Αμερικανική οικονομία: Τρεις υπερβολές αυτή τη στιγμή

Toυ Ernie Tedeschi

Μερικές φορές υπάρχουν οικονομικά αφηγήματα που δεν αξίζουν να απομυθοποιηθούν -έχουν αρκετή δόση αλήθειας- αλλά απαιτούν ένα κατάλληλο επίπεδο σκεπτικισμού. Τρεις τέτοια αφηγήματα είναι ευρέως διαδεδομένα σήμερα.

Το πρώτο είναι ότι η τεχνητή νοημοσύνη οδηγεί σε αύξηση του ΑΕΠ των ΗΠΑ. Το δεύτερο ότι η τεχνητή νοημοσύνη αποδυναμώνει την αγορά εργασίας. Και το τρίτο είναι ότι η πρόσφατη αύξηση των καταναλωτικών δαπανών προέρχεται κυρίως από τα υψηλά εισοδήματα. Κανένα από αυτά τα αφηγήματα δεν είναι ψευδές, αλλά όλα εμπεριέχουν αρκετές αβέβαιες παραμέτρους, οπότε πρέπει να είμαστε προσεκτικοί πώς τα ερμηνεύουμε και ακριβείς στο τι γνωρίζουμε και τι όχι.

Όσον αφορά το ΑΕΠ, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι επενδύσεις στην τεχνητή νοημοσύνη έχουν αυξηθεί σημαντικά. Στο τέλος του 2021, οι επιχειρήσεις επένδυσαν 1 τρισ. δολάρια, σε ετήσια βάση, σε λογισμικό, εξοπλισμό πληροφορικής και κέντρα δεδομένων. Μέχρι το δεύτερο τρίμηνο του 2025, το ποσό αυτό είχε φτάσει τα 1,4 τρισ. δολάρια, σημειώνοντας αύξηση 40% σε 4 χρόνια.

Υπάρχει όμως μια κρίσιμη λεπτομέρεια: ένα σημαντικό μέρος αυτών των επενδύσεων στην τεχνητή νοημοσύνη είναι εισαγόμενο, και αυτό σημαίνει ότι η συνεισφορά των επενδύσεων σε ΑΙ στην αύξηση του ΑΕΠ δεν είναι τόσο μεγάλη όσο φαίνεται (διότι το ΑΕΠ αποτελεί μέτρο της αξίας που παράγεται εντός των συνόρων των ΗΠΑ).

Η τελική συμβολή των εισαγωγών σε πραγματικό χρόνο δεν μπορεί να καταγραφεί με απόλυτη βεβαιότητα, αλλά τα περιστασιακά στοιχεία είναι ισχυρά. Από τις αρχές του 2024, οι συνολικές εισαγωγές εξοπλισμού και λογισμικού πληροφορικής αυξήθηκαν κατά 189 δισ. δολάρια σε ετήσια βάση, ενώ οι εγχώριες επιχειρηματικές επενδύσεις σε αυτές τις κατηγορίες αυξήθηκαν κατά 172 δισ. δολάρια και οι καταναλωτικές δαπάνες μόλις κατά 29 δισ. δολάρια.

Αυτό καταδεικνύει ότι μεγάλο μέρος της «έκρηξης» των επενδύσεων στην τεχνητή νοημοσύνη τροφοδοτήθηκε από το εξωτερικό.

Φυσικά, δεν είναι απαταιτήτως κακό να εισάγουν οι εταιρείες εξοπλισμό που τους επιτρέπει να επεκταθούν εδώ στις ΗΠΑ -το αντίθετο μάλιστα-, αλλά αυτό επηρεάζει τον υπολογισμό του ΑΕΠ.

Χωρίς να αφαιρεθεί ο αντίκτυπος των εισαγωγών, τα προϊόντα που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη -λογισμικό, εξοπλισμός πληροφορικής και κέντρα δεδομένων- αντιπροσώπευαν 1,3 ποσοστιαίες μονάδες στην ετήσια πραγματική αύξηση του ΑΕΠ έναντι 1,6% κατά το πρώτο εξάμηνο του 2025 σε επίπεδο καταναλωτικών δαπανών, επιχειρηματικών επενδύσεων και εξαγωγών, ποσοστό εντυπωσιακό. Ωστόσο, αν αφαιρεθεί η αύξηση των εισαγωγών που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη, η συνεισφορά αυτή μειώνεται σε 0,5 ποσοστιαίες μονάδες.

Το ποσοστό παραμένει εντυπωσιακό, αλλά όχι τόσο όσο φαίνεται σε μια πρώτη ματιά. Για να γίνει αντιληπτό τι σημαίνει αυτό το 0,5%, αντιστοιχεί περίπου στο μέγεθος της αρνητικής επίδρασης στην ανάπτυξη του 2025 που αναμένει το Yale Budget Lab από τους δασμούς.

Το δεύτερο αφήγημα υποστηρίζει ότι η τεχνητή νοημοσύνη οδηγεί σε αύξηση των ποσοστών ανεργίας, ιδίως μεταξύ των νέων αποφοίτων πανεπιστημίου. Πρόσφατες έρευνες έχουν διαπιστώσει σημαντικές επιπτώσεις της τεχνητής νοημοσύνης στις νέες προσλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες για εργαζομένους που βρίσκονται στην αρχή της καριέρας τους σε επαγγέλματα με υψηλή «έκθεση» στην τεχνητή νοημοσύνη καταγράφεται πράγματι μείωση της απασχόλησης, ενώ για πιο έμπειρους εργαζομένους στους ίδιους τομείς έχει διατηρηθεί ή αυξηθεί το ποσοστό απασχόλησής τους.

Ωστόσο, η εικόνα των στοιχείων δεν είναι ενιαία. Η συνάδελφός μου στο Budget Lab, Martha Gimbel και οι συνάδελφοί της διαπίστωσαν πρόσφατα, για παράδειγμα, ότι οι αλλαγές στην σύνθεση των επαγγελμάτων από το 2022 είναι ανάλογες με προηγούμενες τεχνολογικές μεταβάσεις, όπως η διείσδυση των προσωπικών υπολογιστών ή του διαδικτύου.

Διαπίστωσαν επίσης ότι ούτε το ποσοστό των εργαζομένων σε επαγγέλματα με υψηλή έκθεση στην τεχνητή νοημοσύνη ούτε η διάρκεια της ανεργίας τους έχουν μεταβληθεί ουσιαστικά από τότε που η τεχνητή νοημοσύνη άρχισε να αποκτά σημαίνοντα ρόλο.

Επιπλέον, είναι σαφές ότι, ακόμη και αν η τεχνητή νοημοσύνη επηρεάζει την αγορά εργασίας, δεν είναι η μόνη αιτία. Ο 12μηνος κινητός μέσος όρος των ποσοστών ανεργίας διαμορφώθηκε στο χαμηλότερο σημείο του τον Ιούνιο του 2023, στο 3,5% – έκτοτε, έχει αυξηθεί κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες.

Οι μεγαλύτερες αυξήσεις στα ποσοστά ανεργίας καταγράφονται τόσο στα επαγγέλματα με τη μεγαλύτερη όσο και με τη μικρότερη έκθεση στην αυτοματοποίηση από την τεχνητή νοημοσύνη. Αυτό υποδηλώνει ότι, ακόμη και αν η τεχνητή νοημοσύνη ευθύνεται πράγματι για την πρόσφατη επιβράδυνση της αγοράς εργασίας, δεν είναι η μόνη αιτία. Είναι πιθανό οι νέες προσλήψεις να πλήττονται δυσανάλογα αυτή τη στιγμή, απλώς και μόνο επειδή είναι συνήθως οι πρώτες που υφίστανται την πίεση κάθε φορά εμφανίζονται ρωγμές στην αγορά εργασίας.

Επίσης υπάρχει ανησυχία ότι η αμερικανική ανάπτυξη είναι τύπου «σχήματος Κ», όπου οι καταναλωτές με υψηλότερα εισοδήματα τροφοδοτούν κατά κύριο λόγο την οικονομική ανάπτυξη, ενώ τα νοικοκυριά με χαμηλότερα εισοδήματα αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Αυτή η ανησυχία δεν είναι αβάσιμη. Εάν η αγορά εργασίας όντως επιβραδύνεται, οι εργαζόμενοι των χαμηλών εισοδημάτων είναι οι αυτοί που πλήττονται πρώτοι.

Ωστόσο, θα συνιστούσα εξαιρετική προσοχή όσον αφορά τις εκτιμήσεις για την κατανομή των καταναλωτικών δαπανών, ειδικά όταν προέρχονται από μεμονωμένες ιδιωτικές πηγές. Ενώ η κυβέρνηση δημοσιεύει κάθε μήνα αξιόπιστα συνολικά στοιχεία για τις καταναλωτικές δαπάνες, τα αξιόπιστα στοιχεία για τις δαπάνες, με τις απαραίτητες λεπτομέρειες ανά εισοδηματική ομάδα και η επικύρωση των ιδιωτικών δεδομένων, συχνά καθυστερούν κατά χρόνια.

Τα δεδομένα που διαθέτουμε μέχρι στιγμής περιπλέκουν αυτό το αφήγημα. Τα δεδομένα του Γραφείου Οικονομικής Ανάλυσης έως το 2023 δείχνουν ότι τα φτωχότερα νοικοκυριά αντιπροσώπευαν το 9% των καταναλωτικών δαπανών – το υψηλότερο ποσοστό από την εποχή της πανδημίας.

Η Έρευνα Προσδοκιών των Καταναλωτών της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Νέας Υόρκης δείχνει ότι τα νοικοκυριά με εισόδημα κάτω των 50.000 δολαρίων, εκείνα με εισόδημα από 50.000 έως 100.000 δολάρια και εκείνα με εισόδημα άνω των 100.000 δολαρίων ανέφεραν παρόμοιες αυξήσεις στις δαπάνες τους -περίπου 4%- κατά τη διάρκεια των 12 μηνών μέχρι τον Αύγουστο του 2025.

Επιπλέον, αν και οι καταναλωτικές δαπάνες δεν αντιπροσωπεύουν τους μισθούς, συσχετίζονται σε μεγάλο βαθμό. Ενώ οι πληθωριστικά προσαρμοσμένοι εβδομαδιαίοι μισθοί στο 10ο εκατοστημόριο, υπολείπονται κάπως των εργαζομένων με υψηλότερους μισθούς, εξακολουθούν να έχουν αυξηθεί κατά περίπου 2% τα τελευταία δύο χρόνια. Επιπλέον, το μερίδιο του κατώτερου πέμπτου των συνολικών εβδομαδιαίων μισθών έχει στην πραγματικότητα αυξηθεί τα τελευταία δύο χρόνια, ενώ το μερίδιο του ανώτερου πέμπτου έχει μειωθεί.

Και πάλι, κανένα από αυτά τα αφηγήματα δεν είναι λάθος. Καθένα από αυτά περιέχει ψήγματα αλήθειας αλλά και αστερίσκους, και αποχρώσεις που δεν ταιριάζουν στους τίτλους των εφημερίδων. Η αμερικανική οικονομία βρίσκεται σε φάση αλλαγών και αβεβαιότητας και καμία απλοϊκή εξήγηση δεν αρκεί.

Πηγή: skai.gr


Πηγή

ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

ΚΟΙΝΩΝΙΑ