Το φετινό Νόμπελ Οικονομίας φέρει προειδοποίηση για τις ΗΠΑ

Η κυβέρνηση Ντόναλντ Τραμπ είχε επικεντρωθεί, όπως ήταν αναμενόμενο, στο Νόμπελ Ειρήνης. Ωστόσο, οι πιο διορατικοί αξιωματούχοι της, θα έπρεπε να δώσουν προσοχή και στο Νόμπελ Οικονομίας, που απονεμήθηκε στις 13 Οκτωβρίου. Το φετινό βραβείο, χωρίς να το επιδιώκει, φωτίζει τις ολοένα βαθύτερες δυσλειτουργίες της αμερικανικής οικονομίας, προβλήματα που συσσωρεύονταν πολύ πριν από την εμφάνιση του MAGA και τα οποία, αν δεν αντιμετωπιστούν, θα υπονομεύσουν κάθε σχέδιο «Να γίνει η Αμερική ξανά μεγάλη».

Η Ακαδημία τίμησε τρεις οικονομολόγους για την έρευνά τους σχετικά με τους παράγοντες της μακροχρόνιας ανάπτυξης. Το μισό βραβείο απονεμήθηκε στον Τζόελ Μοκύρ για το έργο του γύρω από το πώς μια κουλτούρα καινοτομίας ευνόησε την οικονομική απογείωση της Βόρειας Ευρώπης τον 17ο και 18ο αιώνα. Το άλλο μισό μοιράστηκαν οι Φιλίπ Αγκιόν και Πίτερ Χόουιτ, για τη συμβολή τους στην κατανόηση του ρόλου της δημιουργικής καταστροφής ως κινητήριας δύναμης της ανάπτυξης.

Η Αμερική ως παράδειγμα και ως προειδοποίηση

Καμία χώρα δεν ενσαρκώνει καλύτερα τις δύο αυτές ιδέες από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι μετανάστες άποικοι μετέφεραν στη Νέα Ήπειρο την κουλτούρα ανάπτυξης και καινοτομίας της βόρειας Ευρώπης, μαζί με το πνεύμα εφευρετικότητας. Από τον Τζορτζ Ουάσινγκτον και τον Βενιαμίν Φραγκλίνο μέχρι τον Τόμας Τζέφερσον, η αμερικανική πολιτική ελίτ αποτελούνταν από ανθρώπους που πειραματίζονταν και δημιουργούσαν. Ο Αβραάμ Λίνκολν κατοχύρωσε μάλιστα πατέντα για μια συσκευή που βοηθούσε τα καράβια να πλέουν στα ρηχά νερά, μια ιδέα που προδίδει το ίδιο πνεύμα πρακτικής ευφυΐας.

Η ανάγκη για επιβίωση έκανε την πρακτική γνώση σχεδόν ιερό καθήκον. Όπως λέει ένας ήρωας του Μαρκ Τουέιν στο «Ένας Γιάνκης στην Αυλή του Βασιλιά Αρθούρου»: «Μπορούσα να φτιάξω ό,τι ήθελε κανείς και αν δεν υπήρχε τρόπος, θα τον εφεύρισκα». Η χώρα ενίσχυσε αυτή την κουλτούρα ιδρύοντας πανεπιστήμια γεωργικών και τεχνικών εφαρμογών και το πιο φιλελεύθερο καθεστώς πατεντών στον κόσμο. Μεταξύ 1875 και 1926, σχεδόν οι μισές από τις μεγάλες τεχνολογικές καινοτομίες παγκοσμίως προήλθαν από τις ΗΠΑ.

Στην άλλη όψη, η Αμερική υπήρξε το πρότυπο της δημιουργικής καταστροφής. Ο Γιόζεφ Σουμπέτερ είχε επισημάνει ότι χρειάζονται δύο στοιχεία: εγωκεντρικοί επιχειρηματίες και κοινωνίες διατεθειμένες να ταρακουνηθούν. Οι Ροκφέλερ και Καρνέγκι έχτισαν αυτοκρατορίες πρωτοφανούς κλίμακας, σε μια χώρα νέα, ρευστή, με απέραντους ορίζοντες.

Από τη δημιουργία στην αδράνεια

Πολλά από αυτά τα χαρακτηριστικά επιβιώνουν. Τα αμερικανικά πανεπιστήμια παραμένουν πηγή πρακτικής καινοτομίας, και οι κολοσσοί της τεχνολογίας θυμίζουν τους «βαρόνους της ληστείας» του 19ου αιώνα. Ωστόσο, η κουλτούρα ελευθερίας σκέψης που περιγράφει ο Μοκύρ απειλείται όσο ποτέ.

Η ευθύνη δεν ανήκει αποκλειστικά στην κυβέρνηση Τραμπ. Για δεκαετίες, η αμερικανική αριστερά προώθησε μεταμοντέρνες ιδέες που αμφισβητούν τον ορθολογισμό, ενώ η κουλτούρα της ακύρωσης περιορίζει τη διαφωνία στα πανεπιστήμια. Η δε δεξιά εντείνει την κρίση, εξαπολύοντας παράλληλα εκστρατεία εναντίον των πανεπιστημίων και πόλεμο στη μετανάστευση υψηλής ειδίκευσης.

Η καταστολή των πανεπιστημίων απειλεί τον θεμέλιο λίθο της επιτυχίας τους: την ακαδημαϊκή ανεξαρτησία. Κάποτε, οι γερμανικές σχολές ήταν οι κορυφαίες στον κόσμο, μέχει που τις κατέστρεψε η πολιτικοποίηση μετά το 1914 και ακόμη περισσότερο μετά το 1933. Παράλληλα, οι περιορισμοί στις βίζες H-1B αποθαρρύνουν επιστήμονες και καινοτόμους από όλο τον κόσμο.

Η εξασθένηση της δημιουργικής καταστροφής

Η επιχειρηματική δυναμική της Αμερικής επίσης φθίνει. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Καρλ Μπένεντικτ Φρέι στο νέο του βιβλίο “How Progress Ends”, η εταιρική συγκέντρωση έχει αυξηθεί δραματικά: τα τρία τέταρτα των κλάδων είναι σήμερα πιο ολιγοπωλιακά απ’ ό,τι τη δεκαετία του 1990. Οι γίγαντες της Σίλικον Βάλεϊ είτε εξαγοράζουν τις νεοφυείς επιχειρήσεις, είτε τις εκτοπίζουν. Οι ρήτρες μη ανταγωνισμού περιορίζουν την κινητικότητα των εργαζομένων, στραγγαλίζοντας το πνεύμα της καινοτομίας.

Την εποχή της «Επιχρυσωμένης Ηλικίας», η Αμερική αντέδρασε με νόμους κατά των μονοπωλίων και πίεση από τα κάτω. Σήμερα, όμως, δεν διαφαίνεται ανάλογη κινητοποίηση. Οι μεγάλες εταιρείες έχουν ενισχύσει τη δύναμή τους μέσω λόμπινγκ, ενώ οι αρχές ανταγωνισμού σπανίως εφαρμόζουν καν τους υπάρχοντες νόμους. Η κοινωνία είναι υπερβολικά πολωμένη για να συμφωνήσει σε κάτι τόσο «τεχνικό» όσο μια νέα αντιμονοπωλιακή πολιτική.

Παράλληλα, η ευρύτερη κουλτούρα στρέφεται ενάντια στην ανάληψη ρίσκου. Ένας λαός που κάποτε διέσχισε ωκεανούς και ηπείρους αναζητώντας ευκαιρίες μοιάζει σήμερα παγιδευμένος στην υπερπροστασία και τη γραφειοκρατία. Τα πανεπιστήμια προειδοποιούν για «γραφικές σκηνές ψαρέματος» στον Γέρο και τη Θάλασσα του Χέμινγουεϊ, ενώ κάθε ζεστό ρόφημα φέρει αναγραφή ότι… είναι ζεστό.

Ακόμη κι αν επιβιώσει το πρωτοποριακό πνεύμα, αξίζει τον κόπο; Μέχρι το 2000, οι περισσότεροι Αμερικανοί πίστευαν πως τα παιδιά τους θα ζήσουν καλύτερα. Σήμερα, αυτή η αισιοδοξία έχει καταρρεύσει. Γιατί να αντέξει κανείς την «καταστροφή», αν η «δημιουργία» δεν έρχεται ποτέ;

Ιστορικά διδάγματα

Η ιστορία της αμερικανικής οικονομίας είναι γεμάτη ανατροπές. Στη δεκαετία του 1980, πολλοί πίστευαν πως την πρωτοκαθεδρία θα έπαιρνε η Ιαπωνία, αργότερα η Κίνα. Όμως και αυτές υποφέρουν από παρόμοιες παθογένειες: Εταιρική συγκέντρωση, πολιτικοποίηση των αποφάσεων και αδράνεια στον ανταγωνισμό.

Το έργο οικονομολόγων όπως ο Μοκύρ, αλλά και των Ντάρον Ατζέμογλου, Τζέιμς Ρόμπινσον και Μπεν Μπερνάνκι, που συχνά τιμά η Ακαδημία, οδηγεί σε δύο καθαρά συμπεράσματα:

Η πρόοδος δεν είναι δεδομένη, απαιτεί τις σωστές οικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες.

Καμία υπερδύναμη στην ιστορία, από την Κίνα της δυναστείας Σονγκ έως τη Βρετανία του 19ου αιώνα, δεν κατάφερε να αποφύγει τη σταδιακή παρακμή.

Η Αμερική δεν αποτελεί εξαίρεση. Το αν θα το συνειδητοποιήσει εγκαίρως, είναι το πραγματικό ερώτημα πίσω από το φετινό Νόμπελ Οικονομίας.

 

Πηγή: skai.gr


Πηγή

ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

ΚΟΙΝΩΝΙΑ