Άρθρο του Ηλία Κικίλια, Σύμβουλος Κ.Ο. για θέματα οικονομικής πολιτικής, στο «kreport.gr»:
Οι δηλώσεις κυβερνητικών παραγόντων ότι παρά την ενεργειακή κρίση, η ελληνική οικονομία είναι ασφαλής, δεν μπορούν παρά να προκαλέσουν συνειρμούς με τις διαβεβαιώσεις προ 14 ετών, λίγο μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, για την θωρακισμένη ελληνική οικονομία. Οι συνθήκες είναι, προφανώς, εντελώς διαφορετικές, αλλά οι δηλώσεις έχουν ως κοινό γνώρισμα να καθησυχάσουν τους πολίτες ότι οι δυσκολίες είναι προσωρινές. Το πολύπτυχο θέμα της ασφάλειας, άλλωστε, έχει καταστεί το κρισιμότερο ζήτημα της εποχής μας.
Στο οικονομικό επίπεδο τα σύννεφα πυκνώνουν επικίνδυνα, το ενεργειακό κόστος και ο πληθωρισμός δεν θα τιθασευτούν σύντομα και η πιθανότητα ύφεσης είναι πλέον ορατή στον ορίζοντα. Η χώρα μας απαιτείται να διαθέσει τα επόμενα χρόνια σημαντικούς δημόσιους πόρους για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας έναντι των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, τον ενεργειακό μετασχηματισμό της, την διαρκή ενίσχυση της εθνικής της άμυνας, την αναστήλωση των δημοσίων συστημάτων υγείας και παιδείας, την μεταστροφή του παραγωγικού της μοντέλου, την αντιμετώπιση της δημογραφικής γήρανσης με την ουσιαστική στήριξη της νέας γενιάς καθώς και την ενίσχυση των κοινωνικών δαπανών και υπηρεσιών με κύριο στόχο τη μείωση των ανισοτήτων.
Τα ζητήματα της φοροδιαφυγής/-αποφυγής βρίσκονται, επί της ουσίας, εκτός της ατζέντας του πολιτικού διαλόγου. Στα ζητήματα της φορολογίας, η κυβέρνηση είναι υπέρ της μείωσης της άμεσης φορολογίας, ιδιαίτερα των κερδών, μερισμάτων, εργοδοτικών εισφορών, κλπ. που υποτίθεται ότι αυξάνουν τις επενδύσεις και την απασχόληση, αλλά όχι της έμμεσης φορολογίας, που είναι “αφανής”, αποτελεί την σημαντικότερη πηγή δημοσίων εσόδων και στην ουσία πλήττει με σφοδρότητα τους αδύναμους και τα μεσαία στρώματα. Τα υπερ-έσοδα των τελευταίων μηνών από την έμμεση φορολογία, χρηματοδοτούν διάφορα επιδόματα και αρκετές οριζόντιες επιχορηγήσεις.
Το ερώτημα είναι αν η πολιτική αυτή συνάδει με τον ευρύτατα αποδεκτό στόχο της «αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου», αν και σπανίως διευκρινίζεται τι ακριβώς εννοεί ο καθένας με τον όρο αυτό.
Μια ματιά μόνο στις χώρες του ΟΟΣΑ σχετικά πχ. με τα επίπεδα του μη μισθολογικού κόστους ή της φορολογίας κερδών και μερισμάτων, δείχνει ότι οι υψηλότερες επιβαρύνσεις αφορούν χώρες όπως το Βέλγιο, η Γερμανία, η Αυστρία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Πορτογαλία και οι Σκανδιναβικές. Οι χώρες, δηλαδή, που έχουν ισχυρότερες οικονομίες και αγορές εργασίας, υψηλότερα επίπεδα απασχόλησης και ποιότητας της εργασίας και έχουν, κατά τεκμήριο, απορροφήσει αρκετούς από τους εκατοντάδες χιλιάδες νέους μας του brain drain.
Το βασικότερο, χαρακτηριστικό των χωρών αυτών είναι ότι διακρίνονται από πολύ υψηλότερα επίπεδα “θεσμικής ποιότητας”, δηλαδή ποιότητας διακυβέρνησης, λειτουργίας των θεσμών, της δικαιοσύνης, εμπιστοσύνης στο κράτος και τη δημόσια διοίκηση, χαμηλότερα επίπεδα διαφθοράς, κλπ. Αυτός είναι ο βασικότερος λόγος που χαρακτηρίζονται από πολύ χαμηλότερα επίπεδα παραοικονομίας, φοροδιαφυγής και “μαύρης” εργασίας. Η θεσμική ποιότητα και η εμπιστοσύνη αντανακλάται και στα υψηλότερα επίπεδα φορολογικής ηθικής που διακρίνει τις κοινωνίες αυτές. Για το λόγο αυτό μπορούν να υποστηρίζουν πολύ δυναμικότερες και εξωστρεφείς οικονομίες με υψηλότερους συντελεστές φορολογίας κερδών, μερισμάτων και μη μισθολογικού κόστους και χαμηλότερη εξάρτηση των δημοσίων εσόδων από τους έμμεσους φόρους.
Στην περίπτωση της χώρας μας, φαίνεται ότι “ανταλλάσσουμε” την μεγάλη υστέρησή μας στην ποιότητα των θεσμών και της διακυβέρνησης με τη μείωση της άμεσης φορολογίας. Στην ουσία, αντισταθμίζουμε το οικονομικό κόστος που δημιουργεί στην υγιή επιχειρηματικότητα η χαμηλή ποιότητα των θεσμών και διακυβέρνησης, η γραφειοκρατία, η διαφθορά, η φοροδιαφυγή – μαζί με τα παραθυράκια της φοροαποφυγής – και η έλλειψη εμπιστοσύνης στο κομματικοποιημένο κράτος, με χαμηλότερη άμεση φορολογία.
Ο δρόμος αυτός, ωστόσο, είναι αδιέξοδος και κινδυνεύει να μετατραπεί σε ένα καθοδικό σπιράλ, όπου η υποβάθμιση της ποιότητας των θεσμών και της διακυβέρνησης θα απαιτεί ολοένα και μικρότερη φορολογία και θα επιφέρει όχι την συρρίκνωση αλλά την διεύρυνση της φοροδιαφυγής, της παραοικονομίας και της διαφθοράς. Ευνοεί, επίσης, την αέναη συνέχιση της κομματικοποίησης και της δυσλειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και την εξάρτησή της από την πολιτική βούληση του κόμματος που, κερδίζοντας τις εκλογές, παίρνει το κράτος ως λάφυρο και στη συνέχεια επικαλείται την αδυναμία του κρατικού μηχανισμού ως άλλοθι για τις δικές του πολιτικές αδυναμίες.
Η ασφάλεια και η ανθεκτικότητα προϋποθέτουν ισχυρή οικονομία, κάτι πολύ βαθύτερο από θετικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης του παραγωγικού μοντέλου “90% κατανάλωση, δημόσια έσοδα από έμμεσους φόρους και οριζόντιες επιδοτήσεις”. Η ισχυρή οικονομία προϋποθέτει στιβαρή θεσμική ραχοκοκαλιά, αδυσώπητο αγώνα κατά της φοροδιαφυγής/-αποφυγής, υψηλή ποιότητα των θεσμών και της διακυβέρνησης, εμπιστοσύνη στον κρατικό μηχανισμό και την σταδιακή εμπέδωση μιας νέας φορολογικής ηθικής στην κοινωνία.