Τι ισχύει σε περιπτώσεις αδυναμίας των επιχειρήσεων να λειτουργήσουν και των εργαζομένων να πάνε στην εργασία τους, λόγω κακοκαιρίας
Εν όψει των δελτίων για επικίνδυνα καιρικά φαινόμενα την Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2025 επισημαίνονται τα εξής:
«Στην περίπτωση που ο εργοδότης εμποδίζεται προσωρινώς ή οριστικώς να δεχθεί την εργασία του εργαζόμενου, από λόγους οφειλόμενους σε ανώτερη βία, αυτός δεν καθίσταται υπερήμερος περί την αποδοχή της προσφερόμενης εργασίας και κατ’ ακολουθίαν απαλλάσσεται από την υποχρέωση προς καταβολή του μισθού προς τον προσφέροντα την εργασία του μισθωτό (κανόνας που καθιερώνεται εξ αντιδιαστολής των προβλεπόμενων στις διατάξεις του 656 Α.Κ.).
Οπότε, σε περιπτώσεις αδυναμίας των επιχειρήσεων να λειτουργήσουν, καθώς και των εργαζομένων να προσέλθουν στην εργασία τους, ισχύουν τα εξής:
α) Όταν η επιχείρηση δεν λειτούργησε λόγω ανώτερης βίας και οι εργαζόμενοι της δεν προσήλθαν στην εργασία τους για το ίδιο γεγονός, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 380 Α.Κ., σύμφωνα με τις οποίες «αν η παροχή από ένα από τους συμβαλλόμενους (εργοδότη ή μισθωτό) είναι αδύνατη συνεπεία γεγονότος για το οποίο δεν έχει ευθύνη, απαλλάσσεται και ο άλλος από τους συμβαλλόμενους της αντιπαροχής» (δηλ. υπάρχει κοινή απαλλαγή).
β) Όταν η επιχείρηση λειτούργησε κανονικά και κάποιος εργαζόμενος δεν κατόρθωσε να μεταβεί στην εργασία του, παρά την καταβληθείσα από μέρους του προσπάθεια λόγω ανώτερης βίας, του οφείλεται ο μισθός της ημέρας εκείνης (657 Α.Κ.)»
Ως εκ τούτου οι εργαζόμενοι που δεν κατάφεραν να προσέλθουν στην εργασία τους όχι λόγω δικής τους υπαιτιότητας, αλλά εξαιτίας σπουδαίου λόγου που οφείλεται σε αδυναμία μετακίνησής τους, λόγω της κακοκαιρίας και των συνεπειών της, δικαιούνται κανονικά της αποδοχές τους για την ημέρα ή τις ημέρες αυτές της κακοκαιρίας, αρκεί να έχει προηγηθεί τουλάχιστον δεκαήμερη πραγματική εργασία στον εργοδότη τους
Η διακοπή των συγκοινωνιών και η επικινδυνότητα όλων των δρόμων, και όχι μόνο των κεντρικών οδικών αρτηριών, εξαιτίας της σφοδρής κακοκαιρίας, αλλά και της χαμηλής ορατότητας σε πολλές περιπτώσεις, αποτελούν τυπική περίπτωση σπουδαίου λόγου, που δικαιολογεί, σύμφωνα με την καλή πίστη, τη μη παροχή της εργασίας.
Εφόσον υπάρχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, το δικαίωμα στις αποδοχές της ημέρας κακοκαιρίας θεμελιώνεται όταν η επιχείρηση λειτούργησε κανονικά και ο εργαζόμενος δεν κατόρθωσε, παρά την καταβληθείσα από μέρους του προσπάθεια, να μεταβεί στην εργασία του
Επίσης το δικαίωμα αυτό διατηρείται και όταν η επιχείρηση δεν λειτούργησε κανονικά επειδή ο εργοδότης διέκοψε τη λειτουργία της χωρίς να λάβει τα απαιτούμενα «μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης».
Ως εκ τούτου, ο εργαζόμενος που δεν κατόρθωσε να μεταβεί στην επιχείρηση, της οποίας τη λειτουργία διέκοψε ο εργοδότης την ημέρα της κακοκαιρίας λόγω της εκτίμησής του πχ ότι δεν θα υπάρξει επαρκής πελατεία ή (και) προσέλευση των εργαζομένων, δικαιούται κανονικά τις αποδοχές της ημέρας αυτής.
Αντίθετα, στην επιχείρηση που λόγω της ασυνήθους σε ένταση κακοκαιρίας είναι κατ’ αντικειμενική κρίση αδύνατο να λειτουργήσει, τα μέρη απαλλάσσονται αμοιβαία από τις υποχρεώσεις τους σε ότι αφορά την παροχή εργασίας κατά την ημέρα που παρέμεινε κλειστή
Σημειώνεται ότι η ημέρα κατά την οποία ο εργαζόμενος δεν κατόρθωσε να μεταβεί στην εργασία του λόγω ακραίων καιρικών συνθηκών δεν μπορεί να χρεωθεί μονομερώς από τον εργοδότη στον μισθωτό ως ημέρα κανονικής άδειας
Δημοσιεύτηκε στον Οδηγό του Πολίτη (https://www.odigostoupoliti.eu)









