Άρθρο του Χάρη Δούκα, Γραμματέα Τομέα Ενέργειας Κινήματος Αλλαγής στην εφημερίδα “ΤΟ ΒΗΜΑ”
Καθώς η ενεργειακή κρίση βαθαίνει, επανέρχεται στο προσκήνιο το άρθρο ορόσημο του Amory Lovins «The road not taken» του 1976. Σε αυτό περιγράφονταν δύο εναλλακτικές ενεργειακές διαδρομές. Το “σκληρό μονοπάτι” βασίζεται στην επικρατούσα πολιτική, με την επέκταση των μεγάλων σταθμών ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Tο “ήπιο μονοπάτι” συνδυάζει την άμεση και ξεκάθαρη δέσμευση για αποδοτική χρήση της ενέργειας με την ταχεία ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών και τη μεγάλη διείσδυση τους σε επίπεδο τελικής χρήσης για την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Το πρώτο έχει ένα σκληρά τεχνολογικό χαρακτήρα και η συγκεντρωτική παραγωγή βασίζεται σε μεγάλες εταιρίες, ενώ το δεύτερο δίνει έμφαση στους απαραίτητους κοινωνικούς μετασχηματισμούς για να καταστήσει τα ενεργειακά συστήματα αποκεντρωμένα, ανθρωποκεντρικά και ανανεώσιμα.
Για τον Lovins, τα δύο μονοπάτια είναι αλληλοαποκλειόμενα. Το πρώτο μονοπάτι της προέκτασης του παρελθόντος θα δημιουργήσει ανυπέρβλητα οικονομικά και κοινωνικοπολιτικά προβλήματα στο μέλλον. Το δεύτερο, αν και αντιπροσωπεύει μια ανατροπή της κατεστημένης κατάστασης, προσφέρει πολλά κοινωνικά, οικονομικά και γεωπολιτικά πλεονεκτήματα, συμπεριλαμβανομένης της παύσης «οπλοποίησης της ενέργειας» από τους παραγωγούς ορυκτών καυσίμων.
Διαπιστώνεται ότι όσο πιο έντονες οι κρίσεις, τόσο περισσότερο επιβεβαιώνεται το δεύτερο μονοπάτι του Lovins. Το αναπτυξιακό μοντέλο «εξόρυξη – μεταφορά – καύση» που κατατρώει τους πεπερασμένους πόρους του πλανήτη, δημιουργεί μία αλυσίδα τρομακτικής κερδοφορίας για τους βασικούς του συντελεστές και ακραίες ανισότητες. Τα νούμερα «προκαλούν». Μέσα στην ενεργειακή κρίση κόστους του 2021, τα τελευταία στοιχεία των ισολογισμών των Exxon Mobil, Chevron, Shell, BP δείχνουν ρεκόρ κερδών 7ετίας. Ενώ, η διανομή του πλούτου εντείνει τη γνωστή τάση: Πλέον, το 1% του πληθυσμού έχει συλλέξει το 38% του παγκόσμιου πλούτου που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία 25 χρόνια. Αντίθετα, το φτωχότερο 50% έχει συλλέξει μόλις το 2% (World Inequality Report, 2021).
Για να καταλάβει κανείς πόσο ενεργοβόρο είναι το παρόν μοντέλο ανάπτυξης, αρκεί να αναλογισθεί ότι περισσότερο από το 40% της παγκόσμιας ναυτιλίας χρησιμοποιείται για να μεταφέρει καύσιμα (πετρέλαιο, άνθρακα, φυσικό αέριο και λιγότερο pellets). Με άλλα λόγια, σχεδόν τα μισά από τα προϊόντα που διακινούνται στις θάλασσες δεν είναι τελικά προϊόντα (αυτοκίνητα), ούτε καν πρώτες ύλες για την κατασκευή τους (χάλυβας). Είναι πόροι που καίμε για να τροφοδοτήσουμε τους μετασχηματισμούς που εξασφαλίζουν θέρμανση, ψύξη, φωτισμό και μετακίνηση. Στο μοντέλο αυτό, το 11% της ενέργειας που χρησιμοποιείται, σύμφωνα με το εξαιρετικό βιβλίο του Saul Griffith, «Electrify», πάει απλά στην εξεύρεση περισσότερης ενέργειας.
Ενώ, η ανανεώσιμη ενέργεια είναι διαφορετική. Χρειάζεται βέβαια η εξόρυξη λιθίου και κοβαλτίου για να φτιαχτεί ένα ηλιακό πάνελ ή μια ανεμογεννήτρια ή μια μπαταρία και επιπλέον να διασφαλιστεί πως θα γίνει με όρους κοινωνικής και περιβαλλοντικής ευθύνης. Παρόλα αυτά, μόλις φτιαχτεί και τοποθετηθεί το πάνελ, η διαδικασία ολοκληρώνεται. Για ένα τέταρτο του αιώνα θα βρίσκεται εκεί και ο ήλιος θα παρέχει την ενέργεια απλά και μόνο με το να ανατέλλει. Με τη μετάβαση στην ηλιακή και στην αιολική ενέργεια δε θα σταματήσει μόνο να απελευθερώνεται άνθρακας στην ατμόσφαιρα και να εξοικονομούνται χρήματα. Θα μειωθεί επίσης, κατά το ήμισυ, ο αριθμός των πλοίων που πηγαινοέρχονται. Επίσης, ιδιοκτήτης των πάνελ μπορεί να είναι ο κάθε πολίτης και όχι μία μεγάλη εταιρία.
Με αυτό το μοντέλο ο κόσμος μας αποϋλοποιείται εντυπωσιακά και οι συμμέτοχοι στο παραγωγικό μοντέλο είναι εν δυνάμει όλοι. Δεν χρειάζονται εκατοντάδες χιλιάδες οχήματα μεταφοράς καυσίμου να κάνουν κύκλους τον πλανήτη, καταναλώνοντας και ρυπαίνοντας. Το ατελείωτο δίκτυο αγωγών, που εμφανίζει τακτικά διαρροές και αποτελεί στόχο γεωπολιτικών διενέξεων επίσης δε χρειάζεται. Ασφαλώς, θα χρειαστούν γραμμές μεταφοράς για την μετακίνηση των ηλεκτρονίων αλλά είναι πολύ λιγότερο επικίνδυνες και παρεμβατικές. Αυτού του είδους οι αλλαγές του παραγωγικού μοντέλου ενέχουν μία πολύ σημαντική κοινωνική πρόκληση. Να βρουν νέες, καλές δουλειές οι άνθρωποι που μέχρι τώρα απασχολούνταν στη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων, ώστε η μετάβαση να είναι δίκαιη και να μην αφήνει κανέναν πίσω.
Γίνεται φανερό ότι, όσο περισσότερο οξύνεται η ένταση και η έκταση του ενεργειακού προβλήματος, τόσο περισσότερο εδραιώνεται η πεποίθηση της ενεργειακής αλλαγής, αν δεν θέλουμε να αναπαράγεται το παρωχημένο σύστημα που γεννάει κρίσεις.
Αυτό είναι το νέο διακύβευμα. Ένας κόσμος όπου δε θα αφιερώνει τεράστιο τμήμα της οικονομίας του σε μία αλυσίδα κερδοσκοπίας που ρίχνει λάδι στην φωτιά που καίει τον πλανήτη, υποβαθμίζοντας τα οικοσυστήματα και επιτείνοντας τις ανισότητες.