
Προς μια νέα κοινωνική συμφωνία για τη ζωή, την αξιοπρέπεια και την πόλη του μέλλοντος
Η στέγη είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα πρακτικό ζήτημα. Είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομείται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Χωρίς σταθερό τόπο διαμονής, τίποτα άλλο δεν ευδοκιμεί: ούτε η εργασία, ούτε η οικογένεια, ούτε η συμμετοχή στην κοινωνική ζωή. Κι όμως, στην εποχή μας, αυτό το θεμελιώδες δικαίωμα μετατρέπεται ολοένα και περισσότερο σε αντικείμενο αγοράς, επένδυσης και κερδοσκοπίας.
Στην Ελλάδα, όπως και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, η κρίση στέγης έχει λάβει πλέον διαρθρωτικό χαρακτήρα. Οι τιμές ενοικίων έχουν αυξηθεί 30% έως 40% μέσα σε πέντε χρόνια, η κοινωνική κατοικία έχει ουσιαστικά εκλείψει, οι νέοι ενήλικες μένουν για χρόνια με τους γονείς τους, ενώ ακόμη και εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης αδυνατούν να καλύψουν το κόστος ενός σπιτιού.
Η κατοικία έχει αποκοπεί από τον κοινωνικό της σκοπό. Και αυτό δεν είναι απλώς αδικία — είναι κρίση δημοκρατίας και συλλογικότητας.
Η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναγνωρίζει τη στέγαση ως βασικό στοιχείο του δικαιώματος στην αξιοπρεπή διαβίωση. Δεν πρόκειται για μια αφηρημένη αρχή: αφορά την ίδια την ικανότητα του ανθρώπου να σταθεί όρθιος στην κοινωνία.
Όταν η στέγη είναι απρόσιτη, αυξάνονται οι ανισότητες, μειώνεται η κινητικότητα, διαλύεται η κοινωνική συνοχή. Μια κοινωνία όπου το δικαίωμα στο σπίτι εξαρτάται αποκλειστικά από το εισόδημα ή την κληρονομιά, είναι μια κοινωνία που αναπαράγει την αδικία.
Η καινοτόμος πρόταση: Κοινωνική Τράπεζα Γης και Κατοικίας
Η απάντηση δεν μπορεί να είναι αποσπασματική ή επιδοματική. Χρειάζεται ένα νέο, καινοτόμο θεσμικό εργαλείο: η Κοινωνική Τράπεζα Γης και Κατοικίας.
Πρόκειται για έναν δημόσιο-κοινωνικό φορέα που θα λειτουργεί ως κόμβος συνεργασίας μεταξύ κράτους, Δήμων, κοινωνικών εταίρων και πολιτών. Αποστολή του θα είναι να χαρτογραφήσει, ανακαινίσει και διαθέσει ανενεργά ή υποαξιοποιημένα ακίνητα σε προσιτές τιμές ενοικίασης.
Η Τράπεζα θα μπορούσε να:
-
αξιοποιεί δημόσια και δημοτική γη,
-
δέχεται εθελοντική παραχώρηση ιδιωτικών ακινήτων με φορολογικά κίνητρα,
-
προωθεί συνεταιριστικά σχήματα κατοικίας, όπου οι ενοικιαστές είναι και συνδιαχειριστές,
-
χρησιμοποιεί ευρωπαϊκούς πόρους για ενεργειακές ανακαινίσεις και έξυπνες τεχνολογίες σπιτιού,
-
λειτουργεί με ψηφιακή διαφάνεια, ώστε κάθε πολίτης να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες και αιτήσεις.
Μια τέτοια πρωτοβουλία δεν είναι ουτοπία. Είναι δημιουργική επαναξιοποίηση της υπάρχουσας περιουσίας και επένδυση στην κοινωνική σταθερότητα.
Οι Δήμοι και οι κοινωνικοί εταίροι ως πυλώνες της αλλαγής
Οι Δήμοι μπορούν να αποτελέσουν το εργαστήριο εφαρμογής της νέας πολιτικής. Διαθέτουν ανενεργά κτίρια, τεχνικές υπηρεσίες και γνώση των τοπικών αναγκών. Μπορούν να δημιουργήσουν Δημοτικά Κέντρα Στέγασης, να συνεργαστούν με την Κοινωνική Τράπεζα και να συνδέσουν τη στέγη με την πρόνοια, την εκπαίδευση και την απασχόληση.
Ταυτόχρονα, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων και οι εργοδοτικές ενώσεις μπορούν να λειτουργήσουν ως κοινωνικοί συμπαραγωγοί της λύσης. Η στέγαση δεν είναι μόνο κοινωνικό, αλλά και παραγωγικό ζήτημα: χωρίς σταθερό σπίτι, δεν υπάρχει σταθερός εργαζόμενος ούτε βιώσιμη επιχείρηση.
Ένα Κοινωνικό Συμβούλιο Στέγασης, με εκπροσώπους κράτους, αυτοδιοίκησης, εργαζομένων και εργοδοτών, θα μπορούσε να χαράσσει στρατηγική, να παρακολουθεί δείκτες, να ενθαρρύνει συλλογικές συμβάσεις με πρόνοιες στέγασης, ακόμη και εταιρικά προγράμματα κατοικίας για εργαζόμενους σε κρίσιμους τομείς.
Διεθνή παραδείγματα και ελληνικές δυνατότητες
Η Βιέννη είναι το κλασικό υπόδειγμα: πάνω από το 60% των κατοίκων ζουν σε δημοτικά ή συνεταιριστικά διαμερίσματα, με ενοίκια έως 40% χαμηλότερα από της αγοράς.
Στη Ζυρίχη, οι συνεταιρισμοί κατοικίας προσφέρουν όχι μόνο στέγη, αλλά και κοινότητες ζωής, με ενεργειακή αυτάρκεια και κοινωνική συμμετοχή.
Η Βαρκελώνη, μέσα από το πρόγραμμα Right to Housing, μετατρέπει άδεια κτίρια σε κατοικίες για ευάλωτα νοικοκυριά, με συμμετοχή των πολιτών στον σχεδιασμό.
Αυτά τα παραδείγματα δείχνουν ότι η κοινωνική κατοικία δεν είναι κρατισμός, είναι σύγχρονη, βιώσιμη καινοτομία.
Η Ελλάδα διαθέτει τα εφόδια να προχωρήσει σε ένα δικό της μοντέλο: με συνδυασμό δημοτικής δράσης, συνεταιρισμών πολιτών, εργοδοτικής συμμετοχής και ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων. Το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι χιλιάδες νέα προσιτά σπίτια, αναβίωση των γειτονιών και ανακούφιση της αγοράς ενοικίων.
Μια νέα κοινωνική συμφωνία για τη στέγη
Η στέγη δεν μπορεί να είναι μέσο πλουτισμού των λίγων εις βάρος της ασφάλειας των πολλών. Πρέπει να γίνει ξανά χώρος ζωής, ασφάλειας και δημιουργίας.
Η κρίση στέγης δεν θα λυθεί με αποσπασματικές παρεμβάσεις, αλλά με μια νέα κοινωνική συμφωνία που θα ενώσει κράτος, Δήμους, εργοδότες και εργαζόμενους γύρω από τον κοινό στόχο:
να εξασφαλιστεί ότι κανένας άνθρωπος δεν μένει χωρίς ένα αξιοπρεπές σπίτι.
Αν κάτι ορίζει την πρόοδο μιας κοινωνίας, δεν είναι τα ύψη των κτιρίων της, αλλά το αν όλοι έχουν έναν τόπο να ζουν με αξιοπρέπεια.
Κι αυτό είναι το στοίχημα της εποχής μας.