Ο Ευρωβουλευτής του Κινήματος Αλλαγής, Νίκος Ανδρουλάκης, γράφει στο “Τhe Socialist”.
Το Eurogroup ως άνω τελεία
Με προσδοκίες θα προσέλθουν σε άλλη μία Σύνοδο Κορυφής με τηλεδιάσκεψη, οι ηγέτες των κρατών – μελών της ΕΕ, μια εβδομάδα μετά την συνάντηση των υπουργών οικονομικών των 27, που έβαλαν τη σφραγίδα τους στο φιλόδοξο μεν αλλά συνάμα και ανεπαρκές πακέτο των 540 δισ. Ευρώ.
Με την επικοινωνιακή δυστοκία του εγχειρήματος να στοιχίζει πόντους αλληλεγγύης και μη αίσθησης της κρισιμότητας της κατάστασης στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, η αλήθεια είναι ότι τα τρία εργαλεία που έπεσαν πάνω στο τραπέζι, έφεραν αποφάσεις σε χρόνο ρεκόρ, μετά από εκατέρωθεν υποχωρήσεις και επιπλέον καύσιμα στις μηχανές του λαϊκισμού τόσο του Ευρωπαϊκού νότου, όσο και του ευρωπαϊκού βορρά.
Την ώρα που τα κράτη-μέλη στο νότο, που εκτός της Ελλάδας και της Πορτογαλίας μέτρησαν ανθρώπινες απώλειες που είχαν ξαναδεί μόνο σε καιρό πολέμου, μεγάλοι παίχτες του τραπεζιού του Eurogroup φαίνονταν απρόθυμοι να σκύψουν πάνω από το πρόβλημα, φοβούμενοι για άλλη μία φορά την δυσαρέσκεια του εθνικού τους ακροατηρίου. Ο αντίστροφος λαϊκισμός της Ολλανδίας που υποχρεώνει τον υπουργό Οικονομικών της χώρας να ξεγράφει εργαλεία διαμοιρασμού χρέους, όπως τα ευρωομόλογα άπαξ διά παντός, υποχρέωσε σε μια πιο διπλωματική λύση, κλείνοντας τα καλά – για την ώρα – στο συρτάρι.
Αυτή δεν είναι φυσικά η πρώτη φορά, καθώς το ευρωομόλογο ως εργαλείο αλληλεγγύης από τη μία και εμβάθυνσης της οικονομικής και νομισματικής ένωσης από την άλλη, βγήκε στην επιφάνεια για πρώτη φορά πριν από μια δεκαετία, όταν η Ελλάδα βρισκόταν στο μάτι του κυκλώνα και η ΕΕ προσπαθούσε να βγάλει το κεφάλι πάνω από το νερό μέσα στην οικονομική κρίση της εποχής, με την μειοψηφία ηγετών και τότε, όπως και σήμερα, να καλούν για τολμηρά εργαλεία επί της ουσίας διάσωσης των οικονομιών της Ένωσης. Η πολιτική ομάδα που έβαλε πλάτη στο εγχείρημα και τότε αλλά και τώρα, ήταν οι Σοσιαλιστές, τότε μόνοι τους, σήμερα με το ταμπού να έχει σπάσει και αυτές τις προτάσεις να υποστηρίζονται από έναν πιο ευρύ και πολυσυλλεκτικό πυρήνα κρατών.
Επιπλέον, η Κριστίν Λαγκάρντ στο τιμόνι της ΕΚΤ στην αυγή της κρίσης του κοροναϊού, εμφανίστηκε τολμηρότερη ακόμη και των προκατόχων της. Η Ελλάδα δυστύχησε το 2010 να έχει κεντρικό τραπεζίτη τον Ζαν Κλωντ Τρισέ, ο οποίος δογματικά στάθηκε απέναντι σε κάθε συζήτηση αμοιβαιοποίησης του χρέους, πόσο μάλλον διαγραφής τους, στη δική μας περίπτωση.
Η Κυρία Λαγκάρντ κατανόησε νωρίς ότι μια τέτοια συμμετρική κρίση μεγάλης έντασης σε συνθήκες παγκόσμιας ύφεσης, χρειάζεται μεγάλα θετικά χρηματοδοτικά σοκ, χρειάζεται η Ευρώπη να επανεφεύρει το ρόλο της και τον τρόπο που κρατά τις οικονομίες της οικογένειας μακριά από τον γκρεμό. Για να έχει επιτυχία αυτή η προσπάθεια, σύμφωνα με την Πρόεδρο της ΕΚΤ, δεν αρκούν ούτε τα αστρονομικά ποσά για άλλες εποχές που έχουν ήδη ανακοινωθεί, προαναγγέλλοντας ενέσεις ρευστότητας ύψους 3 τρισ. ευρώ για τη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων μέσω του τραπεζικού συστήματος στα ήδη υφιστάμενα αρνητικά επιτόκια.
Οι προθέσεις της ΕΚΤ δεν σημαίνουν όμως ότι τα κράτη-μέλη και οι θεσμοί θα πρέπει να μείνουν με σταυρωμένα τα χέρια, αλλά θα πρέπει να επαγρυπνήσουν και να προετοιμάσουν τα κατάλληλα εργαλεία στις κατάλληλες δόσεις, για να μην υπάρξει καν η υπόνοια ότι οι βαριά χτυπημένες χώρες και οι οικονομίες τους θα αφεθούν στο έλεος των αγορών. Η ΕΚΤ «δείχνει» λοιπόν σε αυτή τη φάση, τη Γαλλική πρόταση αλλά και την πρόταση της Επιτροπής για δαπάνες από το κοινό Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο σε μεσοπρόθεσμη φάση και από τον κοινό προϋπολογισμό που ήδη τρέχει βραχυπρόθεσμα, ή από ένα ταμείο ανασυγκρότησης.
Ο Πρόεδρος του Eurogroup Μάριο Σεντένο, στην επιστολή του στον επικεφαλής του Ερυωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ, αφήνει με τη σειρά το παράθυρο ανοιχτό για ευρωομόλογο, διατυπώνοντας απλώς τη διάσταση των απόψεων στο τραπέζι. Παγίως, η «μπάλα» σε αυτές τις περιπτώσεις περνάει στους ηγέτες, όπου οι αποφάσεις ιστορικά έχουν υπάρξει υπέρ το δέον αργές και φοβικές στην αυγή της Ελληνικής κρίσης. Η διαρκής επιδείνωση των μακροοικονομικών μεγεθών στην ΕΕ, όμως, δεν θα αφήσει πολλά περιθώρια για κοκορομαχίες στους ηγέτες, φέρνοντας στη διαρκή όπως φαίνεται συζήτηση μέχρι τον Σεπτέμβριο ξανά στο προσκήνιο την συζήτηση της αμοιβαιοποίησης του χρέους, με την ελπίδα ότι η ανεπαρκής ηγεσία της Επιτροπής θα είναι η μόνη παραφωνία.