“Υπάρχουν στην πολιτική της οικονομικής «χειραγώγησης» παράμετροι που αν χρησιμοποιηθούν λανθασμένα με κίνητρα λαικισμού, δημιουργούν κινδύνους με σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές προεκτάσεις.
Το χρηματιστήριο, αλλά και η επενδυτική πολιτική γενικότερα και ειδικότερα αποτελούν την ευκολότερα χειραγωγήσιμη παράμετρο στο πλαίσιο μίας πιθανής «εξωθεσμικής» προσέγγισης της Κυβέρνησης προκειμένου να δημιουργηθεί η εντύπωση θετικής αποδοχής μέτρων και κινήσεων από ξένους θεσμικούς επενδυτές.
Οι δηλώσεις Παπαντωνίου το 1999 περί στόχου του ΧΑΑ τις 7000 μονάδες εξέθρεψαν την «φούσκα» της περιόδου εκείνης. Το 2017, για πρώτη φορά από τότε που ακολουθείται η «μνημονιακή» πολιτική, παρατηρείται το φαινόμενο εδώ και λίγες μέρες και πριν ακόμα ψηφισθούν τα νέα μέτρα, να γίνεται τόση έντονη αναφορά από κυβερνητικούς παράγοντες στην πορεία του Χρηματιστηρίου και την αποκλιμάκωση των επιτοκίων των ομολόγων.
Αναφορά επικοινωνιακού χαρακτήρα που εστιάζεται στην διαμόρφωση μίας πλασματικής αίσθησης ψυχολογικής ανάτασης εν μέσω επιβολής των νέων σκληρών μέτρων. Μία επικίνδυνη αναφορά όμως, που κινδυνεύει μεσοπρόθεσμα για άλλη μία φορά να αλλοιώσει την αξιοπιστία του μοναδικού θεσμικού μηχανισμού ανάπτυξης και διασύνδεσης με τις διεθνείς αγορές.
Αναπόφευκτα το κλείσιμο της συμφωνίας έδωσε έναυσμα στην αποκλιμάκωση των επιτοκίων μέσω όμως βραχυπρόθεσμων κερδοσκοπικών κινήσεων, κυρίως στα Ελληνικά κρατικά ομόλογα που στην παρούσα φάση είναι αξιολογημένα λίγο πάνω από “junk”.
Αν πρωτογενώς η προσπάθεια της Κυβέρνησης- που λίγα γνώριζε όταν ανέλαβε περί αγορών-είναι η χρησιμοποίηση κερδοσκοπικών funds –Κινεζικών και μη – για την δημιουργία κλίματος, θα πρέπει να γνωρίζουν όσοι έχουν αναλάβει τον ρόλο αυτό πως όταν έχει επιτευχθεί ικανό επίπεδο κέρδους για τους επενδυτές αυτούς, τότε η πτώση είναι απότομη.
Κανένα δε «αντίμετρο» δεν θα μπορέσει να την ανακόψει. Κατά συνέπεια μία πιθανή στόχευση για δοκιμαστική έξοδο στις αγορές στην βάση του υπό διαμόρφωση κλίματος μέσω «τεχνιτής» κάλυψης, μεσοπρόθεσμα θα έχει αρνητικές συνέπειες αν δεν υπάρχει οικονομικό και αναπτυξιακό υπόβαθρο.
Η φημολογούμενη έξοδος όμως μετά την από πιθανή συμφωνία για το χρέος τον Ιούνιο, μέσω κάλυψης από κάποιες ιδιωτικές τοποθετήσεις εξωτερικού –όσων έχουν επιχειρηματικό και επιχειρησιακό συμφέρον – αλλά και συμμετοχή των εγχώριων τραπεζών, δεν συνιστά έξοδο στις αγορές για όσους γνωρίζουν την μηχανιστική αυτών των κινήσεων. Αποτελεί απλά ένα παραπέτασμα καπνού. Η στρεβλή προσέγγιση κυβέρνησης και κάποιων κερδοσκοπικών funds δημιουργεί πολλές φορές εικόνες χάους. Θετικού ίσως στην αρχή. Αρνητικού στην κατάληξή του. Ας γίνει αντιληπτό πως οι επενδυτές δεν είναι τραπεζίτες με συστημικές προσεγγίσεις και θεσμοθετημένους κανόνες.
Ως μία απλή υπόθεση εργασίας δε αν δομηθεί στρατηγική ανάκαμψης στις σαθρές επικοινωνιακές βάσεις ενός «χειραγωγούμενου» από έξω χρηματιστηρίου όπως παρατηρείται σήμερα, ή αποδοχής των μακροπρόθεσμων ομολόγων για τους ίδιους ακριβώς λόγους, τότε πολύ φοβούμαι πως το σοκ της αποτυχίας σε μεταγενέστερο χρόνο –ίσως και μετεκλογικό-θα είναι βαρύτατο.
Συνειρμικά δε και αυτονόητα δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας πως δομείται ίσως ένα σενάριο ευφορίας με στόχο την όποια πιθανή διάχυση κερδών στους μικρούς επενδυτές κατά την λογική της φούσκας του 1999.
Για να γίνεται σοβαρός λόγος για ανάκαμψη διαρκείας απαιτείται αναπτυξιακό πλάνο, κεφάλαια και όχι υποσχέσεις ή σχέδια επί χάρτου για παροχή δισεκατομμυρίων χρηματοδοτήσεων μέσω ενδιάμεσων –ακόμα ανύπαρκτων – φορέων και κυρίως απεγκλωβισμό από την διαχείριση των κόκκινων επιχειρηματικών δανείων.
Στον βαθμό που καμία από τις προϋποθέσεις αυτές δεν πρόκειται να αποδώσουν το 2017 χάθηκε με σημαντικά αρνητικά επακόλουθα για την οικονομία και τον ρυθμό εν δυνάμει ανάπτυξης.”
Του Ηρακλή Ρούπα-Οικονομολόγος, Μέλος ΚΠΕ ΠΑΣΟΚ, Γραμματέας Τομέα Ανάπτυξης και Οικονομίας.