Τελείωσε το Προγραμματικό Συνέδριο της Δημοκρατικής Συμπαράταξης. Και τελείωσε, όπως άρχισε. Εντυπωσιακά.
Και δε μιλάμε σε εντυπώσεις «επίδειξης» σε επικοινωνιακά εφέ. Εδώ και καιρό άλλωστε τα υλικά μέσα, λόγω σφαλμάτων του παρελθόντος, δεν περισσεύουν στο χώρο. Και το συγκεκριμένο Συνέδριο στην ουσία στήθηκε από το υστέρημα των συνέδρων που ήρθαν από όλη τη χώρα και εισέφεραν την ουχί πενιχρή συνδρομή των 15 ευρώ. Ασμένως, όλως παραδόξως… Το εντυπωσιακό λοιπόν είχε να κάνει θέματα καθαρά ουσιαστικά στην πολιτική. Σχετιζόταν με τη συμμετοχή των στελεχών και το πάθος της. Σε ένα τριήμερο με ιδιαίτερα αντίξοες καιρικές συνθήκες, ο χώρος του Συνεδρίου, με την κύρια αίθουσα και τις λοιπές, βοηθητικές των εργαστηρίων, ουδέποτε άδειασε. Ένα «μελίσσι» ανθρώπων που κινούνταν ζωηρά, όλες τις μέρες και τις ώρες, ανταλλάσσοντας ιδέες, απόψεις, ακόμα και διαφωνώντας.
Αν και με άλλο κλίμα αυτή τη φορά. Γιατί δεν ήταν μόνο το πλήθος, που ήταν αρκετό. Ήταν και η διαφορετική προσέγγιση αυτή τη φορά. Σα να είχαν όλοι συνειδητοποιήσει την κρισιμότητα της συγκυρίας. Αυτό που εύγλωττα και με αγωνία διατύπωσε σε μία φράση πρώτος ο πρώην πρωθυπουργός κ. Σημίτης και ύστερα και άλλοι. Ότι δεν υπάρχει πλέον χρόνος. Ότι τώρα είναι η ώρα της δράσης και της δημιουργίας του ενιαίου, ισχυρού φορέα και πόλου της κεντροαριστεράς. Μέχρι και ο κ. Μητσοτάκης το έθεσε, ως ανάγκη για τον τόπο, στην ενδιαφέρουσα κυρίως από άποψη συμβολισμών ομιλία του. Αυτή τη φορά λοιπόν η έμφαση δόθηκε στη δημιουργική σύνθεση. Στο χτίσιμο. Στην «υποστασιοποίηση» ενός χώρου που πράγματι έως πρόσφατα μπορεί να έδινε την εικόνα τεχνητής συγκόλλησης. Στο Συνέδριο, με το ΠΑΣΟΚ φυσικά και να παραμένει ο κύριος μοχλός και η βασική κοίτη, έγιναν βασικά βήματα προς μια ομογενοποίηση. Αφηγήσεων και λόγου. Και τελικά θέσεων.
Ήταν λοιπόν θετικό όλο αυτό το τριήμερο. Για πολλούς λόγους. Πρώτα απ’ όλα υπήρξε το βασικό πολιτικό γεγονός του τόπου για μέρες. Αυτό που απασχόλησε τα ΜΜΕ αλλά και τους υπόλοιπους πολιτικούς χώρους. Και αυτό από μόνο του θα αρκούσε για να δείξει τη σημασία του. Διότι, μετά από χρόνια δοκιμασίας και σαρκοβόρας εσωστρέφειας, μετά από εναγώνια ερωτήματα και αμφιβολίες που έφταναν μέχρι την ίδια την ικανότητα επιβίωσης του χώρου, ήρθε και πάλι η ώρα να δημιουργήσει ένα γεγονός με εμβέλεια πανελλαδική. Φάνηκε αυτό. Από την παρουσία των υπολοίπων κομμάτων, ακόμη και σε επίπεδο Αρχηγών. Και από το περιεχόμενο των εισηγήσεών τους.
Όλο το «ευρωπαϊκό τόξο» ήταν εκεί. Και όχι μόνο. Και για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις, παρότι διατηρούνται αμφιβολίες για την τελική του επιλογή και προσανατολισμό, ήταν εκεί και ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ, σε υψηλό επίπεδο, δια του Υπουργού και εξ απορρήτων του κ. Τσίπρα, κ. Τζανακόπουλου. Ο οποίος, μην έχοντας άλλα να πει, εστίασε στο νέο αφήγημα της Κυβέρνησης, περί δήθεν αριστερής πολιτικής που πρέπει να είναι σε αντίθεση με τη δεξιά. Και έριξε πάλι τα δίχτυα του, δίχως ψήγμα επιτυχίας, αν αναλογιστεί κανείς την παγερή αντίδραση του κοινού, το οποίο διατήρησε πάντως ένα επίπεδο πολιτικού πολιτισμού, απέναντι στο φιλοξενούμενο.
Η σημασία λοιπόν που απέδωσε το λοιπό πολιτικό σύστημα τόσο στο γεγονός όσο και στο ίδιο το εγχείρημα, φάνηκε και από τη ζέση με την οποία το προσέγγισαν. Ένας χώρος που, προς το παρόν, δημοσκοπείται σε απλώς αξιοπρεπή επίπεδα, έγινε για λίγες μέρες η πολύφερνη νύφη όλων. Και αυτό, με όλες τις ανωτέρω παραμέτρους, δεν είναι λίγο. Είναι καίριο να γίνει αντιληπτό πως όλη αυτή η ενέργεια που ήταν αμέσως αισθητή σε όποιον βρισκόταν στους χώρους αυτούς, όλη η ζωντάνια που είχε καιρό να κάνει την εμφάνισή της, βγήκαν σε ένα Συνέδριο χωρίς άμεσο διακύβευμα. Όχι με την παραδοσιακή κομματική έννοια. Ναι, η προγραμματική συζήτηση έχει τη δική της, μεγάλη αυταξία. Ναι, είναι αυτό που έχει ανάγκη ο τόπος. Αλλά, δυστυχώς ή όχι, στην Ελλάδα και διεθνώς, το πάθος της συμμετοχής σε τέτοια γεγονότα, κορυφώνεται σε άλλα ζητούμενα. Σε μάχες εκλογής, σε μοιράσματα θέσεων ή σε παραμονές εθνικών εκλογών. Τίποτε από αυτά δεν ήταν σε πρώτο πλάνο σε αυτό το Συνέδριο. Γι’ αυτό και εμπεριείχε και ρίσκο η διοργάνωσή του. Με μια «παραδοσιακή» λογική, θα μπορούσε η συμμετοχή να είναι υποτονική και χλιαρή, τα συμπεράσματα θολά και οι ειδήσεις αδιάφορες. Δεν έγινε έτσι! Ο κόσμος γέμισε ασφυκτικά το χώρο, ειδήσεις υπήρξαν πολλές (συμμετοχές, διαδικαστικά του επόμενου διαστήματος και εγγύηση τους από το Ν. Αλυβιζάτο κ.α.) και η ατμόσφαιρα ήταν ζεστή.
Μαζί με τα επιμέρους, τα διαδικαστικά των επόμενων βημάτων, οι πολλές παρουσίες. Από το Σταύρο Θεοδωράκη που έτυχε πολύ θερμής υποδοχής , από τον Κ. Σημίτη και στελέχη της εποχής του, τη συνύπαρξη Βενιζέλου και Παπανδρέου, έως το Γ. Ραγκούση και την επιστροφή του στο χώρο του. Και πλήθος νέα στελέχη, μιας νεότερης γενιάς που διεκδικεί και αξιώνει ρόλο πρωταγωνιστή στις εξελίξεις.
Ήταν όλα ιδανικά και ρόδινα; Το μέλλον είναι μήπως στρωμένο με ροδοπέταλα; Προφανώς και όχι. Είναι αλήθεια τίποτα στη ζωή έτσι; Πόσο μάλλον στην πολιτική. Το θέμα πάντοτε, είναι πού θέλει κάποιος να εστιάσει. Με ποια διάθεση προσέρχεται και παρατηρεί ένα γεγονός. Και εκεί ήταν η αλλαγή. Ακόμα και κάποιοι που παραδοσιακά έχουν την τάση να εστιάζουν σε όχι ασήμαντα, πλην όμως πιο «μίζερα» πράγματα, όπως οι διαδικασίες και τα παρασκήνια, την «ίντριγκα», εδώ ήρθαν με άλλη προσέγγιση. Ίσως γιατί έπιαναν στον αέρα τον παλμό του κόσμου. Το αδιαπραγμάτευτο αίτημά του για πρόοδο τώρα! Και δεν πήγαν κόντρα σε αυτό. Όλοι, με τον τρόπο τους, συνέβαλαν θετικά. Έβαλαν το ψήγμα τους στη συνολική εικόνα. Κάθε εισήγηση, ακόμη και στα σημεία της αντιπαράθεσης, είχε κάτι να εισφέρει. Και όλες μαζί, σε επίπεδο ανάλυσης, κατανόησης, πρότασης, έδειξαν γιατί ο χώρος είναι τόσο σοβαρός. Και αναγκαίος.
Πολλά έχουν ακόμη να κριθούν, σε πολιτικό επίπεδο. Σε επίπεδο στρατηγικής, αλλά και συμβολισμών. Μπήκαν όμως γερές βάσεις. Το θέμα είναι πως επέστρεψε η συζήτηση σε πολιτικά πλαίσια. Με βάση στρατηγικές και θέσεις. Δεν είναι λίγο αυτό. Χωρίς να μπούμε στις αιτίες, επί χρόνια στον τόπο η συζήτηση διεξάγεται σε επίπεδο συνθημάτων. Στο πεδίο της παραπολιτικής. Με κακεντρέχεια, μνησικακία, παραγωγή «χολής». Και υπάρχουν συγκεκριμένοι υπεύθυνοι γι’ αυτό. Όσοι έχτισαν καριέρες πάνω στη μισαλλοδοξία, στο χλευασμό, στην «παρα-αφήγηση» της ιστορίας. Τη συνωμοσιολογία και τον παραλογισμό. Το πλήρωσε ο τόπος και θα το πληρώσουν οι ίδιοι. Ο χώρος, με πρώτο το ΠΑΣΟΚ, χλευάστηκε. Του χρεώθηκαν αμαρτίες πολύ βαρύτερες από τις υπαρκτές δικές του. Μέσα από χρόνια φημών και γκρίνιας, ακόμη και από βασικά ΜΜΕ, έγινε κυριολεκτικά «μόδα» το «αντιΠΑΣΟΚ». Δίχως κριτική αντίσταση, μια και απαιτείται ιδιαίτερο σθένος και συγκρότηση για να σταθεί κανείς απέναντι σε κάποιο ρεύμα. Ας είναι και ψευδές ή συγκυριακό. Υπονομεύθηκε έτσι θεμελιωδώς η καταλυτική του συνεισφορά στη μεταπολίτευση. Η επικυρωμένη πολλάκις από τον ίδιο το λαό!
Αυτή η μόδα, η χλευαστική αποστροφή ενός μέσου πολίτη, «έλα μωρέ, ακόμη υπάρχει το ΠΑΣΟΚ; Θα μπείτε στη Βουλή;», που ήταν και ο βασικός αντίπαλος του χώρου μια και δεν αντιμετωπίζεται ευθέως, στο χώρο των επιχειρημάτων και των ιδεών, αλλά στο συναισθηματικό «υπογάστριο», έχει ήδη ξεπεραστεί. Ίσως όχι πλήρως, αλλά αυτή είναι η τάση. Το Συνέδριο το έδειξε. Εκεί θα κριθεί η τύχη του χώρου. Στην αντιπαράθεση πολιτικών. Όχι σε ειρωνείες ή χλευασμό. Κι όσοι το συνεχίζουν (κουτσομπολιά άνευ σημασίας, ακόμη και στυλιστικής υφής), είναι εκτός κλίματος. Η κοινωνία, πλήρως κουρασμένη, θέλει να ακούσει. Όποιον έχει κάτι να πει. Και όσοι δεν έχουν επί της ουσίας, όσοι δεν ενδιαφέρονται για το χώρο, ας ασχοληθούν με τα του οίκου τους και ας αφήσουν τις μικρότητες. Η δημοκρατική συμμετοχή του καθένα, αξιώνει έναν ελάχιστο σεβασμό. Είναι ιερή. Τα υπόλοιπα υποκρύπτουν ολοκληρωτική νοοτροπία και στρώνουν το δρόμο σε άλλες καταστάσεις, επικίνδυνες.
Πλέον, μαζί με την πλήρη διάψευση των όποιων ελπίδων από τη λαίλαπα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ο πολίτης καταλαβαίνει. Είναι αναγκαία μια ισχυρή, υγιής και προσγειωμένη προοδευτική παράταξη. Με επίγνωση του ποιος είναι ο κόσμος που ζούμε και με επίκαιρο, ρεαλιστικό πρόγραμμα. Που δίνει προοπτική ιδίως στη νέα γενιά.
Ο γράφων υπήρξε και είναι εραστής της πολιτικής. Στη θεωρητική και την πρακτική της διάσταση. Ως θεωρητική αναζήτηση και αντιπαράθεση, μα και ως τόπο συνάντησης με τον «άλλο». Το «σύντροφο», φίλο και συμμαχητή. Αυτόν με τον οποίο μοιράζεσαι κοινά οράματα και όνειρα για το κοινό σου σπίτι. Τα τελευταία χρόνια, όλη η όρεξη της νιότης, η ζέση της συμμετοχής είχε ατονήσει. Σα να είχε περιοριστεί το νόημα της δράσης αυτής. Αλλά και λόγω αυτού του γενικού «δηλητηρίου» στην ατμόσφαιρα. Της ενοχοποίησης a priori της πολιτικής συμμετοχής. Πήγα στο Συνέδριο «χλιαρά», περισσότερο από «αδράνεια» ή από συνήθεια. Εκεί όμως ξαναβρήκα αυτό που είχε προσωρινά θολώσει. Μια πίστη και αισιοδοξία. Συναντήθηκα με ανθρώπους που είχα κάποτε μοιραστεί αρκετά, βρήκα φίλους, γνώρισα καινούριους, από όλη τη χώρα. Και αν και μιλήσαμε για παρελθόν, η αγωνία και η συγκέντρωσή μας ήταν στο μέλλον! Αυτό που μας ανήκει. Αυτό που κάποιοι, με πράξεις και παραλείψεις πάνε να μας στερήσουν.
Η γενιά μας έχει δυνατότητες πρωτοφανείς. Και πλέον έχει και αξιώσεις. Η Παράταξη αυτή, έχει παρελθόν για το οποίο δεν μπορεί πλέον να ντρέπεται. Αν έχει ευθύνες, τις έχει αναλάβει με το παραπάνω. Και θα συνεχίσει να το κάνει έμπρακτα, δια της ανανέωσης που από τα πράγματα επέρχεται. Έχει όμως και γερές παρακαταθήκες για τις οποίες είναι περήφανη. Σε αυτές χτίζει, αλλά κυρίως χτίζει στην προοπτική ενός λαμπρού μέλλοντος. Αυτού που αχνοφάνηκε στις τρεις αυτές μέρες και που μπορεί να είναι πραγματικότητα αν συνεχιστεί η ίδια προσέγγιση. Ναι, «Ενώνουμε, Αλλάζουμε, Προχωράμε». Για τον πολίτη και την πατρίδα. Με το βλέμμα στο αύριο.
Του Νίκου Κασκαβέλη-Δικηγόρος και Μέλος της Επιτροπής Θέσεων ΠΑΣΟΚ