Άρθρο του Χάρη Δούκα, Αν. Καθηγητής ΕΜΠ και Γραμματέας Τομέα Ενέργειας στην εφημερίδα «Το Βήμα της Κυριακής»
Ας ξεκινήσουμε με μερικά βασικά δεδομένα. Το 85% του παγκόσμιου πληθυσμού έχει ήδη επηρεαστεί από τις κλιματικές αλλαγές, έχοντας βιώσει καιρικά φαινόμενα που επιδεινώθηκαν από τις επιπτώσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας στο περιβάλλον. Η κλιματική αλλαγή έχει ήδη επηρεάσει πάνω από το 80% της χερσαίας έκτασης του πλανήτη. Ό,τι αποφασίζεται από εδώ και πέρα αφορά στην επιβράδυνση όσων φαινομένων βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη και όχι στην επαναφορά μας στην προηγούμενη κατάσταση. Έχουμε ήδη πληγώσει τον πλανήτη ανεπανόρθωτα.
Αυτός είναι και ο λόγος που πρέπει να σκεφτεί κανείς με διαφορετικούς όρους για να αντιμετωπισθεί η κλιματική κρίση που βιώνουμε, αλλάζοντας επίπεδο στη μάχη για την προστασία του πλανήτη. Οι μέχρι σήμερα διαχωρισμοί ανάμεσα σε βορρά και νότο, σε πλούσιες και φτωχές χώρες, σε εισαγωγείς και εξαγωγείς ορυκτών καυσίμων, σε “πράσινες” χώρες, όπως οι Σκανδιναβικές, και στους διαφωνούντες, όπως η Σαουδική Αραβία, η Ρωσία και η Αυστραλία, είναι ξεπερασμένοι. Η προσπάθεια πλέον μεταφέρεται σε ένα καινούργιο έδαφος, το οποίο σύντομα ενδέχεται να επιδεινώσει τις συγκρούσεις και τις διαμάχες στο εσωτερικό των κρατών και ιδιαίτερα μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων. Με μια πιο «κυνική» οπτική, καταλήγουμε στην διαπίστωση ότι η διαμάχη έγκειται στο δίπολο των πολύ πλουσίων με τους … υπόλοιπους.
Σύμφωνα με τα δεδομένα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, το 1% των πλουσιότερων – με βάση εισοδηματικά κριτήρια – ανθρώπων του παγκόσμιου πληθυσμού ευθύνεται για πάνω από το 15% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, σε αντίθεση με το εισοδηματικά κατώτερο 50% του πληθυσμού, το οποίο ευθύνεται για το μόλις 5%. Κάθε δραστηριότητα αυτού του 1% περιλαμβάνει υψηλότερες εκπομπές, είτε λόγω της διαμονής τους σε μεγαλύτερα σπίτια, είτε λόγω της οδήγησης αυτοκινήτων μεγαλύτερου κυβισμού και υψηλότερων ρύπων, είτε λόγω των συχνών αεροπορικών ταξιδιών που πολλές φορές πραγματοποιούνται με ιδιωτικά αεροσκάφη. Πράγματι, οι «ελίτ των ρυπαντών», που πρόσφατα έκαναν βόλτες με διαστημόπλοια και χρησιμοποιούσαν “VIP” πτήσεις και πετρελαιοκίνητες λιμουζίνες για να «συζητήσουν» για την υπερθέρμανση του πλανήτη (στη Σύνοδο της Γλασκώβης), είναι οι κύριοι υπεύθυνοι για την κλιματική αλλαγή. Ταυτόχρονα, κάνουν το απολύτως ελάχιστο για να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και δεν κάνουν τίποτα για να μετριάσουν τις συνέπειές του.
Επί της ουσίας, κάθε τυπικό επίπεδο φορολογίας δεν πρόκειται να αποτελέσει αποτρεπτικό παράγοντα για αυτή την οικονομική ελίτ. Για παράδειγμα, το κόστος της φορολογίας σε υψηλού κυβισμού αυτοκίνητα και το κόστος των προσαυξήσεων στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος δεν πρόκειται να αποτελέσει πρόβλημα για αυτούς. Η πλειοψηφία όμως των καταναλωτών, που έχουν ήδη επωμισθεί αρκετά κόστη όπως πράσινες εισφορές στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος, περιβαλλοντικούς φόρους στις μεταφορές, επιπλέον χρεώσεις στην ανακύκλωση ηλεκτρικών συσκευών, δυσκολεύονται πολύ να τα καταφέρουν. Επιπλέον, οι δικαιούχοι των επιδοτήσεων για την αγορά ηλεκτρικών αυτοκινήτων, ηλιακών πάνελ και μονώσεων κατοικιών, που αποτελούν μέτρα παρακίνησης με στόχο τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος, αποτελούν ένα ελάχιστο ποσοστό του πληθυσμού. Έτσι, μεγαλώνει ο κίνδυνος δημιουργίας ενός κόσμου όπου τα προνόμια των υπέρ-πλουσίων – που πληρώνουν ανώδυνα – αυξάνονται ακόμη περισσότερο. Ενώ οι υπόλοιποι μένουν πίσω, αποκλεισμένοι. Η επιδίωξη πρέπει να είναι η δραστική μείωση των αυτών των καταναλώσεων που σχετίζονται με πολυτελείς δραστηριότητες, οι οποίες παράγουν υψηλό ανθρακικό αποτύπωμα και μεγάλη δόση ανεπιθύμητης δημοσιότητας. Άλλωστε, η δραστική μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος του πλουσιότερου 1% (κατ’ ελάχιστο κατά 30% αυτή την δεκαετία) είναι απαραίτητη προϋπόθεση για συγκράτηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη σε ασφαλή επίπεδα.
Πώς θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο; Μία νέα πρόταση είναι ένας οικολογικός φορολογικός συντελεστής στον πλούτο. Αυτός ο συντελεστής είναι περισσότερο δίκαιος από τους φόρους στην κατανάλωση άνθρακα, που πλήττουν ιδιαίτερα τα χαμηλά εισοδήματα και δεν μειώνουν τις εκπομπές των πιο πλούσιων. Ένας τέτοιος οικολογικός φόρος μπορεί να έχει πολύ μεγάλο κοινωνικό αντίκτυπο. Τα ετήσια εισοδήματα του 1% των πιο πλούσιων προσεγγίζουν τα 20 τρισεκατομμύρια δολάρια. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο ¼ του παγκόσμιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) ή στο συνδυασμένο ΑΕΠ 169 χωρών, συμπεριλαμβάνοντας χώρες όπως η Νορβηγία, η Σουηδία, η Ελβετία, η Αργεντινή, όλη η Μέση Ανατολή και η Αφρικανική Ήπειρος. Μάλιστα, τα εισοδήματά τους αυξήθηκαν στη διάρκεια της πανδημίας (στην Ελλάδα το πλουσιότερο 1% κατέχει πάνω από το 55% του πλούτου). Τα μισά περίπου από τα ετήσια έσοδα του 1% (κοντά στα 10 τρισεκατομμύρια) θα μπορούσαν να μετατοπίσουν όλη την ανθρωπότητα πάνω από τη γραμμή φτώχειας των 7.40 δολαρίων τη μέρα και να παράσχουν ελάχιστη υγειονομική κάλυψη στον παγκόσμιο νότο, αυξάνοντας το προσδόκιμο ζωής κατά 10 χρόνια.
Αυτή είναι η πρόκληση μπροστά μας. Να συνδεθεί ο αγώνας προστασίας του πλανήτη με τη μάχη κατά των κοινωνικών ανισοτήτων, αντί νέων “πράσινων deal” υπερκερδοσκοπίας των λίγων και εκλεκτών. Είναι τελικά ένας αγώνας για την ίδια τη Δημοκρατία.