Δέκα χρόνια συμπληρώνονται από την κορύφωση της ελληνικής οικονομικής κρίσης και τα γεγονότα που καθόρισαν μια ολόκληρη εποχή: το δημοψήφισμα, οι έντονες διαπραγματεύσεις, οι απειλές για Grexit. Ακολουθώντας το αποτύπωμα που άφησαν τα μνημόνια, επιχειρούμε έναν απολογισμό για όσα πραγματικά έμειναν, μετά από μια δεκαετία σκληρών αλλαγών και κοινωνικών κραδασμών.
Ο γνωστός επιθεωρησιογράφος σατίριζε έντονα τη ρητορική της εποχής εκείνης λέγοντας σε *”είμαστε στο χείλος του γκρεμού, αλλά τώρα κάνουμε ένα βήμα μπροστά”*. Πρόκειται για μια εικόνα που συμπύκνωνε γλαφυρά το αίσθημα ανασφάλειας λίγο πριν το δημοψήφισμα του 2015.
Σήμερα, αν και τα κομματικά λάβαρα συνεχίζουν να κυριαρχούν στη δημόσια συζήτηση, έχει έρθει η ώρα να επιχειρήσουμε μια ανάλυση από τη σκοπιά της οικονομικής λογικής. Άλλωστε, το 2032 ξεκινά η αποπληρωμή των 90 δις του δεύτερου μνημονίου, με την Ελλάδα δεσμευμένη σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι το 2060 – στοιχείο που οριοθετεί το μέλλον της χώρας για τις επόμενες δεκαετίες.
Η αποτίμηση της μνημονιακής δεκαετίας
Ήταν τελικά τα μνημόνια ένα επιτυχημένο εργαλείο διαχείρισης της κρίσης; Η απάντηση απαιτεί πολυσύνθετη ανάλυση. Επιτυχία θεωρείται ότι η Ελλάδα δανείζεται πλέον από τις διεθνείς αγορές με δικές της δυνάμεις, και ενίοτε με καλύτερους όρους σε σχέση με ισχυρότερες οικονομίες όπως η Ιταλία, μέλος της G7 και τρίτη της ευρωζώνης. Ωστόσο, η αύξηση του δημόσιου χρέους από 300 δισ. ευρώ το 2010 σε 370 δισ. ευρώ το 2023 προκαλεί ερωτήματα. Σε αποπληθωρισμένες τιμές, όμως, το σημερινό χρέος είναι αριθμητικά μικρότερο και, κυρίως, ως ποσοστό του ΑΕΠ, εμφανίζει πτωτική τάση – δείγμα ότι η οικονομία αναπτύσσεται. *Τουλάχιστον οι αριθμοί ευημερούν* και αυτό δεν είναι αμελητέο.
Το αναπτυξιακό μοντέλο: Ζητούμενο η υπέρβαση
Η μεγαλύτερη πρόκληση, ωστόσο, παραμένει η μετάβαση σε ένα νέο, βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης. Αυτό θα απαιτούσε αξιοποίηση τόσο των μεταρρυθμίσεων των μνημονίων όσο και των εγγενών πλεονεκτημάτων της χώρας, δίνοντας παράλληλα ευκαιρίες σε εκείνους που έως σήμερα μένουν στο περιθώριο. Από τους “μη έχοντες” συχνά αναδεικνύονται *hidden champions* που δύνανται να αλλάξουν τους όρους του παιχνιδιού. Παρ’ όλα αυτά, το ελληνικό παραγωγικό μοντέλο εξακολουθεί να εμμένει στην κατανάλωση, τις εργολαβίες, τις μεταπρατικές δραστηριότητες, την “εσωτερική υποτίμηση” και το διαρκές κυνήγι των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων. Χαρακτηριστικό εύρημα: 6 στους 10 μισθωτούς ζουν με λιγότερα από 1.200 ευρώ μεικτά – μια τάση που αναπαράγει τη φτώχεια.
Μια τολμηρή φορολογική μεταρρύθμιση – ένα *”φορολογικό bing bang”* – προς όφελος των μεσαίων εισοδημάτων, θα μπορούσε να ανατρέψει τα δεδομένα, αλλά για την ώρα παραμένει εξαγγελία και όχι πράξη. Γενικότερα διακρίνεται μια δυσανεξία στην αλλαγή, που συχνά προκρίνει τη διατήρηση των παλαιών δομών. *Μήπως χρειάζεται μια νέα τρόικα;* Ιδανικά, όχι. Ωστόσο, η αυτοκριτική παραμένει αναγκαία: Έπρεπε να φτάσουμε σε διεθνή παρέμβαση για σαφείς αγκυλώσεις, όπως η αποκλειστική πώληση του βρεφικού γάλακτος στα φαρμακεία ή το προνόμιο των φούρνων να εξυπηρετούν πελάτες σε τραπεζοκαθίσματα;
Η αμφιλεγόμενη συμβολή της Τρόικας
Η παρουσία της «τρόικας» άφησε έντονο αποτύπωμα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως όλες οι παρεμβάσεις ήταν εύστοχες. Συχνά οι ελεγκτές, είτε ως *”τρΟικα”*, *”θεσμοί”* ή στο πλαίσιο της *”μετα-μνημονιακής επιτήρησης”*, προκάλεσαν σημαντικές κοινωνικές αναταράξεις, όπως τόνισε το 2014 και ο Ισπανός εισηγητής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Αλεχάνδρο Θέρκας. Οι συνταγές δημοσιονομικής προσαρμογής επικεντρώνονταν στη φορολογία και τη συρρίκνωση των κοινωνικών δαπανών.
Δεν έλειψαν οι φωνές που σημείωσαν ότι στην κρίσιμη διαπραγμάτευση του 2010 θα μπορούσε η χώρα να τηρήσει πιο σκληρή στάση. Στην πραγματικότητα, όπως υπογραμμίστηκε, η θέση του δανειζόμενου που χρειάζεται το μεγαλύτερο δάνειο στην παγκόσμια ιστορία δεν αφήνει περιθώρια για μεγάλες απαιτήσεις – εκτός αν υπήρχε η βούληση για αποχώρηση από το ευρώ και επιστροφή στη δραχμή. Ένα σενάριο που, όπως τονίζεται, θα μετέβαλλε ριζικά την ανταγωνιστικότητα της χώρας, με αβέβαιες συνέπειες.
Αντί για αυτό, η Ελλάδα επιμένει να αναζητά τη χρυσή τομή ανάμεσα στη σταθερότητα του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος – και των όρων που αυτό συνεπάγεται – και την εθνική της οικονομική ευημερία. Όπως παρατηρείται, η Ελβετία δεν έγινε ανταγωνιστική επειδή είχε «σκληρό νόμισμα», αλλά το αντίθετο: *απέκτησε σκληρό νόμισμα επειδή ήταν ήδη ανταγωνιστική*.
Πηγή: Deutsche Welle
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.