Στέφανος Παραστατίδης: Μια αληθινή ιστορία που καθρεφτίζει το Μεταναστευτικό

“Ο ασθενής, ηλικίας 70 και βάλε, προσέρχεται με καροτσάκι στα επείγοντα, συνοδεία υιού, συριακής καταγωγής. Μία εμπύρετη λοίμωξη αναπνευστικού είχα να αντιμετωπίσω, μα ρωτώ για την αναπηρία απευθυνόμενος στον γιο, αν είναι πρόσφατη ‘δηλαδή’ -και κείνος, σε σπαστά αγγλικά, μού λέει πως είναι έτσι από καιρό.

-Και πώς τον φέρατε από την πατρίδα σας; (οι απορίες μου προτρέχουν της εξέτασης)

-Αποφασίσαμε να φύγουμε, γιατρέ, με τη γυναίκα και την κόρη μου. Δύσκολη απόφαση, θα έπρεπε να τον αφήσουμε πίσω τον παππού. Και είχε χάσει όλα του τα αδέρφια από σφαίρες. Μονάχος θά ΄μενε. Μα δεν μπορούσαμε άλλο να περίμενουμε το θάνατό μας.
Κ σαν κάναμε να πούμε αντίο, η κόρη μου τυλίχτηκε στο λαιμό του σαν να μην υπήρχε αύριο και έκλαιγε με λυγμούς. Δεν μπορούσαμε να την ξετυλίξουμε, δεν γινόταν σου λέω. Δεν έβγαινε τούτος ο αποχωρισμός. Θα μας θανάτωναν οι τύψεις πιο πολύ και από τις σφαίρες που σφύριζαν τριγύρω.

-Και πώς τον έφερες; Ανάπηρος άνθρωπος, από τη Συρία μέχρι εδώ.

-Με τούτο το καροτσάκι, γιατρέ. Και σαν τα εμπόδια ήταν παραπάνω, τον κουβαλούσα στην πλάτη. Ναι, στην πλάτη.

Του χτύπησα με το χέρι μαλακά κείνη την πλάτη και του ζήτησα να σπρώξει τον παππού να κλίνει λίγο προς τα εμπρός και να να σηκώσει το λερωμένο μπλουζάκι. Έβαλα το στηθοσκόπιο στ΄ αυτιά και στη ράχη του και του ζήτησα να ανασάνει βαθιά, δείχνοντάς του πρώτα μία δική μου αναπνοή, να νιώσει.

Και κείνος πήρε ανάσα και στ’ αυτιά μου ακούστηκε όλος ο πόλεμος, τα γκρεμισμένα κτίρια, ο θόρυβος από τις ρόδες στις λάσπες, τα χτυπήματα από τα κύματα πάνω στο καρυδότσουφλο που τον ταξίδευε στο Αιγαίο, η αγάπη για την εγγονή του που είχε φωνή, αυτή ακουγόταν περισσότερο. Άλλωστε, θα ζούσε όπου να ήταν, αρκεί να ΄ναι μαζί της. Αυτή ήταν η πατρίδα του. Και πώς να την εχάσει.

Τράβηξα το στηθοσκόπιο απότομα από πάνω του. Κόπηκε παράξενα το ταξίδι μου.

Ήξερα πως καλά δε μπορεί να γίνει -τελείως. Μα θα ζήσει. Και θα συνεχίσει να περπατάει, τις νύχτες μόνο. Κι όσο περπατάει θα ξεχνιέται, γιατί έτσι θα μπορεί να προσπερνά αυτά που δεν ξεχνιούνται, μέχρι το επόμενο βράδυ.
Κοίταξα τον γιο και τού ‘πα χαμηλόφωνα πως είναι ένα κρύωμα. Τίποτα παραπάνω.

Έξω από το ιατρείο δύο πατριώτες μου μουρμούριζαν φωναχτά πόσο άργησε ο ξένος και τους έτρωγε το χρόνο. Δεν δικαιούταν τα ίδια, για κείνους.
Παραδίπλα, στο ράδιο, συζητούσαν για φράχτες, για στίβαγμα σε κέντρα κλειστά κατά χιλιάδες, λες και μιλούσαν για σακιά με άχυρο. Διαχείριση, έλεγαν. Λες και ξεχάσαμε προς στιγμή πώς είναι να είμαστε άνθρωποι.

Ο παππούλης με χαιρέτησε με νεύμα. Ήξερα πως αν βγει έξω και αρχίσει να αφηγείται την ιστορία του στους περαστικούς, θα μπορούσε να θεραπεύσει με την οκά τον φασισμό που θέριευε στα μάτια τους. Μα δεν θα τού έμενε σάλιο, θα ήταν τα χείλη στεγνά, η γλώσσα τσαρούχι. Ας σκεφτούν και λίγο οι άνθρωποι. Εκείνος, το χρόνο που του απομένει, τον χρειαζόταν να αγαπήσει…”