Οι εργαζόμενοι δεν είναι κόστος. Είναι οι δημιουργοί του πλούτου, και δικαιούνται να απολαμβάνουν τα οφέλη της παραγωγής τους. Η απάντηση δεν βρίσκεται σε μαθηματικούς τύπους και κυβερνητικές αποφάσεις, αλλά σε ένα θεσμικό πλαίσιο που θα βάζει την εργασία στο επίκεντρο της κοινωνικής ζωής.
Το νέο νομοσχέδιο της Κυβέρνησης για τον κατώτατο μισθό, που παρουσιάζεται ως «ασπίδα προστασίας» για τους εργαζόμενους από την Υπουργό Εργασίας, κ. Νίκη Κεραμέως, αποτελεί μια ακόμα πράξη σε ένα μακρύ αφήγημα υποτίμησης της εργασίας και ενίσχυσης της εργοδοτικής αυθαιρεσίας. Αντί να αποκαθιστά την αδικία που βιώνουν οι εργαζόμενοι από το 2012, όταν ο κατώτατος μισθός βίαια μειώθηκε από τα 751€ στα 586€ (για τους άνω των 25 ετών) και στα 510€ (για τους κάτω των 25 ετών), επιλέγει να μονιμοποιήσει ένα καθεστώς μισθολογικής ασφυξίας.
Η μείωση του 2012, που επιβλήθηκε μέσω της 6ης Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου, άφησε ανεξίτηλα σημάδια στον κόσμο της εργασίας. Η απώλεια που υπέστησαν οι εργαζόμενοι όλα αυτά τα χρόνια ήταν τεράστια, τόσο σε μισθολογικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Η συρρίκνωση του εισοδήματος συμπαρέσυρε την αγοραστική δύναμη, επιδείνωσε τις συνθήκες ζωής και διεύρυνε τις ανισότητες. Το να συγκρίνει λοιπόν η Κυβέρνηση τα 950€ που υπόσχεται για το 2027 με τα 650€ του 2019, παραβλέποντας τα 751€ του 2012, είναι επιεικώς παραπλανητικό.
Η εργασία, που αποτελεί τη βάση της κοινωνικής συνοχής και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, μετατρέπεται από δικαίωμα σε προνόμιο, ενώ οι εργαζόμενοι καλούνται να προσαρμόσουν τις ανάγκες τους στις «αντοχές της οικονομίας» και όχι το αντίστροφο. Η πολιτική αυτή δεν είναι τυχαία. Είναι η συνειδητή επιλογή ενός συστήματος που δίνει προτεραιότητα στο κέρδος έναντι της κοινωνικής ευημερίας.
Από την άλλη, η αντιπολίτευση οφείλει συνολικά να σταθεί με αυτοπεποίθηση και πολιτική μνήμη απέναντι στην Κυβέρνηση. Η εικόνα της Υπουργού Εργασίας, να «σφυροκοπά», με αίολα επιχειρήματα και επικοινωνιακά τσιτάτα, κόμματα της αντιπολίτευσης και φορείς που συμμετείχαν θεσμικά στη χθεσινή συνεδρίαση της αρμόδιας Επιτροπής της Βουλής, ήταν απογοητευτική. Ειδικά το ΠΑΣΟΚ, που -πλέον- έχει ρόλο αξιωματικής αντιπολίτευσης και διεκδικεί τη διακυβέρνηση της χώρας, ήρθε η ώρα να απαγκιστρωθεί μια και έξω από τυχόν ενοχικά σύνδρομα της μνημονιακής περιόδου. Οφείλει, με αυτοκριτική και σαφήνεια, να ξεφύγει από τα στενά αντιπολιτευτικά πλαίσια και να περάσει αποφασιστικά σε συγκεκριμένες προτάσεις. Τώρα είναι η ευκαιρία, τώρα και η κατάλληλη ιστορική στιγμή! Πρέπει να μιλήσει ακόμα πιο καθαρά και να δεσμευτεί πως, αν αναλάβει τη διακυβέρνηση, ένα από τα πρώτα νομοσχέδιά του θα είναι η πλήρης και δημοκρατική αποκατάσταση του ατομικού και συλλογικού εργατικού δικαίου. Με έμφαση στις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις, την υποχρεωτικότητα των συλλογικών συμβάσεων και τη μισθολογική δικαιοσύνη, ως πυλώνων για την κοινωνική πρόοδο και τη δημοκρατική ενίσχυση, μπορεί να χαράξει μια ουσιαστική διαχωριστική γραμμή από την κυβερνητική πολιτική, προσφέροντας πειστική εναλλακτική στους πολίτες.
Από τις Συλλογικές Διαπραγματεύσεις στην Κυβερνητική Αυθαιρεσία
Πριν από το 2012, ο κατώτατος μισθός καθοριζόταν μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων, με ουσιαστική συμμετοχή των εργαζομένων. Αυτό το θεσμικό πλαίσιο διασφάλιζε μισθολογική δικαιοσύνη, κάλυπτε το 70%-80% των εργαζομένων μέσω συλλογικών συμβάσεων και έδινε φωνή στα συνδικάτα. Ωστόσο, με την επιβολή της 6ης Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου, οι διαπραγματεύσεις αυτές καταργήθηκαν και ο κατώτατος μισθός πέρασε στον έλεγχο της κυβέρνησης.
Το νέο νομοσχέδιο δεν αποκαθιστά αυτό το πλήγμα. Αντίθετα, παγιώνει τη μνημονιακή πρακτική, αφήνοντας τον κατώτατο μισθό να καθορίζεται μονομερώς από την κυβέρνηση. Οι εργαζόμενοι παραμένουν αποκλεισμένοι από κάθε διαδικασία διαπραγμάτευσης, ενώ οι εργοδότες συνεχίζουν να επωφελούνται από ένα καθεστώς χαμηλών μισθών. Ο διάλογος που προβάλλει η Υπουργός Εργασίας ως «εκτενής και γόνιμος» είναι προσχηματικός, αφού καμία ουσιαστική πρόταση για την επιστροφή στις συλλογικές διαπραγματεύσεις δεν περιλαμβάνεται στο νομοσχέδιο.
Η Κυβέρνηση, αγνοώντας τις ευρωπαϊκές οδηγίες που προωθούν την ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, θεσμοθετεί έναν μηχανισμό που αφαιρεί κάθε δυνατότητα διαπραγμάτευσης από τα σωματεία. Ο κατώτατος μισθός καθορίζεται μέσω ενός μαθηματικού τύπου, που αποφασίζεται από την ΕΛΣΤΑΤ, δηλαδή μια κυβερνητικά ελεγχόμενη υπηρεσία. Πού είναι η φωνή των εργαζομένων σε αυτή τη διαδικασία; Πού είναι η δημοκρατία της εργασίας;
Ο Μαθηματικός τύπος ως άλλοθι για χαμηλούς μισθούς
Η Κυβέρνηση προβάλλει τον μαθηματικό τύπο που συνδέει τον κατώτατο μισθό με την παραγωγικότητα και τον πληθωρισμό ως «αντικειμενικό» εργαλείο. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για έναν μηχανισμό που διασφαλίζει τη διατήρηση χαμηλών μισθών:
- Αγνόηση των Αναγκών Διαβίωσης: Ο τύπος αυτός αγνοεί την πραγματικότητα των εργαζομένων. Οι αυξήσεις δεν συνδέονται με το κόστος ζωής, την ακρίβεια ή τις ανάγκες αξιοπρεπούς διαβίωσης, αλλά με τη λογική του «κόστους εργασίας».
- Πολιτική Χειραγώγηση: Τα δεδομένα καθορίζονται από την ΕΛΣΤΑΤ, μια υπηρεσία υπό κυβερνητική εποπτεία. Αυτό αφήνει περιθώρια για χειραγώγηση και ερμηνείες που εξυπηρετούν την εκάστοτε πολιτική ατζέντα.
- Εξυπηρέτηση της Εργοδοσίας: Η σύνδεση με την παραγωγικότητα δίνει προτεραιότητα στις ανάγκες της αγοράς, ενώ οι εργαζόμενοι καλούνται να θυσιάσουν τα δικαιώματά τους για την «ανταγωνιστικότητα».
Οι υποσχέσεις αυξήσεων: Από την πραγματικότητα στην επικοινωνία
Η Κυβέρνηση διαφημίζει την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 950€ έως το 2027, χωρίς να εξηγεί ότι αυτός ο στόχος εξακολουθεί να υπολείπεται του ορίου των 751€ του 2012, αν συνυπολογιστεί η απώλεια αγοραστικής δύναμης και η άνοδος του κόστους ζωής. Οι αυξήσεις αυτές δεν επαρκούν για να καλύψουν τις καθημερινές ανάγκες των εργαζομένων, ενώ η ακρίβεια σε βασικά αγαθά εξανεμίζει κάθε ονομαστική βελτίωση. Η προσαρμογή είναι τόσο αργή που, ακόμα και το 2027, οι εργαζόμενοι θα εξακολουθούν να βρίσκονται σε συνθήκες φτωχοποίησης.
Ρήτρες για μειώσεις: Η αθέατη απειλή
Παρά τις διαβεβαιώσεις της Υπουργού, το νομοσχέδιο περιλαμβάνει εξαιρέσεις που επιτρέπουν το πάγωμα ή και τη μείωση του κατώτατου μισθού σε περιόδους κρίσης ή άλλων «έκτακτων περιστάσεων». Οι εργαζόμενοι βρίσκονται στο έλεος των συνθηκών της αγοράς, χωρίς καμία πραγματική προστασία. Η «ασπίδα προστασίας» που υπόσχεται η Κυβέρνηση είναι ψευδεπίγραφη και αποκαλύπτει τον πραγματικό σκοπό του νομοσχεδίου: τη διατήρηση των μισθών σε χαμηλά επίπεδα, ανεξαρτήτως των αναγκών της κοινωνίας.
Η απάντηση: Επιστροφή στη Δικαιοσύνη
Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι πόσο γρήγορα θα φτάσουμε τα 950€, αλλά γιατί αυτός ο στόχος δεν ξεπερνά τα 751€ του 2012. Οι εργαζόμενοι χρειάζονται μια πολιτική που να αποκαθιστά την εργασιακή τους αξιοπρέπεια και να αναγνωρίζει τη συμβολή τους στην κοινωνία. Η λύση είναι ξεκάθαρη:
- Επαναφορά των Ελεύθερων Συλλογικών Διαπραγματεύσεων: Ο κατώτατος μισθός πρέπει να καθορίζεται από εργαζομένους και εργοδότες, μέσω πραγματικού διαλόγου.
- Μισθοί Ανάλογοι με τις Ανάγκες: Οι αυξήσεις πρέπει να ανταποκρίνονται στο πραγματικό κόστος ζωής, όχι στους δείκτες της αγοράς.
- Υποχρεωτικότητα και Επεκτασιμότητα των Συμβάσεων: Όλοι οι εργαζόμενοι πρέπει να καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις που να διασφαλίζουν δίκαιους όρους.
Το νέο νομοσχέδιο λοιπόν είναι ακόμα ένα πλήγμα στους εργαζομένους, που παραμένουν όμηροι μιας πολιτικής που ευνοεί την εργοδοσία και αγνοεί τις ανάγκες τους. Η Κυβέρνηση, αντί να αποκαταστήσει την τεράστια ζημιά που υπέστησαν από το 2012, συνεχίζει να εδραιώνει ένα καθεστώς εργασιακής υποτίμησης. Αντί να υπηρετεί τους πολλούς, επιλέγει να εξυπηρετήσει τους λίγους.
Η απάντηση σε αυτή την πολιτική δεν βρίσκεται σε προσχηματικούς μαθηματικούς τύπους. Βρίσκεται στην επαναφορά των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων, με υποχρεωτικότητα και επεκτασιμότητα στις συλλογικές συμβάσεις. Μόνο έτσι θα διασφαλιστούν δίκαιοι μισθοί που ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων.
Οι εργαζόμενοι δεν είναι κόστος. Είναι οι δημιουργοί του πλούτου, και δικαιούνται να απολαμβάνουν τα οφέλη της παραγωγής τους.
Το Ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να διεκδικήσει ακόμα πιο δυναμικά την επιστροφή στις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις, την αποκατάσταση του κατώτατου μισθού και την οικοδόμηση μιας κοινωνίας που θα θέτει την εργασία στο επίκεντρο της δικαιοσύνης.