Με προσφυγή της στο ΣτΕ η διοίκηση του ΑΠΘ ζητάει να ακυρωθούν οι μετεγγραφές του προηγούμενου έτους, από τμήματα πρώην ΤΕΙ σε τμήματα του Αριστοτελείου επειδή, όπως λέει το σκεπτικό της, θα υπάρξει ζήτημα αντισυνταγματικότητας, αξιοκρατίας και «ποιοτικής αλλοίωσης» επιπέδου φοιτητών και σπουδών. Προφανώς η διοίκηση δεν θίγεται με τους φοιτητές που έχει δεχτεί από πανεπιστημιακά τμήματα χαμηλής βάσης. Κίνδυνος να ακυρωθούν εκατοντάδες μετεγγραφές. Σήμερα συγκαλείται έκτακτη σύνοδος, η οποία αναμένεται ν’ ασχοληθεί εκτενώς με το θέμα.
Mεγάλο κίνδυνο να ακυρωθούν εκατοντάδες μετεγγραφές προκαλεί η προσφυγή στο ΣτΕ από το ΑΠΘ εναντίον του υπουργείου Παιδείας. Σύμφωνα με πληροφορίες, η νυν διοίκηση του Πανεπιστημίου προσβάλλει αποφάσεις μετεγγραφών του προηγούμενου έτους, από τμήματα πρώην ΤΕΙ σε τμήματα του Αριστοτελείου, θέτοντας ζήτημα αντισυνταγματικότητας, αξιοκρατίας, «ποιοτικής αλλοίωσης» επιπέδου φοιτητών και σπουδών, ακόμα και «ταπείνωσης» των τελευταίων στο ΑΠΘ.
Σήμερα συγκαλείται έκτακτη σύνοδος, η οποία αναμένεται ν’ ασχοληθεί εκτενώς με το θέμα το οποίο α) αφενός υπονομεύει τη σύσταση του ακαδημαϊκού χάρτη ως έχει αυτή τη στιγμή –μετά την αναδιάταξη Γαβρόγλου με τις συνέργειες ΤΕΙ–Πανεπιστημίων, και β) αφετέρου απειλεί με ακύρωση όλες τις μετεγγραφές που έγιναν πέρυσι, δηλαδή το ακαδημαϊκό έτος 2019-2020. Παράλληλα ανοίγει τον ασκό του Αιόλου καθώς τίθεται και ζήτημα άνισης μεταχείρισης αφού για το μεν έτος 2019-2020 η απαραίτητη αντιστοίχηση μεταξύ των ανώτατων ιδρυμάτων συμπεριέλαβε τα «πανεπιστημιοποιημένα ΤΕΙ» (όπως χαρακτηρίζονται στην προσφυγή), ενώ για το επόμενο έτος 2020-2021 αποφασίστηκε ο αποκλεισμός αυτών. Σύμφωνα με απόφαση επί Κεραμέως, τον Ιούλιο του 2020, έγινε διαχωρισμός ανάμεσα σε τμήματα πρώην ΤΕΙ και τμήματα που προϋπήρχαν ως πανεπιστημιακά.
Στην προσφυγή προς το ΣτΕ που έγινε τον περασμένο Δεκέμβριο (7/12/2020), η διοίκηση του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου στρέφεται κατά του «Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται νόμιμα από τον υπουργό Παιδείας, Ερευνας και Θρησκευμάτων» και ζητεί συγκεκριμένα την ακύρωση αποφάσεων από τον πρώην (αρμόδιο) υφυπουργό Παιδείας Βασίλη Διγαλάκη με θέμα την «Κύρωση ονομαστικών πινάκων ανά Σχολή ή Τμήμα, ακαδ. έτους 2019-2020, επιτυχόντων μετεγγραφής» καθώς και τη «Διαβίβαση ονομαστικών πινάκων αιτούντων μετεγγραφή ακαδ. έτους 2019-2020». Πρόκειται για αποφάσεις της 14ης/11/2019, της 18ης/11/2019 αντιστοίχως καθώς και «κάθε άλλης συναφούς, προηγούμενης ή επόμενης, πράξης ή παράλειψης».
Όπως αναφέρεται στην προσφυγή, «Προσβάλλουμε με την παρούσα τις αποφάσεις μετεγγραφών στο Πανεπιστήμιό μας φοιτητών οι οποίοι προέρχονται από άλλοτε ΤΕΙ, που μετατράπηκαν σε Πανεπιστήμια, λόγω παράβασης των άρ. 16 του Συντάγματος και της συνταγματικής αρχής της αξιοκρατίας». Η διοίκηση του ΑΠΘ, αναφερόμενη στις συγχωνεύσεις ΤΕΙ-Πανεπιστημίων που έγιναν το 2018-2019 επί υπουργίας Κώστα Γαβρόγλου, μιλά για «πανεπιστημιοποίηση των ΤΕΙ» μέσω των τεσσάρων σχετικών νόμων, ήτοι «Ιδρυση του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής και άλλες διατάξεις» (συνένωση ΤΕΙ Αθήνας και Πειραιά), «Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιόνιο Πανεπιστήμιο και άλλες διατάξεις» (ένταξη ΤΕΙ Ηπείρου και ΤΕΙ Ιονίων Νήσων στα αντίστοιχα Πανεπιστήμια), «Συνέργειες ΕΚΠΑ, Γεωπονικού, Παν. Θεσσαλίας και ΤΕΙ Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας κ.ά.» και, τέλος, «Συνέργειες Πανεπιστημίων και ΤΕΙ κ.ά.».
«Εθίγη εκτενώς»
Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ επισημαίνεται πως «Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ήταν από τα λίγα πανεπιστημιακά Ιδρύματα της χώρας που δεν υποχρεώθηκαν να υποδεχθούν στους κόλπους τους πανεπιστημιοποιημένα τμήματα ΤΕΙ», παρ’ όλα αυτά θεωρείται ότι «εθίγη εκτενώς λόγω της πανεπιστημιοποίησης των ΤΕΙ καθώς υποχρεώθηκε να δεχθεί λόγω μετεγγραφής, δυνάμει αποφάσεων της κεντρικής διοίκησης, φοιτητές των άλλοτε ΤΕΙ».
Και εξηγεί: «Με τον τρόπο αυτό αλλοιώθηκε ποιοτικά επί τα χείρω το επίπεδο των φοιτητών του και επομένως των σπουδών του, σε αντίθεση με τις επιταγές του άρ. 16 (ιδίως παρ. 1,5,6, και 70 Συντ.), το οποίο έχει διαφυλάξει στα ΑΕΙ την παροχή υψηλού επιπέδου σπουδών, διακρίνοντας την τεχνολογική από τη λοιπή ανώτατη εκπαίδευση τόσο κατ’ αντικείμενο όσο και κατά την ποιότητα των σπουδών, στοιχεία που ανάγονται στον κύκλο της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της αυτοδιοίκησης των Πανεπιστημίων».
Στο σκεπτικό της προσφυγής προστίθεται και η δυσαναλογία της βάσης εισαγωγής σε τμήματα άλλοτε ΤΕΙ και της βάσης τμημάτων του ΑΠΘ που κρίθηκαν αντίστοιχα. Δηλαδή, το χρόνιο αυτό φαινόμενο που ουδέποτε θίχτηκε ανοιχτά ξαφνικά αναγνωρίζεται ως αιτία παραβίασης της αρχής της αξιοκρατίας και το ΑΠΘ βρίσκει έννομο συμφέρον να την προβάλει «καθώς βάσει αυτής καθορίζεται η ποιότητα των φοιτητών του». Λέει: «Η έλλειψη με τον τρόπο αυτό υψηλού επιπέδου φοιτητών και η ταπείνωση του επιπέδου σπουδών θίγει επιπλέον και την ακαδημαϊκή ελευθερία των μελών ΔΕΠ του Πανεπιστημίου μας».
Εν ολίγοις, το ΑΠΘ θέλει να ξεφορτωθεί όσους νέους φοιτητές πήρε εκ μετεγγραφής από τμήματα πρώην ΤΕΙ. Προφανώς, δεν θίγεται αν έχει δεχθεί φοιτητές από πανεπιστημιακά τμήματα χαμηλής βάσης διότι σημασία -φαίνεται ότι- έχει ο χαρακτηρισμός. Είναι άπειρα τα παραδείγματα μετεγγραφών από χαμηλόβαθμα πανεπιστημιακά τμήματα σε άλλα υψηλότερα. Επί χρόνια ήταν το κοινό μυστικό για τους εκάστοτε υποψηφίους πανελλαδικών.
Απλώς, η υπερσυγκέντρωση στα κεντρικά ιδρύματα οδήγησε σε πολύ αυστηρότερα συστήματα μετεγγραφής και μειώθηκε το φαινόμενο. Οχι όμως και από ΤΕΙ (!) θα σκέφτηκε η ταπεινωμένη διοίκηση του ΑΠΘ η οποία δεν ενδιαφέρεται ούτε για το μεγάλο μπάχαλο που θα προκαλέσει σε όλη την κοινότητα ούτε για το αυτονόητο, δηλαδή το γεγονός ότι, είτε πρώην είτε ξεπρώην ΤΕΙ, βάσει του νόμου είναι πανεπιστημιακά. Η συγκεκριμένη προσφυγή αφορά μετεγγραφές φοιτητών στο ΑΠΘ από τμήματα των: Γεωπονικού, Διεθνούς Πανεπιστημίου, Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Ιωαννίνων, Πατρών.