Με αφορμή την πρόσληψη εξαμηνιτών, διαμορφώνουν τον κατώτατο μισθό στα… 200 ευρώ!

Η αύξηση του κατώτατου μισθού, με το Ν.4722/20 (ΦΕΚ 177Α/2020), το νόμο δηλαδή με την επικύρωση των αντεργατικών διατάξεων των ΠΝΠ του Αυγούστου και τις νεώτερες που προστέθηκαν (υποχρεωτική απλήρωτη υπερωρία, πετσόκομμα του Δώρου Χριστουγέννων σε αναστολές συμβάσεων και ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ, τριμηνίτες στην εκπαίδευση κ.λπ.), μεταφέρθηκε στα τέλη του Μάρτη του 2021.. και οψόμεθα. Μέχρι τότε, όμως, όπως αποδεικνύεται και από τα γεγονότα, και συγκεκριμένα με βάση την ΚΥΑ για τους 100.000 εξαμηνίτες στον ιδιωτικό τομέα, που υπέγραψαν ο υπουργός Εργασίας, Γιάννης Βρούτσης, και ο αναπληρωτής Οικονομικών, Θόδωρος Σκυλακάκης, ο κατώτατος μισθός και ειδικά για τους μακροχρόνια άνεργους που προσλαμβάνονται… διαμορφώνεται στα 200 ευρώ! Το πρόγραμμα για τους 100.000 εξαμηνίτες αρχίζει την 1η Οκτώβρη και έχει διάρκεια έξι μηνών, δηλαδή, μέχρι το Μάρτη του 2021. Ωστόσο, η υπερβολική… ευελιξία του το καθιστά έωλο και αμφίβολης αποτελεσματικότητας ακόμα και για τις επιχειρήσεις.

Αναλυτικότερα, σε επιδότηση πρόσληψης μακροχρόνια ανέργων με μερική απασχόληση και μισθολογικό κατώφλι τα 200 ευρώ (!) μετεξελίσσεται, πριν ακόμη ξεκινήσει, το πολυδιαφημισμένο πρόγραμμα δημιουργίας 100.000 θέσεων εργασίας που τίθεται σε λειτουργία από την Πέμπτη 1η Οκτωβρίου και εξαγγέλθηκε από τον πρωθυπουργό στη Θεσσαλονίκη. Χθες, δημοσιεύτηκε η ΚΥΑ των υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, «με δύο αλλαγές που καθιστούν το πρόγραμμα απαύγασμα ευελιξίας», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η «Εφημερίδα των Συντακτών». Κι αυτό, όπως σημειώνει, «όχι μόνο επειδή στις επιδοτούμενες θέσεις εργασίας εντάσσονται και οι προσλήψεις με μερική απασχόληση, αλλά κυρίως διότι δίνει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να προσλαμβάνουν μακροχρόνια ανέργους στους οποίους ο μισθός μπορεί να ξεκινά από τα 200 ευρώ».

Να πώς διατυπώνεται στην απόφαση η σχετική ρύθμιση, στην παράγραφο 2 του Άρθρου 2 της εγκυκλίου:

«Σε περίπτωση που η νέα θέση εργασίας αφορά μακροχρόνια άνεργο, εγγεγραμμένο στο μητρώο ανέργων του ΟΑΕΔ για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 12 μηνών μέχρι την υποβολή της αίτησης-δήλωσης των επιχειρήσεων-εργοδοτών για ένταξη στο πρόγραμμα, η νέα πρόσληψη επιδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό (πέραν της επιδότησης των ασφαλιστικών εισφορών) με 200 ευρώ, επί του καθαρού μηνιαίου μισθού, προ φόρου και ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης. Σε κάθε περίπτωση, ο καθαρός μηνιαίος μισθός, προ φόρου και ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, του νεοπροσληφθέντος μακροχρόνια ανέργου δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού των 200 ευρώ»!

Με άλλα λόγια, όπως τονίζει η εφημερίδα, «οι επιχειρήσεις μπορούν να προσλάβουν μακροχρόνια ανέργους για μία ή δύο ημέρες την εβδομάδα και να τους συντηρούν απλώς με τα χρήματα της επιπλέον κρατικής επιδότησης των 200 ευρώ. Με βάση τη λογική της διάταξης, ίσως, μπορούν ακόμη και απλώς να υποκρίνονται ότι τους προσλαμβάνουν και να χρησιμοποιούν το πρόγραμμα ως μέσο παράτασης του επιδόματος ανεργίας, με 200 ευρώ τον μήνα».

Η απροθυμία

Υποτίθεται ότι τα κριτήρια ένταξης στο πρόγραμμα ελαστικοποιήθηκαν ακόμη περισσότερο για να καμφθεί η απροθυμία των επιχειρήσεων, όπως συνέβη και με το προηγούμενο πολυδιαφημισμένο πρόγραμμα ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ. Αλλά ακόμη κι έτσι, υπογραμμίζει, «παραμένει άγνωστο αν κι αυτό το πρόγραμμα θα τύχει αποδοχής από την αγορά, αφού για να μπορέσει μια επιχείρηση να λάβει μέρος των 345 εκατ. ευρώ που διατίθενται, θα πρέπει να έχει ρυθμίσει τις ασφαλιστικές και φορολογικές της υποχρεώσεις και να διαθέτει ασφαλιστική και φορολογική ενημερότητα κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης-υπεύθυνης δήλωσης ένταξης στο πρόγραμμα».

Επιπλέον, η επιχείρηση που θα προσλάβει έναν επιδοτούμενο άνεργο για πλήρη ή μερική απασχόληση, «ακόμη και χωρίς να καταβάλει ένα ευρώ μισθό (στην περίπτωση των μακροχρονίως ανέργων) οφείλει την ημέρα της πρόσληψης να μην έχει μεταβάλει προς τα κάτω τον αριθμό των εργαζομένων που είχε στις 18 Σεπτεμβρίου 2020». Φυσικά, «μπορεί να κάνει υποκατάσταση, να απομακρύνει τους εργαζομένους που δεν θέλει και να τους αντικαταστήσει με νέους επιδοτούμενους, αλλά και σε αυτή την περίπτωση δεσμεύεται να διατηρήσει τον ίδιο αριθμό για 6 μήνες. Περιορισμός που δύσκολα μπορεί να γίνει αποδεκτός από επιχειρήσεις που λειτουργούν ακόμη χωρίς πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό και υπό τον φόβο της έξαρσης του COVID-19».


Πηγή