Στην πρόσφατη συνεδρίαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Απασχόληση, στην οποία είχα την τιμή να εκπροσωπήσω τη ΓΣΕΕ, συζητήθηκε παρουσία εκπροσώπων της Κυβέρνησης, του ΣΕΒ, της ΓΣΕΒΕΕ και των αντίστοιχων ευρωπαϊκών οργανώσεων και κυβερνήσεων, η εξέλιξη του κοινωνικού διαλόγου στη χώρα μας.
Τόσο από την πλευρά των συνδικάτων όσο και από την πλευρά των υπόλοιπων κοινωνικών εταίρων καταδείχθηκε με συγκεκριμένα παραδείγματα ότι ο κοινωνικός διάλογος στη χώρα μας, τα τελευταία χρόνια, είναι προβληματικός και αναποτελεσματικός. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και η πρόσφατη έρευνα του τριμερούς οργανισμού της Ε.Ε., του Eurofound, σύμφωνα με την οποία, σε επίπεδο ευρωπαϊκό, ο κοινωνικός διάλογος είναι αναποτελεσματικός κυρίως σε τρεις χώρες της Ευρώπης, στην Ελλάδα, στην Ρουμανία και στην Ουγγαρία.
Πράγματι, ενώ, στη χώρα μας, υφίσταται πληθώρα θεσμοθετημένων και άτυπων δομών και επιτροπών κοινωνικού διαλόγου (άνω των 15), ελάχιστες από αυτές λειτουργούν.
Στο πλαίσιο αυτό αναδεικνύεται εμφανώς η αναγκαιότητα αλλαγής της συγκεκριμένης κατάστασης, της ύπαρξης ενός ισότιμου, ανοιχτού και δημοκρατικού κοινωνικού διαλόγου καθώς και της ενίσχυσης του ρόλου των συνδικάτων και των κοινωνικών εταίρων. Με τον τρόπο αυτό θα καταστεί δυνατό να επιτευχθεί ο στόχος για μια ανάπτυξη που θα αφορά όλους, με διασφάλιση της κοινωνικής προόδου και της κοινωνικής συνοχής.
Εξαιρετικό είναι το παράδειγμα της Πορτογαλίας όπου με την ενίσχυση του κοινωνικού διαλόγου και της εργατικής νομοθεσίας υπήρξε καταπολέμηση της ανεργίας, αύξηση της πλήρους απασχόλησης σε βάρος της μερικής και ανάπτυξη με δικαιότερους όρους για όλους.
Με έκπληξη, δεδομένων των προηγούμενων απόψεων του οργανισμού, διαπιστώνουμε πρόσφατα ότι κι ο ΟΟΣΑ καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα. Σύμφωνα με την πρόσφατη μελέτη του με τίτλο «Negotiating Our Way Up. Collective Bargaining in a Changing World of Work», οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και ο κοινωνικός διάλογος αποτελούν μέρος της λύσης και μπορούν να βοηθήσουν ώστε να διασφαλιστεί για όλους, εργαζόμενους και επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, η δίκαιη κατανομή των πλεονεκτημάτων της τεχνολογίας και της ανάπτυξης, η διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης και η ύπαρξη αξιοπρεπών συνθηκών εργασίας. «Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και η φωνή των εργαζομένων παραμένουν σημαντικά μέσα που πρέπει να είναι ενεργά για να βοηθήσουν τους εργαζομένους και τις επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν τη μετάβαση στη νέα εποχή και να διασφαλίσουν ένα συνεκτικό και επωφελές για όλους μέλλον της εργασίας».
Για να πραγματοποιηθεί βέβαια αυτό στη χώρα μας, σημαντική προϋπόθεση, πέρα από την πολιτική βούληση της εκάστοτε κυβέρνησης, είναι η ύπαρξη ισχυρών, διεκδικητικών και αγωνιστικών συνδικάτων, τα οποία πρέπει να ακολουθούν τις σύγχρονες εξελίξεις (σημαντικό βήμα η ανανέωσή τους) και να αξιοποιούν στο έπακρο τις δομές τους (πχ. Ινστιτούτα Εργασίας, Κέντρα Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής κλπ.). Με τον τρόπο αυτό τα συνδικάτα θα μπορούν να υπερασπίζονται και να παλεύουν για αξιοπρεπείς μισθούς και αξιοπρεπή εισοδήματα των εργαζομένων καθώς και να υπογράφουν ισχυρές συλλογικές συμβάσεις που θα ρυθμίζουν με ικανοποιητικό τρόπο θέματα όπως ο χρόνος εργασίας (η μείωσή του αποτελεί τη νέα σημαντική διεκδίκηση του συνδικαλιστικού κινήματος), η εκπαίδευση των εργαζομένων, η υγιεινή και η ασφάλεια και γενικά οι αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας.
Βέβαια στη χώρα μας που θέλει να αποτελεί σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα, το ότι η ελληνική Πολιτεία δεν μπορεί να εγγυηθεί τη διεξαγωγή ενός κορυφαίου συνεδρίου, όπως αυτό του βασικού κοινωνικού εταίρου της εργασίας, της ΓΣΕΕ, την οποία απαιτεί η συντριπτική πλειοψηφία των δημοκρατικά εκλεγμένων συνέδρων του, διαλύει κάθε αυταπάτη περί σύγχρονου κράτους. Ταυτόχρονα υπονομεύει τις προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή ενός σοβαρού κοινωνικού διαλόγου, με σοβαρούς και ισχυρούς κοινωνικούς εταίρους που θα διασφαλίζει δικαιότερο μέρισμα από την οικονομική ανάπτυξη για τους εργαζόμενους και την ευρύτερη κοινωνία.
Γιάννης Πούπκος