Η μεγάλη (αυτ)απάτη της επαγγελματικής κατάρτισης: Επιδοτούμενη ή μη, δεν κάνει τη διαφορά

Αντί να αναπτύσσουμε ικανά στελέχη, έχουμε γεμίσει με «καταρτισμένους» ανέργους, που το μόνο που έχουν αποκομίσει είναι ένα ακόμα PDF στο email τους.

Του Δημήτρη Καραγεωργόπουλου
Μέλους Διοίκησης ΓΣΕΕ

Στην Ελλάδα, εδώ και χρόνια, ακούμε για «προγράμματα κατάρτισης» που υποτίθεται ότι αναβαθμίζουν τις δεξιότητες των εργαζομένων και των ανέργων. Κάθε τόσο ανακοινώνονται νέα επιδοτούμενα σεμινάρια, vouchers, πιστοποιήσεις και εξειδικεύσεις. Στην πραγματικότητα, όμως, η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των προγραμμάτων είναι απολύτως άχρηστη.

Είτε πρόκειται για επιδοτούμενα σεμινάρια με vouchers είτε για ακριβά ιδιωτικά προγράμματα, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: ψεύτικες υποσχέσεις, ανούσιες πιστοποιήσεις και μηδενική επαγγελματική αξία. Σεμινάρια που παραδίδονται από «εκπαιδευτικούς οργανισμούς» που ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια, αρκεί να πληρούν τις προϋποθέσεις για να απορροφήσουν κονδύλια. Σεμινάρια που είτε είναι τόσο γενικόλογα και επιφανειακά ώστε να μην προσφέρουν τίποτα, είτε επαναλαμβάνουν ξεπερασμένες πρακτικές που καμία σοβαρή επιχείρηση δεν χρησιμοποιεί πλέον.

Οι συμμετέχοντες, στην καλύτερη περίπτωση, παρακολουθούν ανούσια webinars ή τυποποιημένα βιντεοσκοπημένα μαθήματα, χωρίς πρακτική εφαρμογή και πραγματική αλληλεπίδραση. Στη χειρότερη, απλώς παίρνουν μια “πιστοποίηση” που δεν έχει καμία βαρύτητα στην αγορά εργασίας.

Και δεν μιλάμε μόνο για τα επιδοτούμενα προγράμματα. Ακόμα και οι ιδιωτικές σχολές και φορείς που προσφέρουν κατάρτιση επί πληρωμή δεν διαφέρουν πολύ. Το μοντέλο τους βασίζεται στο να πουλήσουν «εκπαίδευση», ανεξάρτητα από το αν αυτή έχει αντίκρισμα. Υποσχέσεις για «επαγγελματικές προοπτικές», «σύγχρονες δεξιότητες» και «πιστοποιήσεις αναγνωρισμένες από την αγορά», που όμως στην πράξη σπάνια μεταφράζονται σε πραγματικές ευκαιρίες εργασίας.

Το αποτέλεσμα; Χιλιάδες άνθρωποι ξοδεύουν χρόνο και χρήμα (ή απλώς «καταναλώνουν» κοινοτικά κονδύλια) για να αποκτήσουν μια κατάρτιση που δεν τους προσφέρει τίποτα ουσιαστικό. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο στην ποσότητα, αλλά κυρίως στην ποιότητα. Αντί να δημιουργούνται προγράμματα που απαντούν στις ανάγκες της αγοράς και δίνουν πραγματικές δεξιότητες, έχουμε μια βιομηχανία πιστοποιήσεων χωρίς περιεχόμενο.

Αλλά η αγορά εργασίας δεν ενδιαφέρεται για χαρτιά. Ενδιαφέρεται για δεξιότητες, για εμπειρία, για πραγματική εξειδίκευση. Και αυτά δεν αποκτώνται μέσα από πρόχειρα διαδικτυακά βίντεο ή τυποποιημένες διαλέξεις. Αντί να αναπτύσσουμε ικανά στελέχη, έχουμε γεμίσει με «καταρτισμένους» ανέργους, που το μόνο που έχουν αποκομίσει είναι ένα ακόμα PDF στο email τους.

Το χειρότερο; Αυτό το σύστημα έχει γίνει αποδεκτό από όλους. Οι διοργανωτές συνεχίζουν ανενόχλητοι, οι πολιτικοί το παρουσιάζουν ως «επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό», και οι καταρτιζόμενοι συμμετέχουν είτε για να πάρουν κάποιο χαρτζιλίκι (στις επιδοτούμενες περιπτώσεις) είτε επειδή πέφτουν θύματα της ψευδαίσθησης ότι μια ακόμα πιστοποίηση θα κάνει τη διαφορά.

Ας το πούμε ξεκάθαρα: Η συντριπτική πλειοψηφία των προγραμμάτων κατάρτισης στην Ελλάδα – επιδοτούμενων και μη – είναι μια καλοστημένη φούσκα που ανακυκλώνει κοινοτικά κονδύλια, χρεώνει ανυποψίαστους εκπαιδευόμενους και δεν προσφέρει τίποτα απολύτως στην πραγματική αγορά εργασίας.

Αυτό το χάλι πρέπει να τελειώσει. Απαιτείται αυστηρός έλεγχος στην ποιότητα της κατάρτισης, διασύνδεση με τις πραγματικές ανάγκες των επιχειρήσεων και, πάνω απ’ όλα, αλλαγή νοοτροπίας. Όσο συνεχίζουμε να αντιμετωπίζουμε την εκπαίδευση σαν μπίζνα επιδοτήσεων και όχι σαν εργαλείο ανάπτυξης, θα συνεχίζουμε να παράγουμε ανειδίκευτους εργαζόμενους με… «πιστοποιήσεις».

Η λύση; Αυστηρότερος έλεγχος στα προγράμματα, σύνδεση της κατάρτισης με πραγματικές επαγγελματικές απαιτήσεις και, κυρίως, απαλλαγή από την ψευδαίσθηση ότι κάθε «σεμινάριο» σημαίνει και γνώση. Διαφορετικά, το μόνο που θα καταφέρνουμε είναι να παράγουμε περισσότερα χαρτιά και λιγότερες ικανότητες.

 

Leave a Reply