Χαιρετισμός στην 39η τακτική γενική συνέλευση της ένωσης δικαστών και εισαγγελέων, εκπροσωπώντας τον Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ.
Αξιότιμε Πρόεδρε,
Κυρίες και Κύριοι,
Σεβόμαστε το ρόλο την Δικαιοσύνη.
Σεβόμαστε το ρόλο που έχει το «ξίφος» της, ο Εισαγγελέας.
Σεβόμαστε την 39η τακτική γενική σας συνέλευση.
Και γιαυτό δεν θα μπω στον πειρασμό να απαντήσω αναλυτικά σε όσα είπε ο Υπουργός, αλλά οφείλω να τονίσω πως σε ζητήματα όπως η βία των ανηλίκων, οι γυναικοκτονιες, η οπαδική βια, οι υποθέσεις των Τεμπών και των υποκλοπών, οι απαντήσεις που έχει δώσει η κυβέρνηση δεν είναι επαρκείς και αποτελεσματικές.
Είναι μεγάλη μου τιμή να παρευρίσκομαι σήμερα στην 39η Τακτική Γενική Συνέλευσή σας, σε μια τόσο σημαντική συνάντηση για τη δικαιοσύνη και την προάσπιση της θεσμικής ανεξαρτησίας της Εισαγγελικής Αρχής, εκπροσωπώντας τον Πρόεδρο του Πασοκ, Νίκο Ανδρουλάκη.
Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος διαχρονικά λειτουργεί ως κρίσιμος θεσμικός συνομιλητής και αρωγός στις προσπάθειες για την ενίσχυση της λειτουργικής και διοικητικής ανεξαρτησίας της Εισαγγελικής Αρχής.
Η δέσμευση για ένα ισχυρό, αποτελεσματικό και αξιόπιστο δικαστικό σύστημα αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο, όχι μόνο για την απονομή της δικαιοσύνης αλλά και για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την ενίσχυση του κράτους δικαίου και τη συνολική πρόοδο της κοινωνίας μας.
Η άσκηση των καθηκόντων σας λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα απαιτητικό και συχνά δυσμενές περιβάλλον. Η μακρόχρονη οικονομική κρίση έχει αφήσει ένα έντονο αποτύπωμα στη λειτουργία της δικαιοσύνης, με περιορισμένους προϋπολογισμούς, ανεπαρκείς υποδομές, και μισθολογικές συνθήκες που υπολείπονται της αξίας και της σημασίας του λειτουργήματός σας.
Παράλληλα, η συνεχώς αυξανόμενη ροή υποθέσεων, η πολυνομία, ο κατακερματισμός της νομοθεσίας, και η αποσπασματική ψηφιοποίηση της δικαστικής διαδικασίας αποτελούν μόνιμες πηγές πίεσης.
Η απονομή της δικαιοσύνης συχνά πλήττεται από την πολυνομία και τις επαναλαμβανόμενες νομοθετικές τροποποιήσεις που υπονομεύουν την αξιοπιστία του δικαστικού συστήματος.
Η νομοθετική υπερπαραγωγή με ελλιπή επιστημονική τεκμηρίωση και η βιασύνη στη λήψη αποφάσεων έχουν διαμορφώσει ένα περιβάλλον ανασφάλειας δικαίου, το οποίο πλήττει όχι μόνο την εμπιστοσύνη των πολιτών στη δικαιοσύνη, αλλά και τη συνολική κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη.
Η νομική επιστήμη απαιτεί χρόνο, μεθοδολογία και ενότητα στη νομοθέτηση.
Η συστηματική δομή και διαχρονική αξία των κωδίκων, όπως ο Ποινικός Κώδικας, αποτελούν θεμέλια για τη σταθερότητα της έννομης τάξης. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε αλλεπάλληλες παρεμβάσεις στους Ποινικούς Κώδικες, με την κυβέρνηση να προχωρά ήδη στην πολλοστή τροποποίηση από το 2019.
Αυτές οι παρεμβάσεις, σε πολλές περιπτώσεις, δεν υπηρετούν το στόχο της βελτίωσης αλλά προσθέτουν ασάφειες, κατακερματίζοντας τη νομοθεσία και θυσιάζοντας τη συνέπεια στον βωμό της πολιτικής επικοινωνίας.
Η ουσιαστική μεταρρύθμιση απαιτεί διαφάνεια, διεπιστημονικό διάλογο και τη συμμετοχή εξειδικευμένων επιτροπών που θα διασφαλίσουν ότι οι αλλαγές γίνονται με γνώμονα τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα και τη νομική συνέπεια.
Ένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα της ποινικής δικαιοσύνης είναι η αντιμετώπιση της καθυστέρησης στην απονομή δικαιοσύνης.
Ο υπερβολικός φόρτος εργασίας, η έλλειψη προσωπικού και η ανεπαρκής διοικητική υποστήριξη οδηγούν σε σημαντικές καθυστερήσεις. Η ανάγκη ενίσχυσης της προδικασίας είναι εμφανής, καθώς η καλύτερη διαχείριση των υποθέσεων σε αυτό το στάδιο μπορεί να μειώσει τον αριθμό των υποθέσεων που καταλήγουν στο ακροατήριο.
Είναι εξίσου σημαντικό να εξεταστούν οι διαδικασίες εκτέλεσης των ποινών. Η χώρα μας αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα υπερπληρότητας στις φυλακές, με συνθήκες που απέχουν από τις διεθνείς προδιαγραφές για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι πολιτικές εξαγγελίες για υποχρεωτική έκτιση ποινών χωρίς αντίστοιχη βελτίωση των σωφρονιστικών υποδομών δημιουργούν ασφυκτικές συνθήκες.
Το ζήτημα της ατιμωρησίας δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται αποσπασματικά και υπό την πίεση της επικαιρότητας. Ο σχεδιασμός της αντεγκληματικής πολιτικής πρέπει να βασίζεται σε επιστημονικά δεδομένα και σύγχρονα πορίσματα της εγκληματολογίας, όχι σε επικοινωνιακές επιταγές.
Η αυστηροποίηση των ποινών δεν είναι πάντα η απάντηση, όπως δείχνουν μελέτες από ανεπτυγμένα δικαστικά συστήματα.
Η πραγματική μεταρρύθμιση απαιτεί μια πολυπαραγοντική προσέγγιση που να αντιμετωπίζει τα αίτια της εγκληματικότητας, όχι απλώς τα συμπτώματά της.
Ο σχεδιασμός ενός αποτελεσματικού μηχανισμού παρακολούθησης των περιοριστικών όρων, η στελέχωση των δικαστικών γραμματειών και η βελτίωση των τεχνικών υποδομών είναι μερικές μόνο από τις δράσεις που πρέπει να ληφθούν άμεσα.
Η ανεξαρτησία της Εισαγγελικής Αρχής είναι θεμελιώδης για τη διασφάλιση ενός ισχυρού κράτους δικαίου. Η Πολιτεία οφείλει να παρέχει στην Εισαγγελία όλα τα απαραίτητα εργαλεία, τόσο σε επίπεδο προσωπικού όσο και σε επίπεδο τεχνολογικών υποδομών, ώστε να μπορεί να επιτελεί το έργο της με αποτελεσματικότητα.
Η υποστήριξη αυτή πρέπει να συνδυάζεται με θεσμικές εγγυήσεις που θα προστατεύουν την ανεξαρτησία των εισαγγελικών λειτουργών από κάθε μορφή παρέμβασης.
Η απονομή δικαιοσύνης αποτελεί το βασικό στήριγμα κάθε δημοκρατικής κοινωνίας. Η μεταρρύθμιση του ποινικού μας συστήματος απαιτεί στρατηγικό σχεδιασμό, επιστημονικότητα και μακροπρόθεσμο όραμα. Μόνο μέσω μιας ολοκληρωμένης και υπεύθυνης προσέγγισης μπορούμε να διασφαλίσουμε την εμπιστοσύνη των πολιτών στη δικαιοσύνη και να οικοδομήσουμε ένα μέλλον που να τιμά το παρελθόν, να σέβεται το παρόν και να προετοιμάζει το αύριο.
Σας ευχαριστώ πολύ.