Η συλλογικότητα αποτελεί μια θεμελιώδη αρχή, υπέχουσα σημαντικό ρόλο σε διάφορους τομείς της ανθρώπινης ζωής και της κοινωνίας. Υπερβαίνει την απλή έννοια της συνεργασίας και συνιστά μια ισχυρή δύναμη, ικανή να επιφέρει θετικές αλλαγές σε πολλά επίπεδα. Μέσω της κοινότητας και της αλληλεγγύης, οι άνθρωποι μπορούν να αντιμετωπίσουν καλύτερα τις προκλήσεις και κρίσεις.
Η αίσθηση του «ανήκειν» σε μια ομάδα προάγει την κατανόηση και το σεβασμό μεταξύ των μελών της, μειώνοντας τις κοινωνικές ανισότητες και τις διακρίσεις. Προάγει ηθικές και κοινωνικές αξίες, απαραίτητες για την οικοδόμηση μιας δίκαιης και ευημερούσας κοινωνίας, όπως η συνεργασία, ο αλληλοσεβασμός, η δικαιοσύνη και η ισότητα.
Η ιστορία των συλλογικοτήτων στην Ελλάδα είναι πλούσια και ποικιλόμορφη, με περιόδους έντονης δραστηριότητας και επιρροής, αλλά και περιόδους κρίσης και παρακμής, αμφότερες των οποίων συνδέονται στενά με τις κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές συνθήκες της χώρας.
Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα μας, υπήρξε μια έντονη άνθηση των συλλογικοτήτων. Δημιουργήθηκαν πολλά πολιτικά κόμματα, συνδικάτα και κοινωνικά κινήματα. Οι εργαζόμενοι οργανώθηκαν σε μεγάλες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Η δεκαετία του ‘80 και η πρώτη δεκαετία του 2000 χαρακτηρίστηκαν από οικονομική ανάπτυξη και σχετική πολιτική σταθερότητα, ευνοώντας τη δραστηριότητα των συνδικαλιστικών και κοινωνικών οργανώσεων, οι οποίες απέκτησαν σημαντική επιρροή στην πολιτική ζωή, προωθώντας κοινωνικές και εργασιακές μεταρρυθμίσεις. Και πέτυχαν πολλά.
Μέσα όμως σε αυτό το πλαίσιο της επιτυχίας και της οικονομικής τους ευμάρειας, ενίσχυσαν ταυτόχρονα και τον ατομικισμό. Αναδείχθηκε μια νέα αστική τάξη. Το επίπεδο της ζωής βελτιώθηκε μεν, άλλαξαν όμως τα πρότυπα. Οι άνθρωποι άρχισαν να αξιολογούν την αξία τους με βάση τα υλικά αγαθά και την κατανάλωση, θέτοντας την ατομική επιτυχία και την προσωπική ευημερία πιο πάνω από την κοινότητα. Το πρότυπο του επιτυχημένου ανθρώπου, της φενάκης του «έχω άρα είμαι», ήταν να έχει μια μεζονέτα πολυτελείας, με play room και βεστιάριο, να έχει το εντυπωσιακό SUV παρκαρισμένο στο προαύλιο του χώρο και το βράδυ να απολαμβάνει το δέκα πέντε ετών ουίσκι.
Ακολούθησε η κρίση. Η παρατεταμένη οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2009 και επέφερε καταστροφικές συνέπειες στην ελληνική κοινωνία. Η ανεργία που αυξήθηκε σε δυσθεώρητα επίπεδα, οι περικοπές μισθών, οι μειώσεις συντάξεων και οι αυξημένες φορολογικές επιβαρύνσεις δημιούργησαν ένα κλίμα ανασφάλειας και αβεβαιότητας. Ήταν η εποχή του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Του «γιατί εσύ και όχι εγώ»! Η διαφθορά, η κακοδιαχείριση και η ελλιπής ηγεσία έπληξαν την εμπιστοσύνη των πολιτών στις συλλογικότητες. Η πόλωση μεταξύ διαφορετικών πολιτικών παρατάξεων και κομμάτων και η έλλειψη ενότητας εντός των συνδικαλιστικών και κοινωνικών οργανώσεων περιόρισαν την ικανότητα των συλλογικοτήτων να αναλάβουν συντονισμένη δράση.
Υπήρξε μια περίοδος στη συνέχεια, που μεγάλο μέρος του πληθυσμού θέλησε να εμπιστευτεί την αριστερά. Μια αριστερά που φαινομενικά θα βελτίωνε την ζωή του, το βιοτικό του επίπεδο. Πράγμα που δεν συνέβη. Συνεπεία των ανωτέρω, εύλογα προκλήθηκε απογοήτευση και έλλειψη εμπιστοσύνης σε όλους τους θεσμούς, απάθεια και αποστασιοποίηση από τις συλλογικές δράσεις. Οι πολίτες αισθάνονταν ότι οι συλλογικότητες δεν μπορούσαν πλέον να επιτύχουν ουσιαστικές αλλαγές.
Και φυσικά, σε μια χώρα υπό καθεστώς οικονομικής κρίσης, η στοχοποίηση των συνδικάτων, των πλέον εύκολων θυμάτων του κοινωνικού αυτοματισμού, έγινε ακόμα ευκολότερη. Υπήρξε μια γενικευμένη προσπάθεια αποδόμησής τους από τους εκάστοτε πολιτικούς παράγοντες και εκπροσώπους των δανειστών και μια κατασυκοφάντηση του συνδικαλιστικού κινήματος από μερίδα των ΜΜΕ, ως εργαλείων προπαγάνδας, ώστε να αποτραπεί μια άμεση και μαζική ενεργοποίηση των συνδικάτων ενάντια στα νέα μέτρα.
Ακόμα όμως και μέσα σε αυτό το πλαίσιο της έντονης προσπάθειας αποδυνάμωσης και θεσμικής απαξίωσης των συνδικάτων που προσπάθησε να πετύχει η κυβέρνηση, τα συνδικάτα υπεραμύνθηκαν απέναντι στην κρίση, στις κυβερνητικές αποφάσεις και στα νέα μέτρα και αντιστάθηκαν σθεναρά στην πολιτική των μνημονίων, συνεχίζοντας με κάθε τρόπο και με κάθε μέθοδο διεκδίκησης να αποτελούν ασπίδα προστασίας των εργαζομένων.
Από την πρώτη στιγμή της εκδήλωσης των συμπτωμάτων της κρίσης στην ελληνική οικονομία, αναδύθηκαν νέες εργατικές ομάδες, συλλογικότητες και κοινωνικά κινήματα, όπως οι πρωτοβουλίες αλληλεγγύης, οι κοινωνικές επιχειρήσεις και οι άτυπες ομάδες πολιτών. Αυτές οι νέες μορφές οργάνωσης προσπάθησαν να καλύψουν το κενό που δημιούργησαν οι παραδοσιακές συλλογικότητες, λειτουργώντας πάντα με περιορισμένους πόρους και μικρή επιρροή. Oύτως η άλλως η σκληρή αλήθεια είναι ότι τα συνδικάτα δεν κυβέρνησαν ποτέ, ποτέ δεν πήραν αποφάσεις.
Μετά από αυτή τη σύντομη ματιά στα πολιτικά και κοινωνικά αίτια που καθόρισαν την εξέλιξη του συνδικαλιστικού κινήματος, και φτάνοντας στο σήμερα, τα ελληνικά συνδικάτα, περισσότερο αναγκαία από ποτέ στη σύγχρονη ιστορία της χώρας, καλούνται να επαναπροσδιορίσουν τις αρχές και τις αξίες εκείνες που θα τους επιτρέψουν να προστατεύσουν τα συμφέροντα των εργαζομένων και να συμβάλλουν καθοριστικά στην παραγωγική και κοινωνική ανασυγκρότηση του τόπου.
Για να αντιμετωπιστεί η κρίση των συλλογικοτήτων στην Ελλάδα, είναι αναγκαία η ανανέωση των δομών και των πρακτικών τους, η ενίσχυση της διαφάνειας και της δημοκρατικής λειτουργίας τους, καθώς και η προσαρμογή τους στις νέες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, ακόμα και οι πρωτοβουλίες συνεργασίας με τα συνδικάτα στις Ευρωπαϊκές χώρες.
Κυριότερα δε, η ενεργή συμμετοχή των πολιτών και η αναζωογόνηση του συλλογικού πνεύματος με την επαναδραστηριοποίηση των εργαζομένων στα συνδικάτα, μπορούν να συμβάλλουν στην αναζωπύρωση των συλλογικοτήτων και στην αποτελεσματικότερη προάσπιση των συμφερόντων των πολιτών. Αυτή ακριβώς την ανάγκη για συλλογική δράση, αυτή την κουλτούρα της συλλογικότητας, οφείλουμε να εμφυσήσουμε και στη νέα γενιά.
Μέσω της συλλογικής δράσης, δύναμης και αλληλεγγύης, τα συνδικάτα μπορούν να επιφέρουν θετικές αλλαγές και να διασφαλίσουν ότι οι εργαζόμενοι θα αντιμετωπίζονται με σεβασμό και δικαιοσύνη. Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι θα μπορούν να ασκούν πιέσεις για καλύτερες και ασφαλέστερες συνθήκες εργασίας. Θα μπορούν να αποκτήσουν μεγαλύτερη επιρροή στις αποφάσεις της διοίκησης και να διεκδικήσουν καλύτερους όρους εργασίας. Ένα σωματείο ακόμα και με μια «κακή» διοίκηση, επιφέρει μακράν καλύτερα αποτελέσματα για τους εργαζόμενους από ένα εν γένει ανύπαρκτο σωματείο!
Ένα είναι το πλέον σίγουρο. Ότι κανείς μόνος του δεν μπορεί να καταφέρει όσα μπορούν όλοι μαζί. Το παλιό, πλην όμως διαχρονικό γνωμικό «ένας για όλους και όλοι για έναν», είναι αυτό που θα πρέπει να συντροφεύει όλους μας, εάν θέλουμε να αμβλύνουμε τις κοινωνικές ανισότητες και να υπάρξει πρόοδος. Εξάλλου η ίδια η ιστορία μας έχει διδάξει πως ο κόσμος προοδεύει όταν οι άνθρωποι δρουν συλλογικά!
Ειδικά λοιπόν σε αυτή την κρίσιμη χρονική στιγμή και συγκυρία, η συμμετοχή στα συνδικάτα δεν είναι μόνο ωφέλιμη για την προστασία και προαγωγή των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των εργαζομένων. Είναι καθόλα αναγκαία.
Καθίσταται επιτακτική ανάγκη να ξανά βρούμε τη χαμένη μας δυναμική, να προτάξουμε το συλλογικό συμφέρον έναντι των ατομικών μας επιδιώξεων, να ξανά βρούμε τη χαμένη μας συλλογικότητα.
Κωνσταντίνος Σιάκος
Πρόεδρος Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Φλώρινας
Μέλος Διοικητικού Συμβουλίου Γ.Σ.Ε.Ε.