Περιβαλλοντικό Νομοσχέδιο χωρίς Περιβαλλοντική Προβληματική
Του Νίκου Χούτα
Αν. Τομεάρχη Περιβάλλοντος Κινήματος Αλλαγής
Την επαύριον της άρσης των αυστηρών περιοριστικών μέτρων λόγω πανδημίας η υποβολή του σχεδίου νόμου «Εκσυγχρονισμός περιβαλλοντικής νομοθεσίας, ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των Οδηγιών 2018/844 και 2019/692 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και λοιπές διατάξεις» του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, θα μπορούσε να είναι μια πρώτη τάξεως ευκαιρία κεφαλαιοποίησης του πνεύματος συναντίληψης των δύο προηγούμενων μηνών. Η ευκαιρία αυτή χάθηκε στα κυανά νερά της πολιτικής ασυνειδησίας και ενώ παγκοσμίως έχει εμπεδωθεί ότι εξαιτίας της κλιματικής κρίσης οι κοινωνίες, πλούσιες και φτωχές, πρέπει να προχωρήσουν σε δραστικές αλλαγές των οικονομικών τους προσδοκιών, των καθημερινών τους συνηθειών και του τρόπου ζωής τους.
Το σχέδιο νόμου που εισήχθη στο στάδιο της διαβούλευσης με 66 άρθρα και κατέληξε με τα διπλάσια, συνάντησε τις πλέον ισχυρές αντιδράσεις νομοθετήματος της τωρινής κυβέρνησης. Πλήθος επιστημονικών φορέων, περιβαλλοντικών οργανώσεων και πολιτών εξέφρασαν τις σοβαρές ενστάσεις και διαφωνίες τους. Από την άλλη ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων, το Τεχνικό Επιμελητήριο και η Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδας τάχθηκαν σε γενικές γραμμές υπέρ. Να σημειώσω, ως αιρετός της αυτοδιοίκησης, τη νέα άποψη που φαίνεται να διέπει τα μέλη της ηγεσίας της ΚΕΔΕ και έχει σχέση με την απεμπόληση της αποκέντρωσης ως βασικής αρχής της. Για να μην θίξω απόψεις μελών της, που διατυπώθηκαν στην ακρόαση της Ειδικής Επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου και αφορούσαν τη νομιμοποίηση των αυθαιρέτων, την ίδια ώρα που πολλές διατάξεις του σχεδίου νόμου χαρακτηρίζονταν προβληματικές και με πρόχειρη νομική επεξεργασία, απόρροια της βεβιασμένης κατάθεσής του.
Οι ειδικές συνθήκες δεν συνιστούν επιχείρημα για το έλλειμμα ουσιαστικής συζήτησης με τους εμπλεκόμενους φορείς ούτε επιτρέπει στην κυβέρνηση μέσα σε ιδιότυπες κοινοβουλευτικές διαδικασίες να αγνοεί το άρθρο 24 του Συντάγματος στο οποίο ορίζεται ότι η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Προκαλεί πάντως εντύπωση το γεγονός ότι ο επί πολλά έτη θητεύσας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Υπουργός Περιβάλλοντος γυρίζει την πλάτη στις ευρωπαϊκές πρακτικές. Η ευρωπαϊκή πολιτική για το Περιβάλλον χαρακτηρίζεται από την ανάγκη της συμμετοχής των ενδιαφερόμενων μερών, των τοπικών αρχών διακυβέρνησης και των πολιτών ώστε να γίνει αντιληπτό ότι η προστασία της φύσης μας αφορά όλους καθώς πρόκειται για την κοινή μας κληρονομιά. Η στάση που επιφύλαξε η ηγεσία του υπουργείου στον Πανελλήνιο Σύλλογο των Εργαζομένων στους 36 Φορείς Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών που μετατρέπονται σε 24 Μονάδες Διαχείρισης χωρίς να τους δωθεί η δυνατότητα να εκθέσουν τα επιχειρήματά τους είναι ενδεικτική της ποιότητας και του βάθους της διαβούλευσης.
Πλέον η διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών με την κατάργηση της αυτοτέλειας των Φορέων Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών επιχειρείται να ασκείται με τον κεντρικό τους έλεγχο να συγκεντρώνεται σ’ έναν φορέα, τον ΟΦΥΠΕΚΑ αποδυναμώνοντας παράλληλα τις τοπικές αρχές, τις νέες Μονάδες Διαχείρισης και τις Επιτροπές Διαχείρισης με την αφαίρεση του δικαιώματος της γνωμοδότησης για προτεινόμενα έργα και δραστηριότητες εντός των ορίων δικαιοδοσίας τους. Το νέο σύστημα διακυβέρνησης των προστατευόμενων περιοχών δεν διασφαλίζει τον έλεγχο και την προστασία τους. Επιπλέον η θεσμοθέτηση τεσσάρων ζωνών διαβαθμισμένης προστασίας των περιοχών Natura δείχνει να ανοίγει τις πύλες για εκδήλωση επενδυτικών δραστηριοτήτων με βαρύ περιβαλλοντικό αποτύπωμα εντός προστατευόμενων περιοχών. Και εδώ η ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος αδυνατεί να παρακολουθήσει τις καλές πρακτικές. Η ευρωπαϊκή εμπειρία συνδέει τις αιρετές περιφερειακές και τοπικές αρχές με τον σχεδιασμό, την επίβλεψη και υλοποίηση «πράσινων» επενδύσεων σε προστατευόμενες περιοχές. Η κεντρική εξουσία αντιλαμβάνεται ότι η ανάθεση αρμοδιοτήτων της για τέτοιους σκοπούς έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη. Αμφιλεγόμενες εξάλλου είναι και οι διατάξεις της περιβαλλοντικής αδειοδότησης με την εκχώρηση των Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) σε ιδιώτες σε συνδυασμό με την οριζόμενη ρύθμιση περί ολοκλήρωσης του ελέγχου και της –τυπικής όσο και ουσιαστικής- πληρότητάς τους εντός πέντε ημερών. Να σημειωθεί ότι η κατάργηση της υποχρεωτικής υποβολής ποιοτικών και ποσοτικών περιβαλλοντικών στοιχείων από τους επενδυτές που αιτούνται περιβαλλοντικής αδείας προσκρούει στην κοινοτική οδηγία 92/2011 περί ΜΠΕ.
Οι νομοθετικές αυτές προβλέψεις συνιστούν επαγρύπνηση στο στάδιο της εφαρμογής τους. Για παράδειγμα στην Αιτωλοακαρνανία έναν νομό με υψηλή περιβαλλοντική αξία και μοναδική οικοσυστημική κατανομή από το Εθνικό Πάρκο Λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου–Αιτωλικού, κάτω ρου εκβολών ποταμών Αχελώου και Ευήνου και Εχινάδων νήσων έως τους υγροβιότοπους του Αμβρακικού κόλπου, η πρόκληση αποφυγής επενδύσεων με βαρύ περιβαλλοντικό αποτύπωμα είναι ανοικτή.
Το Κίνημα Αλλαγής καταψηφίζει το σχέδιο νόμου, αξιοποιώντας το περιβαλλοντικό κεκτημένο που αποκτήθηκε χάριν της δημοκρατικής παράταξης η οποία εισήγαγε στο πολιτικό λεξιλόγιο την έννοια της αειφόρου πράσινης ανάπτυξης, κατοχυρώνοντας συνταγματικά την προστασία του περιβάλλοντος σε σχέση με τις επενδυτικές δράσεις και ιδρύοντας για τους λόγους αυτούς, το 2009, επί κυβερνήσεως Γ. Παπανδρέου, ξεχωριστό υπουργείο Περιβάλλοντος. Το μοντέλο ανάπτυξης στο οποίο προσβλέπουμε, έχει θεμελιώδη αρχή του ένα νέο Πράσινο Κοινωνικό Συμβόλαιο. Για το λόγο αυτό στηρίζουμε το δικαίωμα του αγρότη και του παραγωγού στις επενδύσεις σε ΑΠΕ αξιοποιώντας το πλαίσιο των ενεργειακών κοινοτήτων. Η κυβέρνηση με το νομοθέτημά της κινείται στην άκρως αντίθετη κατεύθυνση ευνοώντας τις μεγάλες ενεργειακές επιχειρήσεις. Και πάλι ευρισκόμενη σε χάσμα με τις ευρωπαϊκές πρακτικές, όπως π.χ. της Γερμανίας όπου το 42% της εγκατεστημένης ισχύος ΑΠΕ, ανήκει σε νοικοκυριά και αγρότες και μόνο το 5,4% ανήκει στις 4 μεγάλες ενεργειακές επιχειρήσεις της χώρας.
Η περιβαλλοντική πολιτική απαιτεί υπερβάσεις και ρήξεις και πειστική δύναμη που θα επνέει τους πολίτες να την ακολουθήσουν. Το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Περιβάλλοντος βρίσκεται σε δυσαρμονία με την εποχή του.
ΥΓ.Σ’ ένα μήνα από σήμερα, στις 5 Ιουνίου, θα γιορτάζουμε την Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος. Επειδή υποθέτω ότι σ’ ένα μήνα είναι δύσκολο για την ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος να κατανοήσει και να αφομοιώσει έννοιες όπως Αειφορία, Βιωσιμότητα, Πράσινη Ανάπτυξη και Ενεργειακή Δημοκρατία ας ξεκινήσει πρώτα με κάτι περισσότερο οικείο πολιτικά γι’ αυτήν, μελετώντας το Μήνυμα για τη Ημέρα του Προέδρου της Δημοκρατίας, το 1979, τη χρονιά που γεννήθηκα. Ο φιλόσοφος Κ.Τσάτσος, που τον επικαλείται σε κάθε ευκαιρία ο αξιότιμος Πρόεδρος της Βουλής, έγραφε τότε: «Είναι αναμφισβήτη η ροπή του ανθρώπου για περισσότερη ευημερία. Όμως η ευημερία δεν μετριέται μόνο με ποσοτικά μεγέθη». Με την κατανόηση αυτής της αρχής και αφου μελετήσει το περιβαλλοντικό νομοθετικό έργο των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, στον επόμενο συλλογισμό θα συναντήσει τις παραπάνω έννοιες.