Κέρδισαν την ελευθερία, έχασαν τα πάντα

κέρδισαν

Το μοιραίο ταξίδι ξεκίνησε το βράδυ της Πέμπτης 26 Σεπτεμβρίου. Σε ένα απομακρυσμένο σημείο στα τουρκικά παράλια, τέσσερις οικογένειες, εννέα ενήλικοι με εννέα μικρά παιδιά, σκαρφάλωσαν με δυσκολία σε κάτι βράχια και από εκεί μπήκαν σε ένα μικρό ταχύπλοο.

Το είχαν επιλέξει αντί ενός φουσκωτού, πληρώνοντας πολύ περισσότερα χρήματα, θεωρώντας πως θα είναι πιο ασφαλείς. Ακαδημαϊκοί, δικαστές, επιχειρηματίες και δάσκαλοι, πριν από μερικά χρόνια δεν θα περνούσε ποτέ από το μυαλό τους πως θα έφευγαν λαθραία από την πατρίδα τους, και όμως το ταξίδι αυτό ήταν για εκείνους πλέον μονόδρομος.

Ξεκίνησαν να βάζουν τα σωσίβια που τους μοίραζε ο διακινητής όταν συνειδητοποίησαν πως δεν θα έφταναν για όλους. «Δεν είναι σωστό», είπε η Αριφέ, καθηγήτρια πανεπιστημίου που ταξίδευε με τον άνδρα της, την τρίχρονη κόρη και τον επτάχρονο γιo τους. Η Φατμά, δικαστής, συμφώνησε μαζί της. «Προφανώς αυτό σημαίνει πως είμαστε πολλοί γι’ αυτή τη βάρκα», είπε. Εκείνη είχε το δύο μηνών μωρό της στην αγκαλιά και κρατούσε τον τρίχρονο γιο της. Ο καπετάνιος τις καθησύχασε: «Ο καιρός είναι καλός. Σε μία ώρα θα έχουμε φτάσει», τους είπε και έβαλε μπρος τη μηχανή.

Τέσσερις ημέρες νωρίτερα, είχαν ξεκινήσει όλοι από διαφορετικές πόλεις της Τουρκίας. Μέχρι τελευταία στιγμή δεν είχαν πει σε κανέναν για τα σχέδιά τους. Κουβαλούσαν από μία τσάντα με μία αλλαξιά, έγγραφα, μερικά κοσμήματα και χρήματα. Στο διαμέρισμα που τους είχαν υποδείξει, πρώτη έφτασε η οικογένεια της Αριφέ, με τον σύζυγο της Γιουσούφ, επίσης πανεπιστημιακό, και τα δύο παιδιά τους, λίγη ώρα αργότερα και η οικογένεια των Καρά, εκπαιδευτικών, με τα τρία τους παιδιά (1,5, 6 και 8 ετών). Οι οικογένειες δεν γνωρίζονταν, τα παιδιά όμως άρχισαν να παίζουν από το πρώτο λεπτό. Τις επόμενες ημέρες έγιναν αχώριστα. Θεωρούσαν πως θα πήγαιναν μαζί διακοπές και ήταν χαρούμενα.

Η πρώτη απόπειρα να φύγουν έγινε την Τετάρτη. Τότε γνώρισαν τις άλλες δύο οικογένειες. Της Φατμά, με τα δύο μικρά αγόρια και τον σύζυγο της Νασίρ Ισίκ –επίσης δικαστή– και την οικογένεια του Ογκούζ, επιχειρηματία που ταξίδευε με τη σύζυγο, την πεθερά και τους δύο έφηβους γιους του.


Η οικογένεια του Ογκούζ, το τελευταίο πρωινό πριν το ταξίδι για την Ελλάδα. Αριστερά κάθεται ο Μουσταφά με την γιαγιά του και δεξιά η μητέρα του, η Μελτέμ.

Η Γκονζά Καρά με τα τρία της παιδιά.

Εκείνο το βράδυ περίμεναν για ώρα σε ένα σημείο, αλλά τελικά τους έστειλαν μήνυμα πως ήταν ριψοκίνδυνο. Σε ένα μικρό διαμέρισμα, έφτιαξαν τσάι και περιμένοντας το επόμενο τηλεφώνημα έπιασαν την κουβέντα. Για τη ζωή τους στην Τουρκία, που ήταν για όλους χωρισμένη στο πριν και μετά το πραξικόπημα, τα σχέδια και τα όνειρά τους για το μέλλον.

Στον «προθάλαμο»

Η Φατμά με τον Νασίρ γνωρίστηκαν σε έναν γάμο συναδέλφου δικαστικού. Ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν το 2015. Εκείνη δίκαζε φορολογικές υποθέσεις, εκείνος ποινικές. Οταν έγινε το πραξικόπημα, περίμεναν το πρώτο τους παιδί. «Και εμείς το ίδιο», της είπε η Αριφέ, που πριν γεννήσει ο σύζυγος της μπήκε φυλακή για 20 μήνες. «Εγώ παραλίγο να γεννήσω στη φυλακή», της είπε η Φατμά. Την κατηγόρησαν ότι ως φοιτήτρια έμενε σε εστία χρηματοδοτούμενη από το κίνημα Γκιουλέν και πως είχε κατεβάσει στο κινητό της εφαρμογή που χρησιμοποιούν οι γκιουλενιστές. Η 30χρονη δικαστικός πηγαινοερχόταν για πέντε μήνες με χειροπέδες στον γυναικολόγο. Αφού γέννησε και ύστερα από ακόμη δύο συλλήψεις, πήραν την απόφαση να φύγουν. Απολυμένοι και οι δύο από το δικαστικό σώμα, ο Νασίρ δούλεψε ως μπογιατζής και μαζί καλλιεργούσαν μανιτάρια για να συγκεντρώσουν χρήματα (7.000 ευρώ) για το ταξίδι.


H Φατμά και ο Νασίρ με τον πρωτότοκο γιο τους Ιμπραχίμ.

Ηταν έτοιμοι να φύγουν πέρυσι τέτοιο καιρό, αλλά η Φατμά έμαθε πως ήταν ξανά έγκυος. Συμφώνησαν να περιμένουν και, αφού το μωρό γεννήθηκε και έκλεισε τους δύο μήνες, πήραν ξανά τη μεγάλη απόφαση. Είχαν αγωνία για το ταξίδι αλλά ήταν αισιόδοξοι. Είχαν καλούς φίλους που είχαν φτάσει στη Νορβηγία και είχαν κάνει εκεί μια καινούργια αρχή. Παρά τις δυσκολίες, ήταν εκεί ευτυχισμένοι και, το κυριότερο, τους έλεγαν, ένιωθαν και πάλι ελεύθεροι.

Ο σπαρακτικός αποχαιρετισμός στον λόφο με θέα την Τουρκία

Εκείνο το βράδυ, στο μικρό διαμέρισμα στα τουρκικά παράλια, πέρασαν ώρες συζητώντας. Ηταν πολύ αργά όταν συνειδητοποίησαν πως τα παιδιά ήταν ακόμα ξύπνια. Ηταν όλα ενθουσιασμένα που κοιμούνταν στρωματσάδα με νέους φίλους, που με κόπο τα έβαλαν για ύπνο. Η επόμενη ημέρα όμως θα ήταν δύσκολη και έπρεπε να είναι ξεκούραστα.

Οταν το επόμενο βράδυ μπήκαν στη βάρκα, ο Τουρκοκύπριος διακινητής ήταν αυστηρός: «Πρέπει να κάνετε απόλυτη ησυχία. Απαγορεύονται κινητά. Να μη φεγγίζει τίποτα», τους είπε. Ακόμα και το τσιγάρο που άναβε νευρικά το έκρυβε στη χούφτα του για να μη φανεί η καύτρα. Στο παρελθόν τον είχαν συλλάβει ξανά στην Ελλάδα και φοβόταν. Γι’ αυτό και βιαζόταν. Οταν ανέβαζε ταχύτητα όμως η μηχανή έκανε θόρυβο. Πήρε κάποιον τηλέφωνο και του περιέγραψε το πρόβλημα. «Είμαστε 19», τον άκουσαν να απαντάει πριν κατεβάσει ταχύτητα. Τα περισσότερα παιδιά είχαν αποκοιμηθεί στις αγκαλιές των γονιών τους. Οι μεγάλοι ήταν σιωπηλοί αλλά ανήσυχοι με τον θόρυβο. Οταν τους φώναξε όμως πως είναι ελεύθεροι, όλοι ανακουφίστηκαν. Είχαν μόλις περάσει στην Ελλάδα και θεωρούσαν πως σύντομα θα έφταναν, όταν κάτι φάνηκε να τρόμαξε τον διακινητή και έκανε μια απότομη τιμονιά. Ενα μεγάλο κύμα μπήκε στο σκάφος και πριν το καταλάβουν βρέθηκαν και οι 19 στο νερό.

Πανικός…

Τα επόμενα λεπτά, μέσα στο σκοτάδι και στο νερό επικράτησε πανικός. Ο Γιουσούφ έπιασε τη γυναίκα του. «Αριφέ, μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά», της είπε και την έσπρωξε να πιαστεί από τη βάρκα. Το ίδιο και τον γιο του. Εψαχνε την κόρη του όταν είδε το ανδρόγυνο Καρά να προσπαθούν να κρατήσουν στην επιφάνεια το μωρό τους που πνιγόταν. Το άρπαξε και το έδωσε στη γυναίκα του που είχε ήδη σκαρφαλώσει στην αναποδογυρισμένη βάρκα. Βρήκε στο νερό την κόρη του και την ανέβασε και εκείνη.

Ο Ογκούζ που δεν ήξερε καθόλου κολύμπι φώναζε από τη βάρκα το όνομα της γυναίκας του, της πεθεράς του και του γιου του. Η Φατμά και ο Νασίρ προσπαθούσαν και εκείνοι απεγνωσμένα να βρουν τα παιδιά τους. Μέσα στο νερό έπιαναν κάτι, αλλά ό,τι έπιαναν ήταν κάποιο αντικείμενο. Εβγαιναν στην επιφάνεια να πάρουν μια αναπνοή και ξαναβουτούσαν. Το έκαναν για ώρα μέχρι που, πλέον, εξαντλημένοι ανέβηκαν και εκείνοι στη βάρκα. Η Αριφέ κρατούσε σφιχτά τα δυο της παιδιά και το μωρό της οικογένειας Καρά, που έκλαιγε για ώρα μέχρι που αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά της. Εκείνη αγχώθηκε πως όταν ξυπνούσε δεν θα είχαν κάτι να το ταΐσουν. Η Φατμά γύρισε και της είπε να μην ανησυχεί. Εάν χρειαζόταν, θα το θήλαζε εκείνη.

Με το πρώτο φως της ημέρας, ο Γιουσούφ είπε στον διακινητή να κολυμπήσουν μαζί μέχρι τις Οινούσσες για βοήθεια. «Δεν ξέρω κολύμπι», του είπε και εκείνος εξαγριώθηκε. «Είναι δυνατόν; Δεν είσαι δηλαδή καν καπετάνιος;» του φώναξε. Εβγαλε τα ρούχα του, έδεσε το σωσίβιο στα πόδια του και ξεκίνησε. Διέκρινε όμως ένα πλοίο και ξαναγύρισε. Δεν ήταν σίγουρος, αλλά από την κατεύθυνση από την οποία ερχόταν θεώρησε πως ήταν τουρκικό. Ηταν βέβαιος πως θα τους συλλάμβαναν, αλλά ένιωθε ανήμπορος να αντιδράσει. Προς έκπληξη όλων, ύστερα από 15 λεπτά το πλοίο άλλαξε πορεία και απομακρύνθηκε.

Ηταν 10.20 το πρωί όταν τους εντόπισε πλοίο του Frontex. Ο Γιουσούφ φώναζε πως υπάρχουν ακόμη εννέα άτομα στη θάλασσα, ίσως κάποιος είχε σωθεί. Μέσα του βέβαια θεωρούσε πως ήταν αδύνατον. Γύρισε στη γυναίκα του που κρατούσε το ξένο μωρό και της είπε πως πλέον είχαν και ένα τρίτο παιδί. Οι γονείς του μωρού όμως τα είχαν καταφέρει. Για 10 ώρες κρατιόντουσαν χέρι χέρι και προσεύχονταν να έχουν σωθεί τα τρία τους παιδιά. Οταν η μάνα αντίκρισε το μωρό της στην αγκαλιά της Αριφέ έβαλε τα κλάματα, αλλά κατέρρευσε μόλις συνειδητοποίησε πως η κόρη και ο γιος της δεν ήταν εκεί. Μέσα σε 20 λεπτά οι διασώστες εντόπισαν τα πρώτα δύο πτώματα. Αργά το μεσημέρι, δύτες ανέσυραν και τα άλλα πέντε.


Οι επτά Νεκροί του ναυαγιού. (Επάνω, από αριστερά: Μουσταφά Καρά, Γκουλσούμ Καρά Ιμπραχίμ και Μαχίρ Ισίκ). Κάτω απο αριστερά: Μελτέμ Ζεμπίλ, Μουσταφά Ζενμπίλ, Κεβσέρ Σεζέρ.

Οι επιζώντες μεταφέρονται στην Χίο.

Στη Χίο, ο καπετάνιος συνελήφθη και οι υπόλοιποι νοσηλεύτηκαν. «Για τη δική σας ασφάλεια μη μιλήσετε σε κανέναν», τους συμβούλευσαν από την αστυνομία. Εν τω μεταξύ, οι δικοί τους πίσω στην Τουρκία είχαν ακούσει για το ναυάγιο και αγωνιούσαν. Ενας από αυτούς επικοινώνησε με τον δικηγόρο Ανθιμο Σιδέρη. Του έστειλε φωτογραφίες και τα πλήρη στοιχεία των συγγενών του και του ζήτησε να μεταβεί στη Χίο. Εφτασε το ίδιο κιόλας βράδυ, αλλά βρήκε όλες τις πόρτες κλειστές. «Και πού ξέρουμε πως δεν είσαι μυστικός πράκτορας ή άνθρωπος του διακινητή;» του είπαν οι λιμενικοί. Προβληματίστηκε με την πρωτόγνωρη αντίδρασή τους, αλλά ανεπίσημα έμαθε πως είχαν εντολές να λειτουργήσουν με απόλυτη μυστικότητα για να μη δημιουργηθεί ένταση μεταξύ των δύο χωρών.

Η ταφή των νεκρών

Τη Δευτέρα, με ένα πληρεξούσιο από τον συγγενή κατάφερε να τους δει. Είχαν όλοι αγωνία για την ταφή των νεκρών τους. Οι σοροί, του είπαν, δεν θα έπρεπε με τίποτα να επιστρέψουν στην Τουρκία. Ως προδότες, θα τους έβαζαν εμπόδια ακόμα και στις κηδείες. Από την αστυνομία προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να βοηθήσουν. Στη Χίο, τους εξήγησαν, υπήρχε χώρος ταφής μουσουλμάνων στο δημοτικό νεκροταφείο, αλλά όχι ιμάμης. Οι Τούρκοι επικοινώνησαν με κάποιους γνωστούς τους και σε λίγες ώρες έφτασαν στο νησί δύο ιμάμηδες, πρόσφυγες, για να βοηθήσουν. Δεν έβρισκαν όμως πουθενά στο νησί τα ειδικά υφάσματα που χρειάζονταν για να τυλίξουν τους νεκρούς τους. Η λύση ήρθε από έναν ντόπιο, που αργά το βράδυ άνοιξε το μαγαζί του και τους έδωσε ό,τι χρειάζονταν. «Αλίμονο, εάν σε δύσκολες στιγμές δεν βοηθάμε ο ένας τον άλλο», τους είπε όταν έμαθε τι είχε συμβεί. Το επόμενο πρωί, όλοι οι επιζώντες –πλην της Αριφέ που έμεινε πίσω με τα μικρά παιδιά– ξεκίνησαν για το νεκροταφείο.


Ο Νασίρ και η Φατμά Ισίκ κηδεύουν τους γιους τους Ιμπραχίμ και Μαχίρ στον χώρο ταφής μουσουλμάνων του δημοτικού νεκροταφείου Χίου.

Εκεί, στον λόφο με θέα την Τουρκία, ο Νασίρ και η Φατμά, σχεδόν μηχανικά, δεν σταμάτησαν ούτε λεπτό να σκάβουν και να μεταφέρουν πέτρες για να διαμορφώσουν τους τάφους των δύο αγοριών τους, του Ιμπραχίμ και του Μαχίρ. Μόνο όταν τα φέρετρα ακούμπησαν στο χώμα ξέσπασαν. Ο Ογκούζ έθαψε την πολυαγαπημένη του Μελτέμ, τον ενδεκάχρονο γιο του Μουσταφά και τη γιαγιά Κεβσέρ. Η οικογένεια Καρά, την οκτάχρονη Γκουλσούμ και τον εξάχρονο Μουσταφά. Δίπλα τους στέκονταν τρεις αστυνομικοί, μια εργαζόμενη του ΟΗΕ και ο δικηγόρος. Πήραν και εκείνοι φτυάρια και έριχναν χώμα στους επτά τάφους. Αργά το μεσημέρι, κατέβηκαν όλοι μαζί από τον λόφο αμίλητοι. «Για τη δική σας ασφάλεια, θα ήταν καλό να φύγετε απόψε για την Αθήνα», τους συμβούλεψαν. Στις 21.30 μπήκαν στο καράβι και τα ξημερώματα έφτασαν στον Πειραιά. Ηταν πλέον ασφαλείς. Αλλά ήταν το τελευταίο που τους ενδιέφερε.

πηγή: kathimerini.gr – Μαριάννα Κακαουνάκη


Πηγή