Συνέντευξη Μανώλη Χριστοδουλάκη, Γραμματέα Κινήματος Αλλαγής, στο «thesocialist.gr» και τον Α. Γαβρή:
1) Τα νούμερα της πανδημίας στην χώρα μας είναι “εφιαλτικά”. Πώς κρίνετε την διαχείριση της υγειονομικής κρίσης από την κυβέρνηση Μητσοτάκη;
Ξεκινάω, πάντα, από τη θέση ότι ζούμε πραγματικά πρωτόγνωρες καταστάσεις. Και όταν η απειλή της ανθρώπινης ζωής είναι πλέον παντού γύρω μας, πρέπει όλοι μας να αντιλαμβανόμαστε ότι ο κοινός μας εχθρός είναι ο κορωνοϊός. Όμως, αυτό δε σημαίνει ότι θα παραμένουμε σιωπηροί, και αυτό γιατί η υπεύθυνη στάση ως προς τους Έλληνες πολίτες και την κοινωνία μας, είναι αυτή που αναδεικνύει τα λάθη και τις παραλείψεις, και με προτάσεις, επιχειρεί να τα διορθώσει. Στη χώρα μας, είχαμε ένα συγκριτικό πλεονέκτημα, σε σχέση με όλη την υπόλοιπη Ευρώπη. Γιατί, το γεγονός ότι μπήκαμε στο καλοκαίρι, έχοντας σχεδόν εκμηδενίσει τις ενεργές εστίες διασποράς, μας έδωσε τη ευκαιρία ενός κρίσιμου χρονικού διαστήματος, για έγκαιρα μέτρα πρόληψης και προστασίας, για το δύσκολο φθινόπωρο που ξέραμε ότι θα έρθει. Και εκεί, η κυβέρνηση υστέρησε σημαντικά. Δεν στήριξε το σύστημα υγείας, δεν αύξησε τις μονάδες εντατικής θεραπείας στο βαθμό που θα μπορούσε, καθυστέρησε δραματικά στην πρόσληψη του απαιτούμενου υγειονομικού προσωπικού, δεν κατήρτισε επαρκή σχεδιασμό για την αποτελεσματικότερη ιχνηλάτηση των κρουσμάτων και την αύξηση των διενεργούμενων τεστ, άνοιξε βεβιασμένα και χωρίς έλεγχο τον τουρισμό και την εστίαση, δημιούργησε συνωστισμό στα σχολεία και τα μέσα μεταφοράς. Έστειλε μήνυμα θριαμβολογίας, αντί για μήνυμα σύνεσης και εγρήγορσης. Αποτέλεσμα, σήμερα το 85% των καθημερινών κρουσμάτων να μη μπορούν να ιχνηλατηθούν, η χώρα μας να είναι τελευταία μεταξύ των 15 δυτικοευρωπαϊκών χωρών στο πλήθος των τεστ ανά αναλογία του πληθυσμού, και δυστυχώς, το ΕΣΥ να αγγίζει τα όρια του. Επί όλων αυτών, το Κίνημα Αλλαγής έχει καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις για να αντιμετωπίσουμε, έστω και τώρα, τα προβλήματα και τις προκλήσεις. Αντί για ψεύτικα χειροκροτήματα και μεγαλόστομες δηλώσεις, η κυβέρνηση οφείλει να τις υιοθετήσει, πριν να είναι πολύ αργά. Να σταθεί στην πράξη, δίπλα σε αυτούς που δοκιμάζονται.
2) Στη Θεσσαλονίκη, φτάσαμε στο σημείο να έχουμε “κάποια επίταξη” ιδιωτικών κλινικών στην προσπάθεια αποσυμφόρησης του Εθνικού Συστήματος Υγείας, κάτι που έφερε αντιδράσεις στους κυβερνητικούς και ιατρικούς κύκλους, κι όμως, η πληρότητα στις ΜΕΘ αγγίζει το 100% στην πόλη και τα κρούσματα δεν δείχνουν να μειώνονται.. Θα ήθελα το σχόλιο σας κύριε Χριστοδουλάκη..
Είναι προφανές, πως όταν όλη η κοινωνία μας δοκιμάζεται, δίνει τη μάχη απέναντι στον κορωνοϊό και σηκώνει με κάθε τρόπο το βάρος της κρίσης, ο ιδιωτικός τομέας δεν μπορεί να μείνει έξω από την προσπάθεια αυτή. Φυσικά, όχι με όρους ποινικοποίησης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, αλλά με τη λογική της αυτονόητης συλλογικής αλληλεγγύης, που όλοι μας καλούμαστε να επιδείξουμε, μοιράζοντας το «κόστος» διαχείρισης της κρίσης. Συνεπώς, είναι αυτονόητη και η ένταξη ιδιωτικών κλινικών στον κεντρικό δημόσιο σχεδιασμό, εφόσον τα επιδημιολογικά δεδομένα το απαιτούν. Εξάλλου, ως Κίνημα Αλλαγής, το είχαμε θέσει πρώτοι, ήδη, από την πρώτη φάση της πανδημίας, όταν τότε η κυβέρνηση επινοούσε διαχειριστικά τεχνάσματα για να το αποφύγει. Οι ανθρώπινες ζωές είναι πάνω από οποιοδήποτε κόστος, πάνω από οποιαδήποτε ιδεοληψία, πάνω από οποιοδήποτε πολιτική, οικονομική ή μικροκομματική σκοπιμότητα. Και φυσικά, για να μη ξεχνιόμαστε, δεν μπαίνουν και ως «στατιστική» πολιτική επιχειρηματολογία, όπως προκλητικά έκανε, προσφάτως, ο Υπουργός Ανάπτυξης. Γιατί, είναι πολύ κακός ο λαϊκισμός, αλλά είναι πολύ κακή, αντίστοιχα, και η αλαζονεία της εξουσίας.
3) Είδαμε πρόσφατα στιγμιότυπα έξαρσης του φαινομένου της “ωμής” χρήσης αστυνομικής βίας, με δηλώσεις από “άλλη εποχή” από την διεύθυνση της ΕΛ.ΑΣ, κλίμα πόλωσης στη Βουλή μετά από προκλητικές δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη και το Κίνημα Αλλαγής στη μέση όλων αυτών κλήθηκε να υπογράψει ένα κείμενο που συνυπέγραψαν ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ και ΜεΡΑ25, ποιο το σχόλιο σας;
Το πρόβλημα, είναι ότι αντί να συζητάμε για την πανδημία και το πώς να σώσουμε ανθρώπινες ζωές, συζητάμε, και μάλιστα με όρους εμφυλιοπολεμικούς, για πράγματα που κανονικά έπρεπε να είναι αυτονόητα. Και δυστυχώς, το θέμα του Πολυτεχνείου ξεκίνησε αρκετές μέρες πριν την επέτειο, ήδη, από τη συζήτηση σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών στη Βουλή. Όπου φάνηκε, από την πρώτη στιγμή, η προσπάθεια και των δύο πλευρών να καλλιεργήσουν για ακόμα μία φορά, ένα κλίμα ισχυρής πόλωσης και ακραίου λόγου. Προσωπικά, θεωρώ αυτονόητο, δεδομένων των συνθηκών, το να μην γίνει η πορεία του Πολυτεχνείου με τον τρόπο που είχαμε συνηθίσει. Και αυτό γιατί πολύ απλά, δεν γίνεται όταν τις τελευταίες 3 μέρες είχαμε 193 συμπολίτες μας να χάνουν τη ζωή τους από την πανδημία, το πολιτικό σύστημα να μην δίνει πρώτο το παράδειγμα τήρησης των μέτρων και προστασίας της δημόσιας υγείας. Όμως, αυτό το αυτονόητο, «πυρπολήθηκε» πρώτα από όλα από την κυβέρνηση. Όταν, ενώ τα τρία μεγάλα κόμματα της Βουλής συμφωνούσαν ότι οι συνθήκες φέτος δεν επέτρεπαν να γίνει ο εορτασμός, όπως γινόταν κάθε χρόνο, και ενώ υπάρχει απόλυτα επαρκές πλαίσιο που δίνει τη δυνατότητα στην πολιτεία να διασφαλίσει τη δημόσια υγεία, επέλεξε αυταρχικά το περασμένο Σάββατο, την απαγόρευση των συναθροίσεων. Μέτρο παντελώς περιττό, που σε καμία περίπτωση δεν στόχευε στη δημόσια υγεία. Στόχευε, δυστυχώς, στο να δημιουργηθούν νέες διαχωριστικές γραμμές, νέος πολωτικός λόγος, νέα στρατόπεδα και διχαστικές νοοτροπίες του «εμείς ή αυτοί», «οι φίλοι μας και οι εχθροί μας». Και σε αυτή την προβοκάτσια, δυστυχώς, ανταποκρίθηκαν και τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης. Αποτέλεσμα, οι απαράδεκτες εικόνες την περασμένη Τρίτη στην Αθήνα, όπου προφανώς, ούτε η υπέρμετρη βία και η χρήση χημικών μας εκφράζει, αλλά ούτε και η καλοστημένη πολιτική ανυπακοή για την εξυπηρέτηση κομματικών ακροατηρίων. Σήμερα, η κατάσταση στη δημόσια υγεία είναι ακραία. Και αυτό απαιτεί σοβαρότητα από όλους.
4) Σε ότι αφορά τα εσωκομματικά, αν και έχουμε ακόμα 1 χρόνο για τις εκλογές ανάδειξης νέου Προέδρου στο Κίνημα Αλλαγής, φαίνεται πως οι υποψήφιοι αρχίζουν να δραστηριοποιούνται αρχικά δηλώνοντας τις προθέσεις τους, εσείς, ως Γραμματέας του Κινήματος Αλλαγής, από ποιους έχετε πληροφορηθεί για την πρόθεση τους να είναι υποψήφιοι;
Είναι αδιανόητο, για μένα προσωπικά, την ώρα που ο ελληνικός λαός βιώνει αυτές τις πολύ δύσκολες συνθήκες, που απειλείται ευθέως η ανθρώπινη ζωή, εμείς να ασχολούμαστε με οτιδήποτε άλλο πέραν του πώς μπορούμε να δυναμώσουμε τη φωνή του Κινήματος Αλλαγής, εκφράζοντας λύσεις στα προβλήματα που έχει πραγματικά η κοινωνία σήμερα. Το καταστατικό του κόμματος προσδιορίζει χρονικά όλες μας τις διαδικασίες. Θα γίνουν όλες όπως προβλέπεται, όμως στην ώρα τους. Είναι επιζήμιο, τόσο για την υπεύθυνη στάση που έχει κρατήσει μέχρι σήμερα το Κίνημα Αλλαγής, όσο – και κυρίως – για την κοινωνία μας που δοκιμάζεται, να λειτουργούμε σαν να μην αντιλαμβανόμαστε ποιες είναι οι πραγματικές αγωνίες του κόσμου εκεί έξω. Και αυτό, μας αφορά όλους.
5) Στα οργανωτικά, με μια συνδιάσκεψη και ένα συνέδριο νεολαίας να είναι λόγω συνθηκών “υπ’ ατμών” , υπάρχουν σκέψεις για ψηφιοποίηση της διαδικασίας; Υπάρχει πιθανότητα να συμβεί κάτι τέτοιο μέσα στο επόμενο διάστημα;
Η τεχνολογία και τα ψηφιακά μέσα επικοινωνίας, έχουν γίνει, αναγκαστικά, αναπόσπαστο εργαλείο για την οργανωτική μας λειτουργία, ειδικά, μέσα στις συνθήκες της πανδημίας. Με αυτό τον τρόπο, συγκροτούμε τα οριζόντια θεματικά μας δίκτυα στους χώρους της υγείας, της παιδείας, της εργασίας, της αυτοδιοίκησης, τα δίκτυα γυναικών και αγροτών. Με αυτό τον τρόπο, συνεδριάζουμε με τις νομαρχιακές επιτροπές και τις οργανωτικές επιτροπές των οργανώσεων χώρων δουλειάς. Με αυτόν τον τρόπο, υποστηρίζουμε τις πολιτικές και θεσμικές μας συναντήσεις και συζητήσεις για τη ανάδειξη των κρίσιμων πολιτικών θεμάτων που αντιμετωπίζει η κοινωνία μας. Και φυσικά, θα συνεχίσουμε να τα αξιοποιούμε. Τώρα, για το αν τα τεχνολογικά μέσα μπορούν να υποκαταστήσουν μαζικές πολιτικές και οργανωτικές διαδικασίες, πόσο μάλλον με ιδρυτικά χαρακτηριστικά, προσωπικά, θεωρώ πως αυτό δεν είναι εφικτό. Η προεργασία τους όμως, έστω και με αυτά τα μέσα, μπορεί και πρέπει να συνεχιστεί.
6)Στα Ελληνοτουρκικά, παρατηρούμε τις προθέσεις του Ερντογάν, εν όψει της Ευρωπαϊκής συνδιάσκεψης και την περίπτωση κυρώσεων εις βάρος της Τουρκίας, να “θάψει το τσεκούρι του πολέμου”, ποια η γνώμη σας για την στάση της κυβέρνησης, της Ε.Ε και του ΝΑΤΟ στην προκλητικότητα της Τουρκίας εδώ και 10 μήνες;
Το έχουμε πει και το επαναλαμβάνουμε συνεχώς, η ελληνική στρατηγική για τα εθνικά μας θέματα πρέπει να φύγει από τη λογική του διαρκούς κατευνασμού. Και φυσικά, είναι προφανές πως οι κόκκινες γραμμές της χώρας μας, πρέπει να οριοθετηθούν με σαφήνεια και αποκλειστικό γνώμονα τη διασφάλιση των εθνικών μας συμφερόντων, της κυριαρχίας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Και για να είναι αυτό ουσιαστικό, πρέπει η Τουρκία να αντιληφθεί ότι είμαστε διατεθειμένοι να τις υπερασπιστούμε -με κάθε κόστος, αντί να τις χρωματίζουμε ρητορικά, πότε ροζ και πότε άσπρες. Ως επιστέγασμα στη διαχείριση αυτή, αναμφισβήτητα, πρέπει να προστεθεί η αποτελεσματική εξωτερίκευση της τουρκικής επιθετικότητας και προκλητικότητας. Επιτέλους, κυρώσεις για μία πολιτική ηγεσία που δε σέβεται το διεθνές δίκαιο και τους κανόνες καλής γειτονίας. Δε γίνεται άλλο με «χαϊδέματα» και φραστικές καταδίκες.
7) Θα ήθελα το σχόλιο σας, Κύριε Χριστοδουλάκη, σχετικά με την κατάσταση της κοινωνίας και της οικονομίας τόσο την τρέχουσα περίοδο της υγειονομικής κρίσης όσο και για την επαύριο του εμβολίου-που δεν έχει γίνει γνωστή ούτε η ημερομηνία, ούτε ο τρόπος ούτε η ποσότητα που θα λάβουμε ως χώρα- ο κόσμος ανησυχεί..
Δυστυχώς, μαζί με την υγειονομική κρίση, έρχονται αναπόφευκτα και οι οικονομικές και οι κοινωνικές της προεκτάσεις. Όταν όλοι οι δείκτες της πραγματικής οικονομίας περιγράφουν με τον πιο δραματικό τόνο την επόμενη μέρα για εργαζόμενους, ελεύθερους επαγγελματίες, επιχειρηματίες, αλλά και όλη συνολικά την κοινωνία μας, είναι σαφές πως όταν, έστω και καθυστερημένα, φτάσει η οικονομική στήριξη της Ευρώπης, δεν θα υπάρχουν περιθώρια για προχειρότητα, λάθη, αστοχίες και παραλείψεις. Έχουμε ήδη περιγράψει το συνολικό μας σχέδιο για το πώς ο επανασχεδιασμός του παραγωγικού προτύπου της χώρας μπορεί να γίνει η κινητήριος δύναμη για την κοινωνική ανάταξη και συνοχή μετά την κρίση. Εξακολουθούμε να περιγράφουμε με κάθε ευκαιρία τις προτάσεις μας για όλα τα επιμέρους προβλήματα και μέτρα που απαιτούνται. Όμως, για να κρατηθεί ζωντανή η οικονομία και όρθια η κοινωνία μας, εκτός από τον αντιπολιτευόμενο που παράγει πολιτική, πρέπει να υπάρχει και ο συμπολιτευόμενος που έχει τη διάθεση να ακούσει. Αλλιώς, ο μοναδικός ζημιωμένος είναι οι πολίτες που δεν βλέπουν «φως» στον φόβο και την ανασφάλεια για την επόμενη μέρα.