Άρθρο Μιχάλη Κατρίνη, Κοινοβουλευτικού Εκπροσώπου ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, στο CNN Greece (27/01/2024)
Οι υπουργοί αλληλοσυγχαίρονται διαρκώς για την οικονομία που πετάει από τον ένα θρίαμβο στον άλλο, από την μία θετική αξιολόγηση στην άλλη, μιλώντας για ανάπτυξη, ευημερία, ευοίωνες προοπτικές για τη χώρα, τις επιχειρήσεις και τους πολίτες.
Μπορεί όμως κάποιος να συμμεριστεί την υπεραισιόδοξη αυτή εικόνα και εκτίμηση, όταν τα πραγματικά δεδομένα μας επαναφέρουν στην πραγματικότητα;
Με την αύξηση του ΑΕΠ (ανάπτυξη την βαφτίζει η κυβέρνηση) να βασίζεται κατά 90% σχεδόν στην ιδιωτική κατανάλωση, όπως ακριβώς και πριν το 2009. Άρα, η υπερδεκαετής οικονομική κρίση δεν οδήγησε σε αλλαγή του οικονομικού μοντέλου και του παραγωγικού προτύπου.
Όταν το 2023 το εμπορικό έλλειμμα ξεπέρασε τα 26 δις ευρώ, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών το 7% (ένας από τους δύο λόγους που οδηγηθήκαμε στο μνημόνιο), με τις εξαγωγές να μειώνονται την περασμένη χρονιά έναντι του 2022.
Όταν το κρατικό χρέος αυξήθηκε 49 δις ευρώ την περίοδο 2020-2023, ξεπερνώντας τα 405 δις ευρώ- στο υψηλότερο επίπεδο από την είσοδο της χώρας στη ζώνη του ευρώ-ενώ παράλληλα επιδεινώθηκε σημαντικά και η διάρθρωση του με απότομη αύξηση των βραχυπρόθεσμων δανείων.
Όταν οι άμεσες ξένες επενδύσεις-αναγκαίες για την εθνική οικονομία-δεν είναι το success story που θέλει να εμφανίσει η κυβέρνηση. Αυξημένες, μεν, σε σχέση με την πολύ χαμηλή αφετηρία του παρελθόντος, αλλά 50% λιγότερες από τον στόχο του 2023. Και το χειρότερο, άμεσες ξένες επενδύσεις που βασίζονται κατά 70% στο real estate και την αγορά δανείων, δηλαδή μη παραγωγικές επενδύσεις.
Όταν το 95% των ελληνικών επιχειρήσεων αποκλείεται από την τραπεζική ρευστότητα και τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης, παρά το ότι οι τράπεζες ξεφορτώθηκαν τα ‘’κόκκινα’’ δάνεια και η χώρα δανείζεται με χαμηλότερα επιτόκια.
Όταν τα έσοδα από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και το Ταμείο Ανάκαμψης υπολείπονται των στόχων, ενώ όλοι κατανοούμε την αναγκαιότητα άμεσης απορρόφησης αυτών των πόρων και τη διοχέτευσή τους στην πραγματική οικονομία, με την κυβέρνηση Μητσοτάκη να προβάλλει ως εξήγηση την αστεία δικαιολογία των εκλογικών αναμετρήσεων του 2023 (ενώ η κρατική μηχανή παρέμεινε αμετάβλητη)
Όταν οι πραγματικοί προϋπολογισμοί του κράτους των ετών 2020-2022 είναι έντονα ελλειμματικοί, παρά τα πρωτογενή πλεονάσματα που διαφημίζονται, μετά από μεταθέσεις πληρωμών, συγκρατήσεις δαπανών και λογιστικές αλχημείες, με το κύριο βάρος των εσόδων να βασίζεται στην έμμεση φορολογία που πλήττει την μεσαία τάξη και τα αδύναμα οικονομικά στρώματα.
Όταν το ιδιωτικό χρέος αυξάνεται κάθε μήνα και υπερβαίνει τα 270 δις ευρώ, όταν τα ληξιπρόθεσμα χρέη σε εφορία και ΕΦΚΑ αυξάνονται κάθε μήνα, με μόλις 10.000 ρυθμίσεις οφειλών να έχουν συμφωνηθεί μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού ενώ χρωστούν αθροιστικά πάνω από 7.000.000 ΑΦΜ και μητρών επιχειρήσεων και ιδιωτών και αναρτώνται πάνω από 50.000 πλειστηριασμοί ετησίως.
Όταν η ακρίβεια-που έχει μετατραπεί εδώ και καιρό σε αισχροκέρδεια– διαβρώνει νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ο πληθωρισμός τροφίμων στην Ελλάδα ανεβαίνει και παραμένει σταθερά υψηλότερος από τον μ.ο. της Ευρωζώνης, οι τηλεπικοινωνίες στην Ελλάδα είναι 50% ακριβότερες από την Ευρώπη, αυξάνεται το κόστος ενοικίων, οι τράπεζες επιβάλλουν εξωφρενικές χρεώσεις και η κυβέρνηση απλά παρατηρεί, παρά τις έρευνες της Επιτροπής Ανταγωνσιμού.
Είναι εμφανής η πρόθεση της κυβέρνησης να υποβαθμίσει και να εξαφανίσει από τη δημόσια συζήτηση μεγάλα , ουσιαστικά και διαρθρωτικά προβλήματα που συνιστούν βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια της οικονομικής και κοινωνικής σταθερότητας, όπως είναι το ιδιωτικό χρέος, το στρεβλό οικονομικό μοντέλο, ο στραγγαλισμός των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και η ανεξέλεγκτη ακρίβεια που πλήττει κάθε νοικοκυριό στη χώρα.
Και αυτή είναι η άβολη αλήθεια, που δεν θέλουν κάποιοι να ακούγεται.
Η κυβέρνηση δεν μπορεί ούτε να πανηγυρίζει ούτε να παρουσιάζει μια επίπλαστη εικόνα για την δημοσιονομική εικόνα της χώρας αλλά και την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας.
Γιατί η δημιουργική λογιστική, η απόκρυψη στοιχείων αλλά και οι τεκμηριωμένες και εμφανείς πλέον αποκλίσεις, φέρνουν στο μυαλό όλων μας τις δυσάρεστες και επώδυνες μνήμες του δημοσιονομικού εκτροχιασμού.
Η Ελλάδα δεν πρέπει να ξαναζήσει αυτό τον εφιάλτη.