“Μετά τη μνημονιακή αποσύνθεση του ιστορικού ΠΑΣΟΚ, η ανασύσταση της Κεντροαριστεράς επιχειρείται από πολλές μικρές εξωκοινοβουλευτικές ομάδες με επικεφαλής πολιτικές προσωπικότητες εγνωσμένου αλλά πάντοτε αμφισβητούμενου κύρους και παρελθόντος (π.χ. Κίνημα Δημοκρατών Σοσιαλιστών, Δημοκρατική Ευθύνη, Ώρα Αποφάσεων, Κοινωνική Συμφωνία, Σοσιαλιστικό Κόμμα, κ.α.) ή εναλλακτικά από κινήσεις πολιτών με τεχνοκρατικές δεξιότητες (π.χ. Σοσιαλιστική Προοπτική, Κινήσεις Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία, κ.α.). Περιστρέφεται δε γύρω από τον κοινοβουλευτικό άξονα ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ – Δημοκρατική Συμπαράταξη – Ποτάμι.
Τα κύρια κοινά χαρακτηριστικά αυτών των προσπαθειών είναι:
Η περιορισμένη και κυρίως τοπικά εστιασμένη πολιτική εμβέλειά τους.
Οι πολιτικές προσωπικότητες που ηγούνται / εμπνέουν έχουν πολιτική ιστορία πολλαπλών και ορισμένες φορές διαμετρικά αντίθετων αναγνώσεων.
Οι θέσεις που προβάλλουν χαρακτηρίζονται από μια ασάφεια ως προς τη χρονική αναφορά τους: δεν είναι σαφές εάν αυτές αναφέρονται στο μνημονιακό παρόν ή αφορούν το μεταμνημονιακό μέλλον.
Δεν είναι διασυνδεδεμένες με συλλογικότητες και εκ των οποίων οι σπουδαιότερες είναι, φυσικά, τα συνδικάτα των μισθωτών.
Υπό αυτούς τους όρους και μεσούσης της επιβεβλημένης μνημονιακής προσαρμογής οικονομίας και κοινωνίας οι προσπάθειες αυτές είναι καταδικασμένες στην αποτυχία εάν ως τελική επιδίωξή τους τεθεί η διαμόρφωση κυβερνητικής προοπτικής.
Εάν δε τεθεί η εναλλακτική επιδίωξη της διαμόρφωσης συγκυβερνητικής προοπτικής, τότε οι προσπάθειες αυτές καταβροχθίζονται εκ παραλλήλου από τη Σκύλα (ΣΥΡΙΖΑ) και τη Χάρυβδη (ΝΔ).
Η τρίτη εναλλακτική επιλογή επιδίωξης είναι αυτή της διαρκούς σοσιαλιστικής (κοινωνικά ευαίσθητης και φιλελεύθερης) αντιπολίτευσης, δηλαδή η σημερινή αυτοπαθής κατάσταση επεκτεινόμενη στην αιωνιότητα.
Εν ολίγοις, ο χώρος της Κεντροαριστεράς είναι ιστορικά περιθωριοποιημένος και ο υφιστάμενος πολιτικός κατατεμαχισμός του αποτελεί την έμπρακτη απόδειξη αυτής της περιθωριοποίησης.
Η υπέρβαση του περιθωρίου σημαίνει υπέρβαση της ιστορίας. Κι’ αυτό μπορεί να γίνει, κατ’ αρχήν και κατ’ αρχάς, μόνο με επιστροφή στην ίδια την ιστορία της Σοσιαλδημοκρατίας.
Σοσιαλδημοκρατία Ι – ταξικότητα
Η Σοσιαλδημοκρατία συγκροτήθηκε στη Δυτική Ευρώπη ως ο πολιτικός / κοινοβουλευτικός εκφραστής ή αντιπρόσωπος των συνδικάτων των μισθωτών τη βιομηχανική εποχή.
Στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες τα εργατικά κόμματα συγκροτούνται από το 1863 (Γερμανία) μέχρι το 1912 (Ιρλανδία) [Ebbinghaus 1995:71].
Η δημιουργία εργατικών συνδικάτων και κομμάτων είναι αλληλεπιδραστική στο πλαίσιο της βαθμιαίας συγκρότησης του αντιπροσωπευτικού πολιτικού συστήματος μέσω της βαθμιαίας επέκτασης του εκλογικού δικαιώματος στους ενήλικες, πρώτα στους άνδρες και μετά στις γυναίκες. Εμφανίζει όλες τις πιθανούς συνδυασμούς χρονικής διαδοχής και αιτιώδους κατεύθυνσης. Στη Γερμανία, Σουηδία και το Βέλγιο, το κόμμα προηγείται χρονικά από το συνδικάτο και συμβάλλει αποφασιστικά στη δημιουργία του. Στη Βρετανία, Ελβετία και Δανία, το συνδικάτο προηγείται χρονικά του κόμματος και συμβάλλει αποφασιστικά στη δημιουργία του. Στη Νορβηγία, Αυστρία και Ολλανδία, το κόμμα προηγείται χρονικά από το συνδικάτο αλλά δεν συμβάλλει αποφασιστικά στη δημιουργία του. Τέλος, στη Γαλλία, Ιταλία και Ιρλανδία, κόμμα και συνδικάτο συγκροτήθηκαν ανεξάρτητα αλλά και ως ένα βαθμό ανταγωνιστικά [Ebbinghaus 1995:72-75].
Όποια κι’ αν ήταν η διαδικασία διαμόρφωσης της Σοσιαλδημοκρατίας, αυτή σε όλες τις περιπτώσεις είχε έναν αποκλειστικά ταξικό εργατικό χαρακτήρα.
Στην Ελλάδα, αμέσως μετά την ίδρυση της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ), στις 17 Νοεμβρίου (4 Νοεμβρίου) 1918, οι σοσιαλιστές σύνεδροι στο ιδρυτικό συνέδριό της προχωρούν στη συγκρότηση του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ) ως την πολιτική συνιστώσα της, δηλαδή οργανικά συνδεδεμένο μ’ αυτή.
Η ΓΣΕΕ διασπάται στις 3 Μαΐου 1919. Το δε ΣΕΚΕ, με απόφαση του 1ου Εθνικού Συμβουλίου του που πραγματοποιήθηκε στις 31 Μαΐου 1919, αποχωρεί από τη Σοσιαλιστική Διεθνή και προσχωρεί στην Κομμουνιστική Διεθνή.
Έκτοτε, μέχρι και τη συγκρότηση της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ) το 1951, η Σοσιαλδημοκρατία φυτοζωεί με προσωπικότητες και μικρο-οργανώσεις ανάμεσα από τη μια το φασισμό και τον εθνικιστικό / παλατιανό / στρατιωτικό αυταρχισμό και από την άλλη τον σοβιετικής προσήλωσης κομμουνισμό.
Η ίδια, ωστόσο, η μετεμφυλιακή ΕΔΑ δεν αποτελεί ένα αμιγές σοσιαλδημοκρατικό κόμμα∙ αποτελεί, επίσης, παράλληλο όχημα της πολιτικής δραστηριότητας του παράνομου ΚΚΕ.
Σοσιαλδημοκρατία ΙΙ – διαταξικότητα
Μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και τη διαίρεση της Ευρώπης με αποκορύφωμα τη διαίρεση της ίδιας της ηττημένης Γερμανία σε “Ανατολική” και “Δυτική” που επακολούθησε, η Σοσιαλδημοκρατία, είτε ως αντιπολίτευση ή συμπολίτευση, προτάσσει την ενότητα της Ευρώπης (Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης) και την οικοδόμηση του μετέπειτα αποκληθέντος κοινωνικού κράτους.
Οι μεταπολεμικές δυτικοευρωπαϊκές κυβερνήσεις κάτω από τη συνεχή απειλή που ένοιωθαν να τους ασκούν οι παρακείμενες ένοπλες δυνάμεις της ΕΣΣΔ και των συμμάχων της στο Σύμφωνο Βαρσοβίας και την πολιτική πίεση του μεταπολεμικού κομμουνιστικού και σοσιαλδημοκρατικού κινήματος έχτισαν βαθμιαία -με τη φορολογία επιχειρηματικών κερδών, κληρονομιών και περιουσίας- αυτό που μετά ονομάστηκε “κοινωνικό κράτος” με πυλώνες τις δημόσιες υπηρεσίες υγείας, παιδείας και κοινωνικής ασφάλισης.
Με την ωρίμανση των μεταπολεμικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης και της έναρξης της απόδοσης των παροχών τους αλλά την πολιτική φθορά που επέφερε η χρουτσιωφική αποσταλινοποίηση στα Κομμουνιστικά Κόμματα , η Σοσιαλδημοκρατία μετεξελίχθηκε στον πολιτικό διαχειριστή του κοινωνικού κράτους (υγεία, παιδεία, κοινωνική ασφάλιση) με κορωνίδα τη διαχείριση των “εργασιακών σχέσεων”.
Η συνδικαλιστική ισχύς μετατοπίστηκε από τη βιομηχανία στα συνδικάτα του δημόσιου και (βιομηχανικού) ευρύτερου δημόσιου τομέα και παράλληλα η παραδοσιακή εργατική εκλογική βάση επεκτάθηκε -μέσω κυρίως συνεταιριστικών συλλογικοτήτων- στους συνταξιούχους, τους μικροεπιχειρηματίες, τους ελεύθερους επαγγελματίες αλλά και τους αγρότες.
Στη μεταδικτατορική Ελλάδα το ΠΑΣΟΚ υποστασιοποίησε πρώτα, από την ίδρυσή του το 1974 μέχρι και την ανάληψη της κρατικής διακυβέρνησης το 1981, τη Σοσιαλδημοκρατία ταξικού τύπου και μετά, από την ανάληψη της κρατικής διακυβέρνησης το 1981 μέχρι και τη χρεοκοπία του κράτους το 2010, το ΠΑΣΟΚ υποστασιοποίησε τη Σοσιαλδημοκρατία διαταξικού τύπου. Η μετάβαση από τον πρώτο τύπο στο δεύτερο συντελέστηκε με μεγάλες εσωκομματικές συγκρούσεις τόσο κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου όσο και κατά τη διάρκεια της δεύτερης. Το ίδιο το ΠΑΣΟΚ, σε μεγάλο βαθμό καταγόμενο ιστορικά από την Ένωση Κέντρου, καθ΄ όλη τη διάρκεια της ύπαρξής του συμπύκνωνε στις γραμμές του και τους δύο τύπους της Σοσιαλδημοκρατίας.
Το σημερινό ΠΑΣΟΚ απεικονίζει αποκλειστικά το διαταξικό τύπο της Σοσιαλδημοκρατίας και αυτό αποτελεί το υπαρξιακό πρόβλημα που αντιμετωπίζει.
Σοσιαλδημοκρατία ΙΙΙ – αποσύνθεση της διαταξικότητας
Μετά την έναρξη μαζικής εκβιομηχάνισης του “Τρίτου Κόσμου” στις αρχές της δεκαετίας του ’80 μέσω, επίσης, της μαζικής επενδυτικής δραστηριότητας των δυτικοευρωπαϊκών επιχειρήσεων, το κοινωνικό κράτος στην Ευρώπη απώλεσε φορολογικά έσοδα από τις επιχειρήσεις και τα ασφαλιστικά συστήματα εισφορές από τη διακοπή της διαδικασίας ανασυσσώρευσης του επενδεδυμένου βιομηχανικού κεφαλαίου.
Τα βιομηχανικά συνδικάτα συνολικά παρακμάζουν αφού δεν έχουν ιστορικά καμία απολύτως εξοικείωση με τη διαχείριση της ανεργίας και των ευέλικτων μορφών απασχόλησης που επεκτείνονται.
Η κατάρρευση του σταλινισμού στις αρχές της επόμενης δεκαετίας του ’90 εξάλειψε τον “εξ’ Ανατολών κομμουνιστικού κινδύνου” και παράλληλα αποδιάρθρωσε πλήρως τα κομμουνιστικά κινήματα στην Ευρώπη. Οι πολιτικοί συσχετισμοί που είχαν επιτρέψει τη συγκρότηση του κοινωνικού κράτους ανετράπησαν.
Το κοινωνικό κράτος, άρα και οι Σοσιαλδημοκράτες πολιτικοί διαχειριστές του, μπήκαν σε μια εποχή παρακμής με άξονα τη διαρκή δημοσιονομική λιτότητα.
Τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα περιορίζονται -εξ αντικειμένου- στην υπεράσπιση των ίδιων “κεκτημένων”, δηλαδή τη μονιμότητα της απασχόλησης και το μισθό αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Στην Ελλάδα η παρακμή αυτή εκφράστηκε πρώτα με την κυβέρνηση Παπαδήμα (2011-2012) και μετά με τη συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ – ΝΔ – ΔΗΜΑΡ (2012-2015). Σήμερα, εκφράζεται, όπως ήδη επισημάνθηκε, με τον κατατεμαχισμό της σε πρόσωπα και οργανώσεις περιορισμένης κοινωνικής αντιπροσωπευτικότητας.
Σοσιαλδημοκρατία IV – κοινωνικοποιημένη ταξικότητα
Στις συνθήκες αυτές, ο ιστορικός ρόλος της Σοσιαλδημοκρατίας αναπροσδιορίζεται ως ο εμπνευστής και κεντρικός διαχειριστής της (τουλάχιστον πανευρωπαϊκής αν όχι διεθνοποιημένης) κοινωνικής οικονομίας στη βάση συλλογικοτήτων με επίκεντρο τα συνδικάτα των μισθωτών. Με τον όρο κοινωνική οικονομία ορίζεται η συλλογική αυτόνομη και αυτοτελής διαχείριση του εισοδήματος, της αποταμίευσης, συμπεριλαμβανομένης και της ασφαλιστικής και συνταξιοδοτικής, καθώς και των επενδύσεων πρωτίστως της μισθωτής εργασίας. Το όλο είναι συνδεδεμένο με την αλληλεγγύη εκεί όπου αυτή απαιτείται για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες, κυρίως, της δομικής ανεργίας.
Η σύμπηξη των ομάδων, οργανώσεων, τάσεων και κομμάτων της Κεντρο-αριστεράς σε ενιαίο σοσιαλδημοκρατικό φορέα, ακόμα και ομοσπονδιακού χαρακτήρα, είναι εφικτή μόνο κατά μήκος των σαφών ταξικών διαχωριστικών γραμμών που απεικονίζουν θεσμικά τα συνδικάτα των μισθωτών.
Εν ολίγοις, η πρωτοβουλία για την ανασύνταξη της σοσιαλδημοκρατικής κοινωνικής πλειοψηφίας βρίσκεται στην οικονομική βάση της, τα συνδικάτα των μισθωτών, και όχι στο κληρονομημένο από το παρελθόν και εξ αντικειμένου ανήμπορο να δράσει στο (μνημονιακό) παρόν πολιτικό εποικοδόμημα του, το “κόμμα” και τα πολιτικά στελέχη του.
Αυτή είναι -κατά τη γνώμη μου- και η κύρια πολιτική συνεισφορά των νυν συνδικαλιστικών ηγεσιών και στελεχών στη σοσιαλδημοκρατική υπόθεση στο πρώτο μισό του 21ου αιώνα.”
Του Κώστα Λαμπρόπουλου-Οικονομολόγος ειδικευμένος στο σοσιαλιστικό σχεδιασμό και στη μακροοικονομική διαχείριση.