Κεραμέως: Τρία νομοσχέδια – βρόχος για τα σχολεία και τους εκπαιδευτικούς

Βομβαρδισμό νομοσχεδίων για τη Δευτεροβάθμια και την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση καθώς και για τους εκπαιδευτικούς συνολικά, έχει προετοιμάσει η υπουργός Παιδείας κ. Κεραμέως για το τρίμηνο Νοέμβριος 2020 – Ιανουάριος 2021. Έτσι μαζί με τη διασπορά του ιού (από τον οποίο προσβλήθηκε και η ίδια) θα έχουμε, τη δύσκολη αυτή περίοδο διασπορά ρυθμίσεων για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης με συνταγές από το πρόγραμμα της ΝΔ και τις διατυπωμένες «οδηγίες» των Ε.Ε. – ΟΟΣΑ – ΣΕΒ.

Είναι φανερό ότι η συνεχιζόμενη πανδημία αποδεικνύεται μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τη νομοθετική «κατοχύρωση» παρεμβάσεων που δεν αφορούν απλά κάποιους τομείς της εκπαίδευσης αλλά στοιχεία της φυσιογνωμίας της και της κατεύθυνσής της.

Αν εξαιρέσουμε μια σειρά από τροπολογίες που ετοιμάζονται να εισαχθούν σε νομοσχέδια άλλων υπουργείων κυρίως με θέματα Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης το υπουργείο Παιδείας έχει ήδη έτοιμα τρία νομοσχέδια που αφορούν:

1. Τις διαρθρωτικές αλλαγές στην Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση

2. Την επιλογή και κρίση στελεχών και «αξιολόγηση» εκπαιδευτικών

3. Τη νέα αναδιάρθρωση στη διοίκηση των πανεπιστημίων και στα προγράμματα σπουδών.

Οι αλλαγές στην επαγγελματική εκπαίδευση

Μέσα στο Νοέμβριο αναμένεται να κατατεθεί στη διαβούλευση το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας για την επαγγελματική εκπαίδευση. Ο σχεδιασμός έχει δυο κεντρικά στοιχεία, ένα όσον αφορά στο περιεχόμενο σπουδών και ένα όσον αφορά στα επαγγελματικά, λεγόμενα, Ευρωπαϊκά Πλαίσια Προσόντων. Συγκεκριμένα:

Α. Ενοποίηση όλων των δομών Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, Κατάρτισης και Διά Βίου Μάθησης (ΕΠΑΛ, ΙΕΚ κλπ) και άμεση σύνδεση με την ουσιαστική συμμετοχή των λεγόμενων κοινωνικών εταίρων στο σχεδιασμό τους (Περιφερειάρχες, δήμαρχοι, επιμελητήρια της βιομηχανίας, του τουρισμού, της αγροτικής παραγωγής, κ.ά.) Η κατεύθυνση είναι ένας κοινός βασικός κορμός μαθημάτων, ο οποίος θα συμπληρώνεται από μαθήματα επιλογής, προσδιορισμένα «στη βάση των αναγκών εργασίας για κάθε περιφέρεια».

Β. Καθιέρωση Εθνικού Συστήματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης το οποίο αναπτύσσεται στα επίπεδα (3), τέσσερα (4) και πέντε (5) του Εθνικού Πλαισίου Προσόντων, κατ’ αντιστοιχία με αυτά του Ευρωπαϊκού Πλαισίου Προσόντων. Ειδικότερα, στο επίπεδο 3 εντάσσονται οι Επαγγελματικές Σχολές Κατάρτισης (ΕΣΚ.) και οι Επαγγελματικές Σχολές Μαθητείας (ΕΠΑ.Σ.) του ΟΑΕΔ, στο επίπεδο 4 τα Επαγγελματικά Λύκεια (ΕΠΑΛ) και στο επίπεδο 5 τα Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΙΕΚ) και το Μεταλυκειακό Έτος-Τάξη Μαθητείας των ΕΠΑΛ.

Παράλληλα προβλέπεται σε Περιφερειακό Επίπεδο «Συγκρότηση Συμβουλίων Σύνδεσης με την Παραγωγή και την Αγορά Εργασίας στην έδρα κάθε Περιφέρειας της χώρας» καθώς και «ίδρυση Επαγγελματικών Σχολών Κατάρτισης (ΕΣΚ) διετούς φοίτησης επιπέδου 3 για αποφοίτους Γυμνασίου (υποχρεωτικής εκπαίδευσης)».

Η καθυστερημένη, σε σχέση με το χρονοδιάγραμμα του υπουργείου Παιδείας, κατάθεση του νομοσχεδίου, συνδέεται με τον προβληματισμό να μεταφερθεί, σε αυτή τη φάση ή αργότερα, η επαγγελματική εκπαίδευση στο σύνολό της (ΕΠΑΛ, ΙΕΚ, Σχολές ΟΑΕΔ, σχολεία δεύτερης ευκαιρίας, εκπαίδευση ενηλίκων, γεωργικές, τουριστικές σχολές) στις Περιφέρειες, με την ίδρυση Περιφερειακής Διεύθυνσης Εκπαιδευτικής Πολιτικής.

Η προτεραιότητα που δίνεται τώρα στην Επαγγελματική Εκπαίδευση είναι γιατί ο τομέας αυτός συνδέεται αντικειμενικά πιο άμεσα με τις ανάγκες των επιχειρήσεων σε κλαδικό, περιφερειακό και κεντρικό επίπεδο. Είναι αποτέλεσμα, αφενός, των αναγκών προετοιμασίας τεχνικού επαγγελματικού προσωπικού χαμηλού επιπέδου ειδίκευσης μέσα από τα ΕΠΑΛ, σε συνάρτηση με τους κλάδους της οικονομίας που το απαιτούν και αφετέρου της λεγόμενης αυτονομίας της σχολικής μονάδας, της διαφοροποίηση στο ίδιο το περιεχόμενο του σχολείου, καθώς και της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων. Η «χημεία» τους έχει ως βασικό στόχο την αποδόμηση του δημόσιου χαρακτήρα του εκπαιδευτικού συστήματος.

Η «αξιολόγηση» των εκπαιδευτικών και η επιλογή στελεχών

Παράλληλα μέσα στο χειμώνα το υπουργείο Παιδείας θα φέρει νομοσχέδιο για τις δομές της εκπαίδευσης, τις κρίσεις – επιλογές στελεχών καθώς και για την ατομική «αξιολόγηση» του εκπαιδευτικού (που θα είναι συνδεδεμένη με τα σχολικά αποτελέσματα) και η οποία μετατίθεται για την επόμενη χρονιά.

Ήδη η υπουργική απόφαση για την εσωτερική «αξιολόγηση» των σχολείων – τη λεγόμενη αυτοαξιολόγηση – είναι έτοιμη μετά την επεξεργασία της από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Οι φόρμες αξιολόγησης, το περιεχόμενο των κριτηρίων και ο τρόπος σύνταξής τους στην έκθεση αξιολόγησης θα καθορίζονται από το υπουργείο Παιδείας.

Σύμφωνα με τον σχεδιασμό η εξωτερική «αξιολόγηση», θα γίνεται με τη συμμετοχή σε αυτήν, αμέσως ή εμμέσως, των Περιφερειακών Κέντρων Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού (ΠΕΚΕΣ), του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) και της Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ).

Σύμφωνα με πληροφορίες η ατομική «αξιολόγηση» θα αφορά στη «βαθμολόγηση» του έργου του εκπαιδευτικού μέσα στο σχολείο, ενώ αυξημένες αρμοδιότητες σε αυτό θα έχουν ο διευθυντής του σχολείου και ο σχολικός σύμβουλος (θεσμός που επανέρχεται). Οι εκπαιδευτικοί θα «αξιολογούνται» εκτός των άλλων και για τα μέσα που χρησιμοποιούν στη διδασκαλία (νέες τεχνολογίες, μεθόδους συνεργατικής κ.ο.κ). Από την πλευρά τους, οι σχολικοί σύμβουλοι θα έχουν στις αρμοδιότητές τους και το να παρακολουθούν περιοδικά τη διδασκαλία των εκπαιδευτικών στις τάξεις.

Η διαδικασία προβλέπει συμμετοχή όλων των μελών του συλλόγου διδασκόντων, του προεδρείου του δεκαπενταμελούς μαθητικού συμβουλίου, των μελών του διοικητικού συμβουλίου του συλλόγου γονέων και κηδεμόνων καθώς και εκπροσώπου του οικείου Δήμου (εγκρίνεται από τον συντονιστή εκπαιδευτικού έργου καθώς και τον διευθυντή εκπαίδευσης).

Οι παρεμβάσεις αυτές είναι φανερό ότι ανοίγουν διάπλατα το δρόμο στη λογική κατηγοριοποίησης των σχολικών μονάδων με κριτήρια –μεταξύ άλλων– τα μαθησιακά αποτελέσματα, τις επιδόσεις των μαθητών, τη μαθητική διαρροή και τη σχέση του σχολείου με την κοινωνία και την περιοχή!

Όλα τα παραπάνω συγκροτούν τους όρους μιας διαδικασίας που καμία σχέση δεν έχει με εσωτερικές και ανατροφοδοτικές συλλογικές παιδαγωγικές λειτουργίες. Αντίθετα, διαμορφώνει μια δυναμική κωδικοποίησης, συγκρισιμότητας, διαφοροποίησης, κατάταξης και ανταγωνισμού των σχολικών μονάδων, που θα πάρει σαφέστερα χαρακτηριστικά με την έκδοση των υπουργικών αποφάσεων που θα ορίσουν φόρμες και δείκτες «αξιολόγησης». Αυτή η διαδικασία θα οδηγήσει και στην «αξιολόγηση» – κατηγοριοποίηση των εκπαιδευτικών.

Η λεγόμενη «αυτοαξιολόγηση» θα αρχίσει με απογείωση της γραφειοκρατικής δουλειάς του εκπαιδευτικού (συμπλήρωση εντύπων, φορμών με δείκτες, τυποποιημένες απανωτές συνεδριάσεις συλλόγων κ.λπ.), θα συνεχίσει με τη δημιουργία μιας βάσης μετρήσιμων και συγκρίσιμων δεδομένων για κάθε σχολική μονάδα που, σε δεύτερο χρόνο, θα αποτελέσει μέτρο σύγκρισης, κατάταξης και κατηγοριοποίησης των σχολείων σε όλη τη χώρα για να καταλήξει στον επιθεωρητισμό, τη χειραγώγηση και την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων.

Το νομοσχέδιο για τα πανεπιστήμια και τα λεγόμενα «διπλά πτυχία»

Σχεδόν έτοιμο είναι και το νομοσχέδιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση που περιέχει δομικές αλλαγές τόσο στη διοίκηση των πανεπιστημίων όσο και στα προγράμματα σπουδών με στόχο, ανάμεσα σε άλλα, «τη δυνατότητα απόκτησης κοινών πτυχίων από δύο σχολές». Παράλληλα το νέο νομοσχέδιο θα περιλαμβάνει τον καθορισμό από τα ΑΕΙ του αριθμού των εισακτέων στα Πανεπιστήμια τα οποία θα ορίζουν πλαφόν στη βαθμολογία των πρωτοετών φοιτητών σε μαθήματα αυξημένης βαρύτητας.

Το νομοσχέδιο του υπουργείου διακηρυκτικά τονίζει ότι «δίνει τις δυνατότητες στα Πανεπιστήμια να εκσυγχρονίσουν τα προγράμματα σπουδών. Μέχρι σήμερα, για παράδειγμα, η έννοια του Τμήματος ήταν συνδεδεμένη με το πρόγραμμα σπουδών, αυτό απελευθερώνεται και θα μπορεί ένα Τμήμα να δίνει περισσότερα προγράμματα σπουδών, να δίνει προγράμματα σπουδών σε συνεργασία με άλλα Τμήματα ή με Τμήματα και άλλων Πανεπιστημίων».

Το υπουργείο φέρνει παράδειγμα των παραπάνω αλλαγών τις ρυθμίσεις με τα ξενόγλωσσα προπτυχιακά προγράμματα σπουδών, που απευθύνονται σε αλλοδαπούς φοιτητές με καταβολή διδάκτρων.

Είναι φανερό ότι το υπουργείο επιχειρεί τον τεμαχισμό και το ξεχαρβάλωμα των προπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών. Των προγραμμάτων σπουδών που μέχρι σήμερα ήταν απόλυτα συνδεδεμένα με το Πανεπιστημιακό Τμήμα και βασίζονταν στη συνεκτική και ολόπλευρη γνώση όλων των επιμέρους στοιχείων που απαρτίζουν μια επιστήμη.

Με το νομοσχέδιο προκρίνονται τα πτυχία-«σούπα» με άθροιση μαθημάτων από διάφορα τμήματα και επιστημονικές περιοχές τα οποία βέβαια θα περνάνε από τον έλεγχο του υπουργείου ώστε τα νέα αυτά προγράμματα σπουδών να ανταποκρίνονται στις κάθε φορά ανάγκες της αγοράς. Καταλαβαίνει κανείς ότι εάν αυτή η κατεύθυνση υλοποιηθεί, αφενός, τα διαφοροποιημένα πλέον «πτυχία» δεν θα αντανακλούν το περιεχόμενο μιας επιστήμης αλλά «προσόντα» που θα επιβάλλει η αγορά ανάλογα με τις δικές της αγοραίες ανάγκες και αφετέρου, ανάλογο κατακερματισμό θα υποστούν και τα επαγγελματικά δικαιώματα. Και έτσι ανοίγει ο δρόμος για την «ανάγκη» συνεχών «επανακαταρτίσεων», τις οποίες θα πληρώνουν οι φοιτητές πελάτες, απόφοιτοι, εργαζόμενοι, με μεγάλα μεσοδιαστήματα ανεργίας, ανασφάλεια και μισθούς ανάλογους της ευελιξίας τους.

Από την άλλη, η ικανότητα του Πανεπιστημίου να αυξάνει το «πελατολόγιό» του θα συνδεθεί άμεσα και η οικονομική του επιβίωση καθώς η ήδη πενιχρή δημόσια χρηματοδότησή του δεν βάσει του νόμου 4653/2020 από το 2021 «το 80% της τακτικής επιχορήγησης στα ΑΕΙ θα κατανέμεται βάσει αντικειμενικών, μετρήσιμων κριτηρίων, όπως ο συνολικός αριθμός των εγγεγραμμένων φοιτητών ανά πρόγραμμα σπουδών, το εκτιμώμενο ετήσιο κόστος σπουδών ανά φοιτητή για κάθε πρόγραμμα σπουδών, η διάρκεια των προγραμμάτων σπουδών, το μέγεθος και η γεωγραφική διασπορά του ιδρύματος, το μόνιμο και έκτακτο προσωπικό και άλλα».


Πηγή