Η συζήτηση για τα αποτελέσματα των μαθητών της χώρας μας στον διαγωνισμό PISA 2022, επικεντρώθηκε στις κακές επιδόσεις των μαθητών των δημόσιων σχολείων μας. Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση που κάνει την εικόνα ακόμη πιο δυστοπική. Δεν «πάτωσαν» όλοι οι Έλληνες μαθητές. Οι μαθητές των ελληνικών ιδιωτικών σχολείων, σε αντίθεση με τα δημόσια, αξιολογήθηκαν πάνω από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ σε όλα τα εξεταζόμενα πεδία.
Η διάσταση αυτή αποκαλύπτει ότι συνυπάρχουν δύο κόσμοι στην ελληνική εκπαίδευση: ένας που τα καταφέρνει και ένας που μένει πίσω. Άλλωστε, το μοναδικό πεδίο στο οποίο πρωτεύει η χώρα μας είναι η απόσταση αυτών των δύο κόσμων: βρισκόμαστε στις τρεις πρώτες θέσεις ως προς την διαφορά επιδόσεων μεταξύ μαθητών δημοσίων και ιδιωτικών σχολείων. Αυτό εξηγεί σε ένα βαθμό και την εκθετική πορεία των ιδιωτικών σχολείων. Χιλιάδες γονείς στην χώρα μας αναζητούν ένα καλύτερο αύριο για τα παιδιά τους μέσα από την ιδιωτική εκπαίδευση, ακόμα και αν πρέπει να στερηθούν πολλά ή ακόμα και να χρεωθούν.
Γιατί όμως σημειώνουν τόσο χαμηλά αποτελέσματα οι μαθητές μας στην PISA, πώς εξηγείται η διάσταση ιδιωτικών και δημόσιων σχολείων και τι κάνουμε ως χώρα για να αναστρέψουμε αυτήν την πορεία;
Μία στοιχειώδης περιήγηση στα εκπαιδευτικά συστήματα που τα καταφέρνουν καλύτερα αποκαλύπτει τα στοιχεία που δίνουν τα απαιτούμενα εφόδια στους μαθητές τους, ώστε να ανταποκρίνονται επιτυχημένα στο ζητούμενο του διαγωνισμού PISA: στη δυνατότητα επίλυσης προβλημάτων. Τα περισσότερα από τα συστήματα αυτά έχουν πάψει να επικεντρώνουν στην αποστήθιση μεγάλου όγκου γνώσεων και πληροφοριών και διαθέτουν στοχευμένα προγράμματα σπουδών με έμφαση στην ανάπτυξη δεξιοτήτων και κριτικής σκέψης. Το εκπαιδευτικό προσωπικό είναι καλά καταρτισμένο και συνεχώς επιμορφούμενο ενώ συνδυάζει αρμονικά παραδοσιακές και σύγχρονες παιδαγωγικές μεθόδους. Κυρίως όμως διαθέτουν πολιτικές και παιδαγωγικές ηγεσίες που συνεργάζονται, μελετούν, επεξεργάζονται και πειραματίζονται πάνω σε εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις με ισχυρή βούληση, σχέδιο και συνέπεια.
Στην Ελλάδα το θέμα μάς απασχολεί με την εφήμερη λογική της επικαιρότητας. Επισημαίνουμε ευκαιριακά μερικά πράγματα για την παπαγαλία και τις πανελλήνιες εξετάσεις και εν συνεχεία επιστρέφουμε στην λογική του «business as usual». Κάθε εναλλαγή στην πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας συνοδεύεται από μεγαλόστομες εξαγγελίες που τελικά περιορίζονται σε κάποιες τροποποιήσεις στα αναλυτικά προγράμματα και στα σχολικά βιβλία, στην προσθήκη περισσότερης τεχνολογίας στη λειτουργία των σχολείων και τη διαχείριση της καθημερινότητας.
Έτσι όμως, ο ελέφαντας παραμένει στο δωμάτιο και εμείς εξακολουθούμε να κάνουμε ότι δεν τον βλέπουμε.
Ακόμα και σήμερα οι όποιες “μεταρρυθμίσεις” σχεδιάζονται σε κλειστά εργαστήρια “επαϊόντων” και προαναγγέλλονται με επιλεκτικές διαρροές, χρησμούς και επικοινωνιακά τρικ. Η δε επικοινωνία μεταξύ της πολιτικής ηγεσίας, της επιστημονικής και ερευνητικής κοινότητας και της κοινωνίας είναι από ανύπαρκτη έως και προσχηματική.
Υπάρχει όμως κι άλλος δρόμος. Αρκεί να κοιτάξουμε το πρόβλημα στα μάτια και, αντί να υπεκφεύγουμε διαρκή by pass και να αναλωνόμαστε σε τεχνητές ανούσιες διαιρέσεις, να τολμήσουμε να αλλάξουμε το παράδειγμα στην παιδεία. Αρκεί να επιχειρήσουμε έναν οργανωμένο, θεσμοθετημένο και διαρκή διάλογο που θα αποτρέψει την επερχόμενη εκπαιδευτική -και κατά συνέπεια κοινωνική- διαίρεση.
Ζητούμενο δεν είναι η μονοδιάστατη σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά, αλλά πώς η παιδεία θα παραμείνει ένας ισχυρός μοχλός κοινωνικής κινητικότητας και τα παιδιά μας θα προμηθευθούν τα απαραίτητα εφόδια για να ανταπεξέρθουν στις ανάγκες της σύγχρονής εποχής.