διαΝΕΟσις: Κατακερματισμένα και όχι επαρκώς αποτελεσματικά τα επιδόματα

Οι παγκόσμιες κρίσεις των τελευταίων δεκαετιών, καθώς και η αβεβαιότητα που αυτές έφεραν, έχουν επαναφέρει στο τραπέζι του δημόσιο διαλόγου -όχι μόνο στη χώρα μας- το θέμα της παρέμβασης του κράτους υπέρ των εκάστοτε πληγέντων. Τα επιδόματα αποτελούν ασφαλώς σημαντικό μέρος αυτών των παρεμβάσεων, επομένως, ο διάλογος γι’ αυτά ήταν -και παραμένει- πολύ ζωντανός. Και φυσικά εγείρει πολλά και καυτά ερωτήματα.

Ποια επιδόματα δίνονται στη χώρα μας; Πώς διανέμονται και πόσο αποτελεσματικά είναι; Πετυχαίνουν όλα τον σκοπό τους; Ποια άλλα «παράπλευρα» αποτελέσματα έχουν;

Απαντήσεις στα ανωτέρω ερωτήματα επιχειρεί να δώσει η νέα μελέτη της διαΝΕΟσις, με συντονιστή τον καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και Πρόεδρο του ΚΕΠΕ, Παναγιώτη Λιαργκόβα, η οποία αποτελεί μια ιδιαίτερα εκτενή χαρτογράφηση των επιδομάτων τα οποία δίνει το ελληνικό κράτος. 

Αναφέρεται αναλυτικά στο καθένα από αυτά, συγκεντρώνει τα διαθέσιμα στοιχεία και επιχειρεί να αξιολογήσει συνολικά και τεκμηριωμένα την επιδοματική πολιτική στη χώρα, μετά τις σημαντικές αλλαγές και εξελίξεις των δύο τελευταίων δεκαετιών. 

Διαπιστώνει ότι, παρά τα βήματα που έγιναν με τα Μνημόνια, υπάρχει ακόμη σημαντικό περιθώριο καλύτερης οργάνωσης και στόχευσης των επιδομάτων, ειδικά μετά τη θέσπιση νεότερων επιδομάτων με την πανδημία και την ενεργειακή κρίση. 

Ταυτόχρονα, η μελέτη σχολιάζει επίσης ζητήματα αποτελεσματικότητας – κατά πόσο, δηλαδή, τα επιδόματα επιτυγχάνουν τον σκοπό τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Αλλά και κατά πόσο είναι συμβατά με τους ευρύτερους στόχους της εθνικής οικονομίας, ειδικότερα στο πλαίσιο της πρόσφατης ενεργειακής κρίσης. Τέλος, καταλήγουν σε ευρύτερες κατευθύνσεις πολιτικής.

Τα επιδόματα στην Ελλάδα

Για να κατανοήσει κάποιος τι ισχύει σήμερα στο πεδίο της επιδοματικής πολιτικής, σύμφωνα με τη διαΝΕΟσις, αξίζει να ανατρέξει στη μεγάλη οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, οπότε τα νοικοκυριά έχασαν μέσα σε λίγα χρόνια, από το 2009 έως το 2014, το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους.

Σύμφωνα με τη μελέτη, μέσα στην κρίση, τα επιδόματα στην Ελλάδα ήταν πολλά και μικρά, δεν κάλυπταν καλά όσους τα είχαν τότε ανάγκη, δίνονταν από πολλούς φορείς, με σημαντική γραφειοκρατία και με διαφορετικές και συχνά προβληματικές διαδικασίες έγκρισης και διασταύρωσης των στοιχείων. 

Είναι ενδεικτικό ότι η Ελλάδα ήταν μία από τις λίγες χώρες της ΕΕ όπου δεν ίσχυε κανενός είδους σχήμα Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος – τελικά, θεσπίστηκε ως όρος των προγραμμάτων προσαρμογής το 2014 και, εκ νέου, το 2016. 

Η κρίση έφερε την ανάγκη για μια πιο αποδοτική επιδοματική πολιτική στο προσκήνιο και λειτούργησε καταλυτικά. Πολλά επιδόματα εξορθολογίστηκαν, θεσπίστηκαν νέα, όπως το επίδομα ενοικίου το 2017, και ιδρύθηκαν οργανισμοί, όπως ο ΟΠΕΚΑ, που απορρόφησε τον παλιό ΟΓΑ, και σε πολλές περιπτώσεις έκανε πιο αποδοτικές τις διαδικασίες.

Παρά τις αλλαγές, όμως, ακόμα και σήμερα στη χώρα υπάρχουν δεκάδες διαφορετικά επιδόματα που δίνονται από πολλούς φορείς. 

Η έρευνα της διαΝΕΟσις διαπιστώνει ότι, παρά τις μεταρρυθμίσεις, τα επιδόματα στην Ελλάδα παραμένουν κατακερματισμένα. Οι έκτακτες συνθήκες της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης κατά κάποιον τρόπο «γκρέμισαν» κάποια από όσα «χτίστηκαν» με τις προηγούμενες μεταρρυθμίσεις, προσθέτοντας νέα, έκτακτα επιδόματα. 

Όμως, πέρα από το διαπιστωμένο πρόβλημα του κατακερματισμού, οι ερευνητές επιχειρούν, επίσης, να ανιχνεύσουν το πόσο αποτελεσματική είναι η ελληνική επιδοματική πολιτική. Συνυπολογίζουν στην ανάλυσή τους δείκτες, όπως η μεγέθυνση του ΑΕΠ, οι αλλαγές στον κατώτατο μισθό και στην αγοραστική δύναμη, οι δείκτες φτώχειας και ανισότητας, η μετανάστευση ή η φτώχεια των γυναικών, η φτώχεια στην υγεία και η ενεργειακή φτώχεια. 

«Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008-2009 αποκάλυψε όχι μόνο τις δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, αλλά προπαντός οδήγησε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού κάτω από το όριο της φτώχειας και στη μετανάστευση, και αύξησε τις κοινωνικές ανισότητες. Το αποτέλεσμα αυτό δεν αλλάζει ακόμα και αν εξετάσουμε το ζήτημα της φτώχειας είτε στη βάση συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων είτε στη βάση των δύο μεγάλων παγκοσμίων κρίσεων των τελευταίων χρόνων, δηλαδή της κρίσης του συστήματος υγείας λόγω της Cοvid-19, και της ενεργειακής κρίσης, που εντάθηκε από τον πόλεμο στην Ουκρανία», αναφέρει η μελέτη.

Πώς, όμως, επέδρασαν τα επιδόματα σε αυτή την εικόνα; Κατά πόσο άμβλυναν τα προβλήματα; 

«Φαίνεται ότι η άμβλυνση του επιπέδου ανισότητας στην Ελλάδα στηρίζεται κυρίως στην καταβολή των συντάξεων (γήρατος, χηρείας, αναπηρίας), οι οποίες διαδραματίζουν έναν κομβικό ρόλο στη στήριξη του εισοδήματος των νοικοκυριών, με την εξασφάλιση μιας σταθερής ροής μηνιαίου εισοδήματος στα μέλη τους. Μάλιστα, οι συντάξεις υπολογίζεται ότι μειώνουν το ποσοστό φτώχειας πριν από όλες τις μεταβιβάσεις κατά 25% (ποσοστό υψηλότερο από τις άλλες χώρες της ΕΕ-15), ενώ η αντίστοιχη συμβολή των υπόλοιπων κοινωνικών μεταβιβάσεων υπολογίζεται στο 3,8%», σημειώνουν οι ερευνητές.

Επομένως, φαίνεται ότι οι συντάξεις συμβάλουν πολλές φορές περισσότερο στην καταπολέμηση της φτώχειας και των ανισοτήτων στη χώρα από τα στοχευμένα επιδόματα. 

Ασφαλώς, το επίπεδο της δαπάνης για τις συντάξεις είναι και αυτό πολλαπλάσιο, και οι συντάξεις στη μεγάλη πλειοψηφία τους αφορούν μεγαλύτερους σε ηλικία αποδέκτες, αντίθετα με τα επιδόματα. Είναι σίγουρα ενδεικτικό ότι στην αρχή της κρίσης, το 2009, περίπου 1 στους 5 φτωχούς (21,6%) ήταν συνταξιούχος, ενώ προς το τέλος της, το 2018, το ποσοστό αυτό ήταν κατά περισσότερες από 8 μονάδες μειωμένο, στο 13,3%. Αντίστροφα, το ποσοστό των ανέργων μεταξύ των φτωχών υπερδιπλασιάστηκε την ίδια περίοδο.

Με άλλα λόγια, η μελέτη διαπιστώνει ότι υπάρχει σημαντικό περιθώριο καλύτερης οργάνωσης και στόχευσης των επιδομάτων, καταλήγοντας σε ευρύτερες κατευθύνσεις πολιτικής.

Κατευθύνσεις πολιτικής

Συγκεκριμένα, η διαΝΕΟσις καταλήγει σε κάποιες ενδεικτικές προτεραιότητες και παρεμβάσεις για ένα πιο αποτελεσματικό και δίκαιο σύστημα επιδομάτων.

1. Δημοσιονομικός χώρος

«Τα εισοδηματικά κριτήρια για τις παροχές του κοινωνικού κράτους προφανώς και πρέπει να διατηρηθούν», γράφουν οι ερευνητές. «Όμως, χρειάζεται παράλληλα ένα φορολογικό σύστημα που δεν θα δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα λύνει. Οι φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις πρέπει να εκλογικευθούν, ώστε να μην λειτουργούν σαν κίνητρα φοροδιαφυγής και μετάβασης στον «μαύρο» τομέα της οικονομίας. Μια πρόταση προς αυτή την κατεύθυνση είναι η έμμεση διαχείριση της εισοδηματικής ενίσχυσης των ευάλωτων στρωμάτων μέσω της αναδιάταξης του επιπέδου ΦΠΑ στις διάφορες κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών».

2. Στρατηγική για την Κοινωνική Πολιτική

Η μελέτη προτείνει την κατάρτιση ενός Ειδικού Σχεδίου Μεσοπρόθεσμης Στρατηγικής Κοινωνικής Πολιτικής με στόχο τη δημιουργία ενός σταθερού θεσμικού πλαισίου μεταρρυθμίσεων κοινωνικού και αναπτυξιακού χαρακτήρα. Ένα τέτοιο σχέδιο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τόσο τους δημοσιονομικούς περιορισμούς και τις χρηματοδοτικές δυνατότητες (τακτικός προϋπολογισμός, Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, ευρωπαϊκά ταμεία), όσο και την ανάγκη της εθνικής οικονομίας για εξωστρέφεια.

3. Ανάπτυξη και ανθεκτικότητα της οικονομίας

Οι συγγραφείς προτείνουν αφενός, περαιτέρω καθετοποίηση και εκσυγχρονισμό των διαδικασιών του δημόσιου τομέα και αφετέρου, τη θέσπιση κινήτρων για τις εγχώριες εφοδιαστικές αλυσίδες στον ιδιωτικό τομέα, ώστε να μειωθεί η εξάρτησή του από εισαγωγές. «Οι πολιτικές των voucher ή pass», υπογραμμίζουν, «μπορεί πράγματι να κριθούν επιτυχημένες σε πολλές οικονομίες της Ευρωζώνης, όχι όμως σε μια οικονομία, όπως η ελληνική, όπου ο ιδιωτικός τομέας έχει χαμηλή παραγωγικότητα και μεγάλη εξάρτηση από εισαγωγές».

4. Πρόβλεψη για έκτακτες καταστάσεις

Η συστηματική και ανεξάρτητη αξιολόγηση των μέτρων που θεσπίστηκαν για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση ενός μακροχρόνιου σχεδίου μεταρρυθμίσεων και δράσεων για την κοινωνική συνοχή.

5. Περιφερειακές ανισότητες

Η κωδικοποίηση των επιδομάτων και όλων των εμπλεκόμενων μερών σε αυτά ανά περιφέρεια ή και δήμο θα μπορούσε να συμβάλει στην άμβλυνση περιφερειακών ανισοτήτων. Αντίστοιχα, οι συγγραφείς διαπιστώνουν την ανάγκη για καλύτερο συντονισμό τόσο μεταξύ περιφερειών όσο και μεταξύ ευρωπαϊκών χωρών.
 

Πηγή: skai.gr


Πηγή

ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

ΚΟΙΝΩΝΙΑ