Ομιλία Νίκου Ανδρουλάκη, Προέδρου ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής στην ειδική συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής για την επέτειο της Αποκατάστασης της Δημοκρατίας
Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι
Συμπληρώνονται σήμερα πενήντα χρόνια από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Η 24η Ιουλίου του 1974 σηματοδοτεί ταυτόχρονα τη λυτρωτική έξοδο της χώρας από την επταετή στρατιωτική δικτατορία των συνταγματαρχών και την έναρξη μιας πορείας προς ένα μέλλον ευημερίας, ισότητας και ελευθερίας.
Πρόκειται για μια τομή στην πολιτική ιστορία του τόπου και στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας σε σημείο που σήμερα κανείς δεν μπορεί να διανοηθεί μια ζωή χωρίς δημοκρατικούς θεσμούς, χωρίς ίσα δικαιώματα και ελευθερίες.
Αυτό όμως, συγχρόνως, έχει και ένα μειονέκτημα: Πολλές φορές υποτιμούμε κινδύνους, που μπορούν να ανατρέψουν αυτή την εμπεδωμένη μας βεβαιότητα.
Κάθε επέτειος είναι και μια υπενθύμιση. Δεν πρέπει, συνεπώς, να ξεχνάμε τις τραγωδίες, που γέννησαν την Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε την εξέγερση του Πολυτεχνείου, που άναψε τη σπίθα και άνοιξε τον δρόμο για μια Ελλάδα χωρίς δικτατορία. Οι νεκροί του Πολυτεχνείου, οι νεκροί εκείνης της σκοτεινής περιόδου, είναι οι πραγματικοί μάρτυρες της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, γιατί η σύγχρονη Ελλάδα γεννήθηκε από την εξέγερση του Πολυτεχνείου και την ηρωική θυσία όσων αγωνίστηκαν και αντιστάθηκαν ενάντια στη Χούντα, εντός και εκτός της χώρας.
Δεν πρέπει, όμως, να ξεχάσουμε και δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τον «Αττίλα», τη βάρβαρη εισβολή στην Κύπρο, την ανοιχτή πληγή,
που ακόμα δεν έχει επουλωθεί και αποτελεί μια προδοτική κληρονομιά,
που μας άφησε η επταετής δικτατορία. Στις 20 Ιουλίου του 1974, τέσσερις μέρες πριν την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, η κυπριακή τραγωδία χαράχθηκε βαθιά στην εθνική και δημοκρατική συνείδηση του τόπου, έγινε μέρος της ταυτότητας μας. Το προδοτικό πραξικόπημα,
η παράνομη τουρκική εισβολή, η κατοχή της Μεγαλονήσου είναι γενετικά στοιχεία της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, της ιστορικής μας συνείδησης.
Έχει, λοιπόν, σημασία σήμερα να βρισκόμαστε σε εγρήγορση, ειδικά σε μια περίοδο όπου αναθεωρητές ηγέτες, όπως ο Ρ. Τ. Ερντογάν επιμένουν στη διχοτόμηση και την ίδρυση δύο κρατών στη Κύπρο. Αυτό δεν πρέπει να συμβεί ποτέ.
Οφείλουμε να είμαστε όλοι ξεκάθαροι ότι δεν θα ανεχθούμε καμιά πρόκληση, όπως αυτή που έγινε ακόμα και την ημέρα της μαύρης επετείου, όταν ο Ερντογάν «βάπτισε» τον αιματοβαμμένο «Αττίλα»
ως «ειρηνευτική επιχείρηση».
Να μη δεχθούμε καμιά πολιτική διχοτόμησης του νησιού από μια χώρα, που δεν σέβεται το Διεθνές Δίκαιο, παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα στο εσωτερικό της και βέβαια παραβιάζει και κυριαρχικά δικαιώματα γειτονικών χωρών.
Συνάδελφοι,
Αυτές τις ημέρες για τα 50 χρόνια από την μαύρη αυτή επέτειο της κυπριακής τραγωδίας, γράφτηκαν πάρα πολλά. Κάποιοι, είναι προφανές, ότι θέλουν να ξαναγράψουν την Ιστορία. Όμως, σε αυτήν τους την προσπάθεια βρίσκουν σθεναρό εμπόδιο την ιστορική μνήμη του ελληνικού λαού. Ο βασικός λόγος που έμεινε στην ιστορία, η φράση του Ανδρέα Παπανδρέου ότι «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», είναι γιατί κάθε Έλληνας και κάθε Ελληνίδα, εκείνα τα χρόνια, γνώριζε τη βαρβαρότητα της αγγλικής κατοχής στην Κύπρο, τον ρόλο των Αμερικανών στο ξενοκίνητο πραξικόπημα και άλλων ισχυρών του κόσμου απέναντι στα εθνικά μας δίκαια.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι
Το ΠΑΣΟΚ καθόρισε εν πολλοίς το κοινωνικό κεκτημένο της Μεταπολίτευσης. Σε εκείνη την Ελλάδα, που έβγαινε ξανά η κοινωνία στο φως μετά το σκοτάδι της Χούντας, το 40% του εργατικού δυναμικού ήταν αγρότες και μόλις ένας στους τρεις είχε τη στοιχειώδη εκπαίδευση.
Παρά το δυσμενές παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, τη ραγδαία αλλαγή νομισματικής ιδίως πολιτικής των ΗΠΑ και τις δύο σοβαρές πετρελαϊκές κρίσεις που είχαν προηγηθεί, οι πρώτες κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου εγκαινίασαν μια περίοδο επέκτασης του κοινωνικού κράτους, που ενίσχυσε το αίσθημα της απελευθέρωσης του πολίτη με κοινωνικούς και οικονομικούς όρους.
Εμπεδώθηκε για πρώτη φορά, μεταπολεμικά, η ραγδαία ανοδική κοινωνική κινητικότητα, με αποτέλεσμα τις πολλές ευκαιρίες για τις νεότερες γενιές και τη μείωση των ανισοτήτων.
Οι μη προνομιούχοι και τα μικρομεσαία στρώματα απέκτησαν προοπτική για μια καλύτερη ζωή. Πετύχαμε ως χώρα, κάθε νέα γενιά να ζει καλύτερα από την προηγούμενη.
Δώσαμε αξία στον κάθε πολίτη, ανεξάρτητα από τις πολιτικές του πεποιθήσεις, κάτι που δεν υπήρχε τα μετεμφυλιακά χρόνια.
Και μαζί με τον πολίτη, η ίδια η χώρα απελευθερώθηκε από τα δεσμά της υστέρησης και της εξάρτησης. Με την αύξηση του κατώτατου μισθού το 1982 οι εργαζόμενοι είδαν μετά από πάρα πολλά χρόνια ουσιαστική ενίσχυση των εισοδημάτων τους. Όπως και ο αγροτικός κόσμος που είδε παραγωγή με αξιοπρέπεια. Η επέκταση της συνταξιοδοτικής προστασίας
σε ευάλωτες κοινωνικές κατηγορίες ενίσχυσε το δικαίωμα και το αίσθημα της συνοχής και της δικαιοσύνης.
Με τις αλλαγές στη πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και ανώτατη εκπαίδευση εκδημοκρατίστηκε η δημόσια Παιδεία και απέκτησαν πρόσβαση μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Και πάνω απ’ όλα με τη δημιουργία του Εθνικού Συστήματος Υγείας, το ΠΑΣΟΚ έβαλε ανεξίτηλα τη σφραγίδα του στο κοινωνικό κεκτημένο της Μεταπολίτευσης, κάνοντας τη δημόσια υγεία προτεραιότητα, κάτι που σήμερα υποβαθμίζεται. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, έλεγε ότι «μπροστά στην αρρώστια και τον θάνατο, δεν υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί». Και πράγματι, πετύχαμε να μην μείνει κανένας μόνος, κανένας πίσω. Όλοι μαζί, όλοι μπροστά. Επίσης, με την αναθεώρηση του οικογενειακού δικαίου και την ενίσχυση των δικαιωμάτων των γυναικών, έγινε πράξη η ολόπλευρη χειραφέτηση του ελληνικού λαού.
Σήμερα έχουμε ανάγκη μια Νέα Μεταπολίτευση, μια Νέα ουσιαστική Αλλαγή που θα ανοίξει νέα σελίδα στον τόπο έπειτα από μια πολύ δύσκολη δεκαετία πολλαπλών επώδυνων κρίσεων.
Που θα ξαναδώσει πίστη και όραμα στον ελληνικό λαό, για μια νέα γενιά που θα μπορεί να είναι ανταγωνιστική με ελπίδα και που θα ξαναβάλει στο επίκεντρο τους μη προνομιούχους της εποχής.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Στα πενήντα χρόνια που μεσολάβησαν η χώρα χάραξε μια πορεία με μεγάλα θεσμικά και κοινωνικά επιτεύγματα, αλλά και με ελλείψεις, λάθη και αστοχίες και πρέπει να κάνουμε όλοι την αυτοκριτική μας.
Πρέπει να αντιμετωπίσουμε με θάρρος τα προβλήματα του ελληνικού κράτους, της δημόσιας διοίκησης, ώστε να μπορέσουμε να βρούμε τον βηματισμό μας σε αυτό το νέο παγκόσμιο σκηνικό, που διαμορφώνεται συνεχώς. Έχουμε ανάγκη από πολιτικές, που θωρακίζουν το κράτος δικαίου και εγγυώνται την ενίσχυση των θεσμών και τη διάκριση των εξουσιών.
Πολιτικές που ενισχύουν και οικοδομούν ένα μοντέρνο κοινωνικό κράτος, με υψηλής ποιότητας δημόσιο σύστημα παιδείας και δημόσιο σύστημα υγείας.
Πολιτικές που προωθούν τη δίκαιη πράσινη μετάβαση, η οποία θα στηριχθεί σε ένα εκτεταμένο δίκτυο υψηλής διασυνδεσιμότητας, που θα εγγυηθεί την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας, το χαμηλό κόστος παραγωγής και την καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας.
Πολιτικές που συγκρούονται με τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα, τα ολιγοπώλια και τις πελατειακές σχέσεις της εκάστοτε κυβέρνησης.
Διασφαλίζουν τα δικαιώματα και την ευημερία των εργαζομένων. Προωθούν ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, που θα εγγυηθεί την ανθεκτικότητα και τη βιωσιμότητα της ελληνικής κοινωνίας.
Και όχι σε κάθε παγκόσμια αναταραχή, ο λαός μας να βιώνει τις χειρότερες επιπτώσεις σε όλη την Ευρώπη.
Όλα αυτά, όμως, είναι δυνατό να επιτευχθούν μόνο στο πλαίσιο μιας κοινωνικής και πολιτικής Ευρώπης, μιας Ένωσης που προωθεί την αλληλεγγύη και τη σύγκλιση μεταξύ των ευρωπαϊκών κοινωνιών, αντιμετωπίζοντας την οικονομική, γεωπολιτική και κλιματική ανασφάλεια.
Γιατί είναι χρέος μας να εγγυηθούμε ένα μέλλον κοινωνικής δικαιοσύνης και εθνικής αξιοπρέπειας για όλους, τη μεσαία τάξη και τους πιο ευάλωτους πολίτες.
Χωρίς αμφιβολία, στα πενήντα χρόνια ύπαρξης της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, συναντήσαμε πολλά στο δρόμο μας, μικρές και μεγάλες περιπέτειες. Τα όσα συνέβησαν τις προηγούμενες πέντε δεκαετίες
έχουν να μας διδάξουν πολλά σε πολιτικό, κοινωνικό , οικονομικό και εθνικό επίπεδο.
Όμως, το κυριότερο μάθημα που πήραμε αυτά τα χρόνια, ήταν ότι δεν μπορούμε πλέον να υποστηρίζουμε απερίσκεπτα και ελαφρά τη καρδία ότι στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τη Δύση συνολικά, το μέλλον της δημοκρατίας είναι δεδομένο και προδιαγεγραμμένο. Αυτή η αντίληψη είναι πλέον απαρχαιωμένη. Είναι ξεπερασμένη. Τα τελευταία χρόνια με όσα συμβαίνουν και στις ισχυρότερες χώρες του κόσμου είναι μονόδρομος να αγωνιζόμαστε καθημερινά για τη θωράκιση των δημοκρατικών θεσμών, ατομικά και συλλογικά. Σε μια εποχή πολλαπλών κρίσεων, πολεμικών συγκρούσεων και αναθεωρητικών δυνάμεων,
οι κίνδυνοι, που απειλούν ένα δημοκρατικό πολίτευμα, είναι αυξημένοι και δεν μπορούμε να στρουθοκαμηλίζουμε.
Αφενός, έχουμε χρέος να προστατεύσουμε τη δημοκρατία τόσο από τις σύγχρονες αντιδημοκρατικές, ακροδεξιές δυνάμεις, που συνεχώς αυξάνουν την επιρροή τους και αμφισβητούν ανοιχτά τους θεσμούς μας.
Αφετέρου -και θέλω να σταθούμε ιδιαίτερα σε αυτό- πρέπει όλοι μας, κάθε βουλευτής και κάθε Έλληνας πολίτης να κρίνουμε αυστηρά όλες, και τις δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις, οι οποίες σε όλη τη Δύση και στη χώρα μας, όμως, στον βωμό της εξουσίας χρησιμοποιούν αθέμιτα μέσα που προσβάλλουν τον πυρήνα της δημοκρατικής λειτουργίας του πολιτεύματος και τον μέγιστο σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα που έχουμε κατακτήσει σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Πρέπει να κρίνουμε αυστηρά πολιτικές, που αυξάνουν τις ανισότητες, επιταχύνουν την κλιματική κρίση, υποβαθμίζουν το κράτος δικαίου
και απομακρύνουν τους πολίτες από την ενεργό συμμετοχή. Είναι ιστορικό μας καθήκον να αντικρίσουμε με θάρρος και σοβαρότητα τις προκλήσεις του σήμερα και την ποιότητα της Δημοκρατίας σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.