Είναι αλήθεια σημαντικό το ποιος θα κρατά τη σημαία σε μια σχολική παρέλαση; Ή σε μια δοξολογία ανήμερα της γιορτής του πολιούχου της πόλης, όπως αναρωτήθηκε ανώτερο στέλεχος-και μάλιστα της κατά σύμβαση αποκαλούμενης φιλελεύθερης πτέρυγας-της Νέας Δημοκρατίας; Για πολλούς, το θέμα είναι ελάσσονος σημασίας συγκρινόμενο με τα πλείστα προβλήματα του περιεχομένου και της λειτουργίας της δημόσιας παιδείας στη χώρα. Η επικέντρωση της προσοχής των κομμάτων στο θέμα μάλιστα εκλαμβάνεται ως άλλη μια ένδειξη αποξένωσης της πολιτικής ελίτ από την καθημερινότητα των πολιτών. Η επικοινωνιακά επιβεβλημένη χρήση της ατάκας από τη μία και την άλλη πλευρά επιτείνει την εικόνα της ενασχόλησης με ένα ζήτημα χαμηλής πολιτικής λόγω ανικανότητας διαχείρισης των μεγάλων θεμάτων –στην περίπτωση της κυβέρνησης-αλλά και λόγω ένδειας στην παραγωγή λύσεων-στην περίπτωση της αντιπολίτευσης.
Όμως αυτή είναι μια εύκολη και αδιαφοροποίητη κριτική στις πολιτικές δυνάμεις. Το «ζήτημα των σημαιοφόρων» φέρνει στην επιφάνεια σημαντικές διαφορές στην ουσία των αξιακών θέσεων των πολιτικών δυνάμεων της χώρας. Από τη μία, ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει να υπογραμμίσει την αξία της ισότητας δίνοντας σε όλους τους μαθητές την ίδια πιθανότητα επιλογής τους ως σημαιοφόρων. Περιβάλλει μάλιστα το επιχείρημά του με αναφορές στο «δικαίωμα όλων να σηκώσουν το εθνικό σύμβολο», πιθανώς σε μια προσπάθεια να ικανοποιήσει τον ευαίσθητο σε εθνικοπατριωτικά ζητήματα κυβερνητικό του εταίρο, για χάρη του οποίου μάλλον λησμόνησε επίσης και τα πάγια-και δίκαια-αιτήματα της αριστερής διανόησης για κατάργηση των παρελάσεων και εύρεση ενός διαφορετικού τρόπου κινητοποίησης της συλλογικής μνήμης στις εθνικές επετείους. Από την άλλη, η Νέα Δημοκρατία επιλέγει να υπογραμμίσει την αξία της παράδοσης και των συμβόλων που πλήττονται από την αλλαγή στον τρόπο απονομής της σημαίας, από την κατάργηση της πρωινής προσευχής ή από την απαλλαγή της υποχρέωσης παρουσίας του σημαιοφόρου στη δοξολογία. Και σε δεύτερο πλάνο, υπόκωφα, στελέχη της Νέας Δημοκρατίας επιλέγουν να τονίσουν τη σημασία της απονομής της σημαίας σε μαθητές συγκεκριμένης καταγωγής και θρησκεύματος. Για τους μεν, σημαιοφόρος πρέπει να είναι ο τυχερός. Για τους δε, σημαιοφόρος πρέπει να είναι ο, με την πιο κλειστή έννοια της λέξης, Έλληνας. Για τους μεν, η ισότητα είναι συνώνυμη του εξισωτισμού. Για τους δε, η ισότητα είναι μια υπό συνθήκη αξία.
Καμία από τις δύο πλευρές δεν δείχνει να αντιλαμβάνεται την έννοια της «ισότητας ευκαιριών». Ναι, μια δίκαιη κοινωνία πρέπει να προσφέρει σε όλα τα μέλη της τις ίδιες ευκαιρίες και αυτό το κάνει πρωτίστως προσφέροντάς τους δωρεάν παιδεία. Όμως μια δίκαιη κοινωνία οφείλει επίσης να ανταμείβει εκείνα τα μέλη της τα οποία, έχοντας εκκινήσει από την ίδια αφετηρία, έφτασαν ψηλότερα. Αν η έννοια της «ισότητας ευκαιριών» τους ήταν αντιληπτή, τότε θα συνέδεαν άμεσα την κοινωνική δικαιοσύνη με την αριστεία. Και τότε θα έβλεπαν και στο θέμα των σημαιοφόρων μια ευκαιρία να αντιμετωπίσουν μια ουσιαστική παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας: την αδιαφορία της για την αξιοσύνη. Η βράβευση ενός μαθητή καλλιεργεί-και μάλιστα στα νεαρότερα μέλη της κοινωνίας-την αξία της ατομικής προσπάθειας και υπό αυτήν την έννοια η συζήτηση για τους σημαιοφόρους κακώς υποβαθμίζεται από την κοινή γνώμη σε μία συζήτηση για τις παρελάσεις και από τα δύο μεγάλα κόμματα σε μια συζήτηση για τα σύμβολα.
Στην Ελλάδα, η υποχρέωση της κοινωνίας να αποδίδει τα εύσημα στους αρίστους αμελείται, όπως χαρακτηριστικά αποδεικνύει ο εκφυλισμός της διαδικασίας αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά επίσης και η ισοπεδωτική συμβουλή πολλών γονέων προς τα παιδιά τους να «βολευτούν» και όχι να «ξεχωρίσουν». Η απόφαση της κυβέρνησης για την κατάργηση της επιλογής του σημαιοφόρου στη βάση της σχολικής επίδοσής του προστίθεται τώρα ως ένα επιπρόσθετο τεκμήριο της αμέλειας αυτής. Η δε υπονοούμενη από στελέχη της Νέας Δημοκρατίας παράκαμψη της υποχρέωσης αυτής όταν ο άριστος αποκλίνει από τις προδιαγραφές ως προς οποιοδήποτε στοιχείο της ταυτότητάς του, όπως για παράδειγμα την καταγωγή του, το θρήσκευμά του ή τη σεξουαλικότητά του, αποδεικνύει τα στενά όρια του λόγου της Νέας Δημοκρατίας για την αριστεία. Τα «μικρά θέματα» δείχνουν τελικά τις πιο «μεγάλες αλήθειες».
Γιάννης Κωνσταντινίδης-Διευθυντής του Ινστιτούτου Π² – Πρόοδος στην ΠράξηΩ