Άρθρο του Γιώργου Καμίνη, Τομεάρχη Προστασίας του Πολίτη – Μεταναστευτικού και Ασύλου, στην εφημερίδα «Τα Νέα»:
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας εξελέγη την επαύριο δύο μεγάλων εθνικών τραγωδιών, στη Μάνδρα και στο Μάτι. Αντί όμως να επικεντρωθεί στα πραγματικά προβλήματα, έπεσε θύμα της ίδιας της προεκλογικής ρητορείας της. Πίστεψε δηλαδή ότι αρκούσε να αντικατασταθούν οι προηγούμενοι από κάποιους «άριστους» ώστε να λειτουργήσει επιτέλους ο κρατικός μηχανισμός.
Αυτό το επιφανειακό αφήγημα δυστυχώς αποπροσανατολίζει τον δημόσιο διάλογο και παρασύρει μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης, με συνέπεια η κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού που παρατηρήθηκε στην κακοκαιρία «Ελπίδα» να δίνει την εντύπωση πως είναι απλώς μια αποτυχία επιχειρησιακού χαρακτήρα της κυβέρνησης. Πράγματι, έτσι εκδηλώθηκε· στην πραγματικότητα όμως αποκαλύπτει αφενός τη θεσμική καθυστέρηση της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, αφετέρου τη γραφειοκρατική νοοτροπία που διαπνέει μεγάλο τμήμα της πολιτικής ηγεσίας αλλά και της δημοσιοϋπαλληλίας. Αρχίζω από το πρώτο.
Αντί να ενισχύσει ουσιαστικά την τοπική αυτοδιοίκηση, με αρμοδιότητες, πόρους και αυστηρούς μηχανισμούς λογοδοσίας, η κυβέρνηση δημιούργησε ένα υπερσυγκεντρωτικό σχήμα που είχε ως σημείο αναφοράς ένα υπερτροφικό Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, με αρμοδιότητες τόσο αυξημένες που τελικά κατέστη αναγκαία η σταδιακή πολυδιάσπασή του. Η ίδια η διοικητική οργάνωση της Πολιτικής Προστασίας έχει υποστεί αλλεπάλληλες αλλαγές σε μόλις δυόμιση χρόνια, θυμίζοντας το γεφύρι της Άρτας. Από Γενική Γραμματεία σε Υφυπουργείο και τελικά σε Υπουργείο, με συνεχείς αλλαγές προσώπων, χωρίς ουσιαστική αύξηση χρηματοδότησης και ξεκαθάρισμα αρμοδιοτήτων. Ένας θεσμικός Λεβιάθαν που παράγει απλώς σχέδια επί χάρτου (ακόμη θυμάμαι τον τότε Υφυπουργό κ. Χαρδαλιά να κραδαίνει τα διάφορα σχέδια «Βορέας» σε απάντηση ερώτησής μου στη Βουλή, ένα μήνα πριν από τη Μήδεια) και κάνει τη διαχείριση της επόμενης κρίσης ακόμη πιο δύσκολη.
Αντί να προχωρήσουμε στο ριζικό ξεκαθάρισμα των αρμοδιοτήτων μεταξύ Κεντρικού Κράτους (χάραξη στρατηγικής, εποπτεία και αξιολόγηση) και Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (εκτελεστικός ρόλος ανά γεωγραφική αρμοδιότητα), η κυβέρνηση έσπευσε να αλλάξει το εκλογικό σύστημα για την ανάδειξη των αρχών των ΟΤΑ. Λες και αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα της τοπικής αυτοδιοίκησης. Τα ίδια έκανε και ο ΣΥΡΙΖΑ και βλέπουμε τα αποτελέσματα.
‘Ερχομαι στο δεύτερο. Η παθογένεια του συστήματος φαίνεται ειδικά στο πεδίο της πρόληψης, καθώς αυτή όχι μόνο σώζει ζωές, περιουσίες και προλαμβάνει την ταλαιπωρία χιλιάδων ανθρώπων, αλλά μας γλιτώνει και χρήματα. Συνεχίζουμε εμμονικά να δρούμε κατόπιν εορτής: αγοράζουμε πανάκριβα κατασβεστικά αεροπλάνα, ξεχνάμε όμως να διανοίξουμε σωτήριους δασικούς δρόμους και αντιπυρικές ζώνες. Επιδεικνύουμε «εξωτικά» μηχανήματα, ενώ δεν έχουμε ένα σχέδιο απλής ενημέρωσης των οδηγών και ένα βασικό πρωτόκολλο διαχείρισης των οδικών αρτηριών σε περίπτωση χιονόπτωσης ή δασικής πυρκαγιάς. Γιατί άραγε δεν τα κάνουμε αυτά;
Η απάντηση είναι ότι αυτά δεν προσφέρονται για εγκαίνια, αγιασμούς, ασπασμούς, διαχύσεις και φωτογραφίσεις, αλλά προϋποθέτουν την άχαρη και αθόρυβη δουλειά του μυρμηγκιού: Συστηματική συλλογή και επεξεργασία δεδομένων, μεθοδική κατάστρωση εναλλακτικών σεναρίων, σαφή κατανομή ρόλων, τακτικούς ελέγχους και αιφνιδιαστικές ασκήσεις ετοιμότητας (αυτά που λ.χ. είχε κάνει ο Δήμος Αθηναίων στην παιδική κατασκήνωση της Νέας Μάκρης το 2018, προτού ξεσπάσει η φονική πυρκαγιά στο Μάτι). ‘Ο,τι δηλαδή χαρακτηρίζει μια δημόσια διοίκηση που λειτουργεί με κριτήρια αποτελεσματικότητας. Και αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει στόχους και δείκτες απόδοσης για κάθε υπηρεσιακή μονάδα και υπάλληλο ξεχωριστά. Με δύο λόγια: Οι βιβλικές φυσικές καταστροφές που βιώνει τα τελευταία χρόνια η χώρα υποδηλώνουν με τρόπο κραυγαλέο το μεγάλο της πρόβλημα: Την κατανομή των αρμοδιοτήτων του Δημοσίου, αλλά και το πολιτικό σύστημα γενικότερα, ως φορέα συλλογικών ηθών και νοοτροπίας: Η εκάστοτε κυβέρνηση αρνείται να χάσει εξουσίες υπέρ της τοπικής αυτοδιοίκησης. Συγχρόνως, το μεγάλο τμήμα αυτής φοβάται να τις αναλάβει. Και οι δύο μαζί, από κοινού με τις βολεμένες συντεχνιακές ηγεσίες της δημοσιοϋπαλληλίας, αρνούνται να κάνουν την άχαρη αλλά τόσο πολύ απαραίτητη δουλειά του μέρμηγκα.