στην πατρίδα για χάρη της οποίας υπάρχουν και λειτουργούν τα κόμματα ως θεσμοί του δημοκρατικού πολιτεύματος.