Με μια ανάρτηση του στα social media ο γνωστός συνδικαλιστής της ΓΣΕΕ και Γραμματέας Τύπου, ενημερώνει τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα ότι είναι ιδιαιτέρως ριψοκίνδυνο να αρνηθεί κανείς να εκτελέσει εντολή ελέγχου πιστοποιητικών στην είσοδο ενός καταστήματος, μετά από εντολή του εργοδότη. Κι αυτό διότι όπως ο ίδιος εξηγεί, κυρίως οι εργαζόμενοι στα μικρά εμπορικά καταστήματα και τους χώρους εστίασης δεν προστατεύονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή κανονισμούς που έχουν συναφθεί μεταξύ συνδικαλιστικών οργανώσεων εργοδοτών και εργαζομένων. Μάλιστα, ο κ. Καραγεωργόπουλος στρέφεται και κατά κάποιων δικηγορικών γραφείων τα οποία παρασύρουν τους εργαζόμενους σε επικίνδυνα μονοπάτια προκειμένου να επέλθει ρήξη με τους εργοδότες τους και να αυξηθεί το πελατολόγιο των δικών τους γραφείων.
Διαβάστε παρακάτω τη σχετική ανάρτηση του κ. Καραγεωργόπουλου:
“Διαβάζω δημόσιες γνώμες δικηγόρων εργατολόγων γύρω από τη μη υποχρέωση υπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα να διενεργούν ελέγχους για ράπιντ τεστ και πιστοποιητικά εμβολιασμού, σε εισερχόμενους πελάτες, στην είσοδο των καταστημάτων. Κάποιοι δε απ’ αυτούς χρησιμοποιούν «τέρμα ρητορική» του αντιεμβολιαστικού κινήματος, ενώ οι πλέον σοβαροί περιορίζονται σε αναφορές στους όρους κανονισμών εργασίας, συλλογικών και ατομικών συμβάσεων. Κάποιοι άλλοι, πιο προχωρημένοι, διανθίζουν την επιχειρηματολογία τους και με ολίγον GDPR (προσωπικά δεδομένα).
Ένας από αυτούς τους δικηγόρους, μιλώντας σε περιφερειακό ραδιόφωνο κάλεσε σε άρνηση εκτέλεσης εντολής όσους εργαζόμενους επιφορτιστούν με τέτοιο καθήκον από τον εργοδότη τους. Σοβαρά τώρα;
Πραγματικά τις τελευταίες ημέρες έχουν «σπάσει» τα τηλέφωνα στο Σύλλογο Ιδιωτικών Υπαλλήλων «Η ΕΝΩΣΗ», από εργαζόμενους μικρών εμπορομάγαζων που μας ρωτούν αν έχουν δικαίωμα να αρνηθούν. Εκεί τους έβαλε τώρα. Λύσαμε τις απλήρωτες υπερωρίες, τα απλήρωτα ρεπό, την υποδηλωμένη και υποαμειβόμενη εργασία, τις άδειες που δεν τους χορηγούνται και πιάσαμε τώρα να λύσουμε και τα ζητήματα δημόσιας υγείας!
Καταρχάς, ας δούμε ποιοι δικηγόροι λένε τι και για ποιο λόγο. Ένα μεγάλο μέρος αυτών των δικηγόρων εκπροσωπούν συμφέροντα του τραπεζιτικού κλάδου. Είτε των συναδέλφων τραπεζοϋπαλλήλων, είτε και ορισμένων τραπεζών. Είναι κακό αυτό; Εκ πρώτης άποψης όχι. Εκεί όμως έγκειται το πρόβλημα. Ακριβώς στην πρόσφατη απόφαση των τραπεζών να μην ξοδέψουν χρήματα για να προσλάβουν επαγγελματίες σεκιούριτυ που θα διεκπεραιώνουν αυτή την υποχρέωση.
Δικαίως λοιπόν διαμαρτύρονται οι συνάδελφοι και συναδέλφισσες τραπεζοϋπάλληλοι για το γεγονός ότι κόντρα στην θεσμοθετημένη εξειδίκευσή τους, οι τράπεζες αναθέτουν στους τραπεζοϋπαλλήλους ρόλο υπαλλήλου ασφαλείας. Στις τράπεζες όμως υπάρχουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας και θεσμοθετημένα δικαιώματα δεκαετιών, που μπορούν να τα υπερασπίσουν τα πανίσχυρα συλλογικά τους υποκείμενα. Και το κάνουν με επιτυχία και μπράβο τους.
Αυτό όμως που κατά την άποψή μου είναι εξοργιστικό είναι ό,τι κάποια δικηγορικά γραφεία εκμεταλλεύονται την περίσταση και γενικεύοντας το πρόβλημα των τραπεζών σε πρόβλημα ολόκληρου του ιδιωτικού τομέα, καθοδηγούν έμμεσα ή άμεσα υπαλλήλους μικρών καταστημάτων εστίασης και εμπορίου σε πλήρη ρήξη με τους μικρομεσαίους και εν τέλει σε δικαστικές περιπέτειες και διενέξεις. Και αναφέρομαι σε μικρές επιχειρήσεις εστίασης και εμπορίου διότι όλες οι μεγάλες επιχειρήσεις του λιανεμπορίου και τα πολυκαταστήματα έχουν ούτως ή άλλως προσλάβει εταιρείες σεκιούριτυ από την πρώτη μέρα της πανδημικής κρίσης. Και επωμίστηκαν ένα τέτοιο κόστος σχεδόν αδιαμαρτύρητα. Τα δε μικρά συνοικιακά καταστήματα εξυπηρετούνται μέσω των υφιστάμενων υπαλλήλων, είτε αυτοεξυπηρετούνται από τους ίδιους τους ιδιοκτήτες. Δεν έχουν τη δυνατότητα να προσλάβουν και εταιρεία σεκιούριτυ.
Τυχόν άρνηση λοιπόν εκτέλεσης εντολής του εργοδότη, στον σκληρό ιδιωτικό τομέα, σε ένα περιβάλλον χαμηλής συνδικαλιστικής εκπροσώπησης και πολυδιασποράς του υπαλληλικού προσωπικού σε πολλές και μικρές επιχειρήσεις, σημαίνει απόλυση του εργαζομένου. Και μάλιστα δίχως τις περισσότερες φορές να υπάρχει μια πανίσχυρη συνδικαλιστική οργάνωση να τον υπερασπιστεί στην επιθεώρηση εργασίας και στο δικαστήριο. Και με ελάχιστες πιθανότητες να δικαιωθεί δικαστικώς, αφού σε αυτές τις μικρές επιχειρήσεις ούτε σ.σ.ε υπάρχουν, ούτε κανονισμοί εργασίας συμφωνημένοι και προστατευτικοί για τους εργαζόμενους.
Κατά συνέπεια, αυτές οι «πονηράδες» των συγκεκριμένων γραφείων, παρασύρουν τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες του ιδιωτικού τομέα σε αντιδικίες μέσα στους χώρους εργασίας, με τελικό «προορισμό» και των δυο πλευρών (εργαζομένων – εργοδοτών)…τα δικηγορικά γραφεία των πρώτων. Κι αυτό είναι κάτι που χρειάζεται μεγάλη προσοχή απ’ όλες και όλους.
Η αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων επιβάλλεται να είναι συλλογική μέσα από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Ζητούμενο και διεκδίκηση πρέπει να είναι η υπογραφή συλλογικών συμβάσεων εργασίας παντού στον ιδιωτικό τομέα. Να ρυθμίσουμε συλλογικά όρους αμοιβής και εργασίας. Μόνο έτσι υπερασπιζόμαστε το δικαιωματικό μας πλαίσιο”.