«Η μάχη των ταυτοτήτων», όπως ήταν ο όρος που επικράτησε εκείνη την εποχή, αρχές του 2000, και έχει διατηρηθεί μέχρι σήμερα, αποτέλεσε την πολύμηνη σφοδρή αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και Εκκλησίας αναφορικά με τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στα δελτία αστυνομικής ταυτότητας.
Ο ένας πρωταγωνιστής της «ιερής διαμάχης» ήταν ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, ο οποίος, για να δικαιολογήσει την απόφασή του, επικαλέστηκε την ανάγκη εναρμόνισης με την ευρωπαϊκή νομοθεσία για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
«Αλλο η πίστη και η θρησκεία και άλλο το δελτίο ταυτότητας, δηλαδή ο τρόπος που επικοινωνεί ο πολίτης με το κράτος», είχε δηλώσει ο κ. Σημίτης, διαμηνύοντας στην πλευρά της Εκκλησίας που πίεζε αφόρητα για να αναθεωρήσει τη στάση του ότι «θέμα συγκυβέρνησης της χώρας δεν τίθεται».
Ο έτερος πρωταγωνιστής ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Χριστόδουλος, ο οποίος ύψωσε όχι μόνο μεταφορικά αλλά και στην κυριολεξία το λάβαρο της επανάστασης κατά των κυβερνητικών πρωτοβουλιών, αφού στη «λαοσύναξη» της Αθήνας κράτησε στα χέρια του το αντίγραφο του λαβάρου της Επανάστασης του 1821, που μετέφερε από την Αγία Λαύρα ο μητροπολίτης Καλαβρύτων, Αμβρόσιος.
«Να γίνει ένα δημοψήφισμα και θα δουν ότι ο λαός προσυπογράφει μαζί μας», βροντοφώναζε με βεβαιότητα στα πύρινα πολιτικά του κηρύγματα της επίμαχης περιόδου ο Χριστόδουλος, ο οποίος -εκτός από δύο ανοιχτές συγκεντρώσεις, στο Σύνταγμα και στον Λευκό Πύργο στη Θεσσαλονίκη- διοργάνωσε συλλογή υπογραφών από πιστούς με αίτημα το δημοψήφισμα για την προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στις νέες ταυτότητες.
Ανάμεσα στους υπογράφοντες και ο Κώστας Καραμανλής, πρώην πρόεδρος της Ν.Δ., η οποία ασμένως συντάχθηκε με τη «δεξιά του Κυρίου».
Φυσικά, δημοψήφισμα ουδέποτε διεξήχθη και δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Οπως εξηγούσε με ανακοίνωσή της η Προεδρία της Δημοκρατίας, λίγο μετά την επίσκεψη του Αρχιεπισκόπου στον τότε Πρόεδρο Κωστή Στεφανόπουλο, «οι εκτός νομοθετημένης διαδικασίας συλλεγείσες υπογραφές δεν είναι δυνατόν να ανατρέψουν τις διατάξεις του Συντάγματος».
Η σύγκρουση
Ολα ξεκίνησαν στον απόηχο συνέντευξης που παραχώρησε, μετά τις νικηφόρες για το ΠΑΣΟΚ εθνικές εκλογές, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Μιχάλης Σταθόπουλος, εκφράζοντας την (προσωπική) άποψη ότι το θρήσκευμα αποτελεί ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο και η αναγραφή του στην αστυνομική ταυτότητα έρχεται σε αντίθεση με σχετικό νόμο που ισχύει από το 1997.
Οι δηλώσεις αυτές εξελήφθησαν ως αιτία κήρυξης πολέμου εκ μέρους της Εκκλησίας και του προκαθημένου της, ο οποίος άλλωστε επιδείκνυε ιδιαίτερη σπουδή να παρεμβαίνει σε θέματα που δεν άπτονταν των αρμοδιοτήτων ενός θρησκευτικού ηγέτη και άδραξε την ευκαιρία προκειμένου να βγάλει το «χριστεπώνυμο πλήρωμα» στους δρόμους.
«Σε αυτόν τον τόπο υπάρχει ένας παράγοντας ο οποίος ούτε μπορεί ούτε πρέπει να αγνοείται. Είναι ο λαός», τόνιζε ο μακαριστός Χριστόδουλος, πυροδοτώντας τον φανατισμό των πιο ακραίων κύκλων.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα, στις προτεραιότητες της διακυβέρνησης του Κώστα Σημίτη ήταν τα ζητήματα της οικονομίας λόγω ένταξης της Ελλάδας στην ευρωζώνη και της εξωτερικής πολιτικής λόγω Κύπρου.
Το θέμα των ταυτοτήτων και πολύ περισσότερο οι τεταμένες σχέσεις με την Εκκλησία ήταν κάτι που ο πρώην πρωθυπουργός δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι θα ελάμβανε διαστάσεις «εικονομαχίας».
Παρ’ όλα αυτά, παρέμεινε αμετακίνητος στην επιλογή του, κρίνοντας ότι το διακύβευμα δεν ήταν η αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες αλλά μια αναμέτρηση με σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά που αφορούσε μια υπόθεση του κράτους και την επιρροή του έναντι των πολιτών.
Ακρότητες
Ειδικά, το «εκκλησιαστικό ποίμνιο», βοηθούντων των ιεραρχών και των συνωμοσιολογικών υπερβολών τους, επόμενο ήταν να φανατιστεί επικίνδυνα και να βάλλει κατά της κυβέρνησης, του πρωθυπουργού και της απόφασής του.
Ανάμεσα στις ακρότητες που ακούστηκαν ήταν ότι «ο Σημίτης πολεμάει τον χριστιανισμό», «είναι εχθρός της Ορθοδοξίας», θέλει να καταργήσει τα μυστήρια της Εκκλησίας και άλλα παρόμοια.
Ο ίδιος περιοριζόταν να δηλώνει ότι η Πολιτεία είναι πάντα πρόθυμη για διάλογο με την Εκκλησία, αλλά για τα θέματα που είναι κοινού ενδιαφέροντος, γεγονός που δυσαρεστούσε την τότε ηγεσία της ιεραρχίας και τις «επεκτατικές» φιλοδοξίες της.
Τελικά πάντως, το Συμβούλιο της Επικρατείας επικύρωσε την επιλογή της Πολιτείας για ολοσχερή απάλειψη του θρησκεύματος στις ταυτότητες (Ολομέλεια ΣτΕ, 2283/2001).
Η πλειοψηφία της κυβέρνησης και των ανώτατων καθοδηγητικών οργάνων του ΠΑΣΟΚ, παρά το αρχικό μούδιασμα, συντάχθηκαν με τον Κώστα Σημίτη, ο οποίος προσπάθησε να κρατήσει εξαρχής χαμηλούς τόνους και να ξεκαθαρίσει ότι δεν τίθεται θέμα σχέσεων με την Εκκλησία αλλά ζήτημα συνταγματικής τάξης και κύρους της πολιτικής εξουσίας.