Παύλος Χρηστίδης: «Ψηφιακή εποχή με αργό και ακριβό internet δεν γίνεται»

Άρθρο του Παύλου Χρηστίδη, Εκπροσώπου Τύπου Κινήματος Αλλαγής, στο «iefimerida.gr»:

Τις τελευταίες εβδομάδες εχουν δει το φως της δημοσιότητας πολύ ενδιαφέροντα ερευνητικά δεδομένα που αποδεικνύουν ότι πληρώνουμε πολύ ακριβά την ταχύτητα με την οποία είμαστε online στη χώρα μας και μάλιστα με ταχύτητες …χελώνας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Global Broadband Index η χώρα μας υστερεί εξαιρετικά σε ταχύτητα σύνδεσης.

Στην έρευνα που έγινε, η Ελλάδα έχει τη δεύτερη χειρότερη επίδοση στην ταχύτητα σύνδεσης στο broadband Internet, με τη μέση ταχύτητα να υπολογίζεται στα 31.89 Mbps, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι αμέσως μετά σε αρνητική κατάταξη σε αυτό το πεδίο ακολουθεί η Τουρκία. Τα στοιχεία είναι συντριπτικά και δείχνουν ότι για να κατέβει υλικό μίας ώρας από το Netflix για παράδειγμα στην Ελλάδα, απαιτούνται 12 λεπτά και 33 δευτερόλεπτα, ενώ το μέσο μηνιαίο κόστος για σταθερή σύνδεση στο Internet σε ταχύτητες broadband υπολογίζεται σε 33 ευρώ. Και σε αυτό το πεδίο φαίνεται ότι η οικονομική επιβάρυνση για ένα νοικοκυριό, μια επιχείρηση η έναν επαγγελματία είναι μεγάλη. 

Οι καλύτερες επιδόσεις σημειώνονται στην Ελβετία, όπου η μέση ταχύτητα downloading είναι τα 186,4 Mbps και ακολουθούν η Δανία, η Γαλλία, η Ουγγαρία και οι ΗΠΑ. Η Ελβετία είναι ακριβή στις υπηρεσίες της, αλλά έχει το καλύτερο downloading. Το καλύτερο uploading είναι στη Νότια Κορέα με 154.70 Mbps. H πιο συμφέρουσα οικονομικά χώρα είναι η Λιθουανία με μόλις 11.2 ευρώ για 120 Mbps downloadingκαι 113 Mbps uploading. Η χώρα μας με βάση στοιχεία του 2019 έχει 0,8% πρόσβαση σε ταχύτητες των 100 Mbps . Ακόμη και σε ταχύτητες 30 Mbps – 50 Mbps είμαστε στο 81% (ΜΟ ΕΕ 86%). Το Λιχτενστάιν είναι η πρώτη χώρα στην Ευρώπη με μέση ταχύτητα 199.28 Mbps , η Δανία 107.78 και η Ελλάδα βρίσκεται στην 60η θέση με 10.88 μέση ταχύτητα και με upload ταχύτητα 1,5 Mbps. 

Ποιο είναι το πρόβλημα; Φαίνεται οτι οι εταιρείες πάροχοι δεν έχουν σημαντικό μέγεθος αγοράς και δυνατότητες να επενδύσουν από μόνες τους σε δίκτυα. Το Ελληνικό κράτοςπροσπάθησε διαχρονικά να διαμορφώσει μια σχετική υποδομή σε μεγάλες και μεσαίες πόλεις της Ελλάδας, περιμένοντας ότι το άνοιγμα της αγοράς θα έφερνε ανταγωνισμό στην επένδυση, σε υποδομές, ειδικά, στις κατοικίες και στις οικιστικές περιοχές με έμφαση στα κέντρα των μεγάλων πόλεων που χρειάζονται επενδύσειςστις υποδομές για να έχουμε καλύτερη ταχύτητα. Οπότε τι κάνουμε; Μετράμε ονομαστικές ταχύτητες που σε καμιά περίπτωση το δίκτυο των σπιτιών μας δεν μπορεί να στηρίξει. Αυτό στοιχίζει πολύ ακριβά και πολυεπίπεδα. Άλλωστε, ειναι σαφές, οτι η διαδικτυακή οικονομία είναι κρίσιμος συντελεστής για την άνοδο του ΑΕΠ καθώς είναι βασική επιλογή για να προσθέσει η οικονομία νέες θέσεις εργασίας που χάνονται με την αυτοματοποίηση των διαδικασιών. 

Όταν η Ελλάδα φιλοδοξεί να προσελκύσει είτε επενδύσεις της ψηφιακής οικονομίας από κολοσσούς όπως η Amazon, η Tesla κ.λπ. , είτε ψηφιακούς νομάδες δε μπορεί το internet να σέρνεται. Σε αυτό το πλαίσιο, μια πρόταση είναι, στο πρόγραμμα ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΩ πέραν της ενεργειακής αναβάθμισης, να υπήρχε κι ένα πρόγραμμα ΣΥΝΔΕΟΜΑΙ, που να χρηματοδοτεί τέτοιου είδους έργα μικρής κλίμακας για να μπορέσει να χρηματοδοτησει γρήγορα το θέμα της ψηφιακής αναβάθμισης. 

Το Διαδίκτυο είναι ο πιο υποσχόμενος τομέας της νέας επιχειρηματικότητας, έχει μπει για τα καλά στην καθημερινότητα των επιχειρήσεων και προσφέρει στις ελληνικές επιχειρήσεις την ευκαιρία να γίνουν πιο ανταγωνιστικές και εξωστρεφείς και περισσότερο παραγωγικές και καινοτόμες. Το αργό internet είναι μια σοβαρή αντιπαραγωγική αδυναμία. Ο πρωτοφανής ,σε όγκο ,ψηφιακός μετασχηματισμός του κράτους αλλά και των επιχειρήσεων που πραγματοποιείται παγκοσμίως και μέσω του «επιταχυντή» της πανδημίας, καθιστά την ευρυζωνικότητα ένα δημόσιο αγαθό απαραίτητο για την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική ευημερία.

Άλλωστε, στο πλαίσιο της στρατηγικής της Ε.Ε. “Ευρώπη 2020”, ένας από τους πλέον βασικούς στόχους ήταν όλοι οι πολίτες της Ένωσης να έχουν πρόσβαση σε ταχεία ευρυζωνική κάλυψη (καλύτερη των 30 Mbps) έως το 2020.Η κυβέρνηση προσπαθεί να δημιουργήσει, όπως κάνει σχεδόν παντού, μια εικονική πραγματικότητα για τις ψηφιακές υπηρεσίες. Η αλήθεια όμως είναι ότι στη χώρα μας διευρύνονται οι ανισότητες και το ψηφιακό χάσμα. Οι ανεπαρκείς ευρυζωνικές συνδέσεις, οι χαμηλές ταχύτητες σύνδεσης, το υψηλό κόστος των ενσύρματων και ασύρματων συνδρομών, και οι ξεπερασμένες ψηφιακές υπηρεσίες ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, είναι η πραγματικότητα που δεν θέλει να βλέπει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Οι ψηφιακές αδικίες αποτυπώνονται ανάγλυφα και στο χώρο της Παιδείας.

Η πανδημία κατέστησε την ψηφιακή παρακολούθηση μακρινό όνειρο για παιδιά πολλών σχολείων ενώ, ακόμα περιμένουν κάποιες οικογένειες να υλοποιηθούν οι εξαγγελίες της κυβέρνησης για την επιδότηση των 200 ευρώ σε κάθε μαθητή, για την αγορά φορητού υπολογιστή. Είναι προφανές, ότι αυτή η συζήτηση έχει καθυστερήσει στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση κινείται και πάλι κυρίως επικοινωνιακά, χωρίς επαρκή σχεδιασμό και ουσιαστικές λύσεις. Η μετάβαση στην ψηφιακή εποχή, απαιτεί αξιοποίηση των ευκαιριών που δίνει το ταμείο ανάκαμψης, ώστε να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις του σήμερα και του αύριο.

Όπως σε κάθε μια από τις προηγούμενες τρεις βιομηχανικές  επαναστάσεις, αρχικά, εκείνη που αφορούσε την εκβιομηχάνιση της παραγωγής περί τα τέλη του 18ου αιώνα, στη συνέχεια, εκείνη που αφορούσε τη μαζική παραγωγή με τη χρήση του ηλεκτρισμού περί τα τέλη του 19ου αιώνα, καθώς και εκείνη που ξεκίνησε με την αυτοματοποίηση της παραγωγής και τη χρήση των υπολογιστών ,έτσι και τώρα, στην Τετάρτη βιομηχανική επανάσταση, με την χρήση της τεχνητής νοημοσύνης και των data science θα δημιουργηθούν συνθήκες κοινωνικής και οικονομικής ανισορροπίας. 

Είναι σημαντικό η Ελλάδα να αντιληφθεί τι έρχεται και να κινηθεί αποτελεσματικά, χωρίς καθυστερήσεις και φανφάρες αλλά με όραμα και πράξεις.


Πηγή

Leave a Reply