Άρθρο του Παναγιώτη Βλάχου, μέλους της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής, στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ»:
Κόντρα στην αντίληψη που θέλει τα κόμματα κλειστά, γραφειοκρατικά, κληρονομικά και ελιτίστικα συστήματα, που ασθμαίνουν πίσω από τις κοινωνικές εξελίξεις, το ΠΑΣΟΚ επιστρέφει στο πνεύμα της αυτοοργάνωσης του 1974 και απευθύνει συμμετοχικό κάλεσμα στις 270.000 μέλη και φίλους, αλλά και σε κάθε ενδιαφερόμενο προοδευτικό πολίτη. Το Κίνημα εγκαινιάζει μια νέα πορεία προς στο λαό και ανοίγει τις πόρτες, τις δομές και τα αφτιά του, προσδοκώντας να ξαναγίνει μαζικό κόμμα.
Ομάδες πρωτοβουλίας, περιφερειακά πολιτικά εργαστήρια, ανθρωποδίκτυα σε ολόκληρη την χώρα και μια ψηφιακή υπερ-πλατφόρμα διαβούλευσης και διαφάνειας, η “Ψηφιακή Κοινωνία”, αποτελούν από την περασμένη Κυριακή εργαλεία για την κοινωνική του επανασύνδεση, αυτή που διαβρώθηκε τα χρόνια του κυβερνητισμού και εξαερώθηκε την περίοδο της εκλογικής του κατάρρευσης.
Χωρίς αμφιβολία, η οργάνωση κάθε κόμματος αντανακλά τον ιδεολογικό και πολιτικό του προσανατολισμό, αλλά και προσδιορίζει τη σχέση του με την κοινωνία και το κράτος. Το ΠΑΣΟΚ ξεκίνησε άλλωστε ως κόμμα στελεχών το 1974, όταν γύρω από τον Ανδρέα Παπανδρέου συσπειρώθηκαν στελέχη του ΠΑΚ, αγωνιστές του Ανένδοτου και της δικτατορικής περιόδου, αριστεροί, κεντρώοι βουλευτές και στελέχη. Η έννοια της αυτο-οργάνωσης με τη σύσταση ομάδων πρωτοβουλίας, ήταν συμβατή με το πνεύμα και το γράμμα της 3ης του Σεπτέμβρη (“δημοκρατική διαδικασία”) και στόχο είχε να εξειδικεύσει το διακηρυκτικό κείμενο, να το εμπλουτίσει με τοπικές και περιφερειακές διεκδικήσεις.
Εντούτοις αυτή η διαδικασία δεν ήταν απαλλαγμένη από εσωτερικούς ανταγωνισμούς και διαφορετικές αντιληψεις για την εξέλιξη του κινήματος, κυρίως ανάμεσα σε αυτούς που πρόταξαν την εκλογική αποτελεσματικότητα και τους θιασώτες του μακρόπνοου συμμετοχικού πολιτικού σχεδιασμού. Μελετητές υποστηρίζουν ότι οι εσωτερικές αντιφάσεις, αλλά και οι ιδεολογικοί ανταγωνισμοί που εκδηλώθηκαν αργότερα μέσα στο ΠΑΣΟΚ και στα στάδια εξέλιξής του σε κόμμα εξουσίας και κόμμα κράτους, έχουν τις ρίζες τους στην πρώτη περίοδο της αυτοοργάνωσης, τις οποίες όμως κατάφερε να αμβλύνει και να συνθέτει η προσωπικότητα του Ανδρέα Παπανδρέου. Όταν η ακτινοβολία αυτής εξέλιπε, οι αντιθέσεις βγήκαν στην επιφάνεια και πλήγωσαν την παράταξη.
Σήμερα οι συνθήκες είναι διαφορετικές, αλλά η πρόκληση είναι παρόμοια. Το κόμμα που άντεξε την εκλογική του κατάρρευση την προηγούμενη δεκαετία χάρις στα στελέχη του και τις τοπικές του οργανώσεις, μπορεί να ξαναγίνει κόμμα βάσης, να αποκτήσει μαζικά χαρακτηριστικά, να παραμείνει ενωμένο και να ανανεωθεί ηλικιακά και πολιτικά, ώστε να μπορέσει να διεκδικήσει ξανά την διακυβέρνηση τα επόμενα χρόνια. Αυτή είναι και η εντολή που δόθηκε στη νέα ηγεσία.
Εξάλλου, το ΠΑΣΟΚ πάντα έδειχνε το δρόμο και καινοτομούσε. Έγινε πρότυπο οργάνωσης και εκδημοκρατισμού στο πολιτικό σύστημα. Εισήγαγε καινοτομίες που οι υπόλοιποι χρειάστηκαν δεκαετίες για να αντιγράψουν, την τοπική και κλαδική οργάνωση, την ανοιχτή εκλογή αρχηγού από τη βάση, την οργανωμένη διαβούλευση, τη συμμετοχική λήψη αποφάσεων, την αλληλεγγύη στα μέλη και τους φίλους του κόμματος, τον ευρύ κοινωνικό διάλογο. Καινοτομίες που ενέπνευσαν και εμπότισαν κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που άντεξαν στο χρόνο και αγκαλιάστηκαν από την κοινωνία.
Φορτωμένη με επάλληλες κρίσεις, η σημερινή ελληνική κοινωνία στέκεται αμήχανη μπροστά σε ένα μέλλον αβεβαιότητας, όπου οι απώλειες μοιάζουν περισσότερες από τα οφέλη και οι πολιτικές επιλογές δεν υπαγορεύονται από πλατιές πλειοψηφίες. Με το κοινωνικό συμβόλαιο ξεθωριασμένο, η υποχώρηση της δημοκρατίας και η ανάδυση του αυταρχισμού, της παραπληροφόρησης, της μισαλλοδοξίας και της εξάρτησής της πολιτικής από το κεφάλαιο μπορεί να ανακοπεί μόνο από μια ισχυρή κοινωνία, με οργανώσεις και κόμματα που ευθυγραμμίζουν τις διεκδικήσεις τους με αυτές των κοινωνικών ομάδων που εκφράζουν την πρόοδο. Το ΠΑΣΟΚ λοιπόν τολμά και ξεκινά ένα τολμηρό εγχείρημα για να αποκαταστήσει το δικαίωμα στη συμμετοχή και τη λήψη αποφάσεων, να καλλιεργήσει τη δημοκρατική κουλτούρα, τον διάλογο, την οργανωμένη διαβούλευση, την αποκέντρωση και την απεξάρτηση από τον αρχηγισμό στα κόμματα. Για το καλό της παράταξης, του πολιτικού συστήματος και της δημοκρατίας, η προσπάθεια πρέπει να πετύχει.