Λύση στο μεταναστευτικό αναζητούν σήμερα και αύριο οι Eυρωπαίοι ηγέτες

Ο Κος Μητσοτάκης αναμένεται ενώπιον των Ευρωπαίων ομολόγων του, να υπογραμμίσει τη σημασία φύλαξης των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ

Της Πηνελόπης Γκάλιου

Με τη νέα ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή να απειλεί με νέα αυξημένα κύματα μεταναστών την Ευρώπη και τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, οι 27 ηγέτες της ΕΕ θέτουν επί τάπητος εκ νέου, σήμερα και αύριο κατά τη σύνοδο κορυφής στις Βρυξέλλες, το φλέγον ζήτημα του μεταναστευτικού αναζητώντας τρόπους αναχαίτισης και αντιμετώπισης.  

Πρόκειται για την πρώτη Σύνοδο της νέας σεζόν με μία «βαριά» ατζέντα, ενώ το κλίμα, όπως ήδη έχει διαμορφωθεί εδώ και μήνες, αποτυπώνει την ανάγκη αλλά και την πρόθεση από πλευράς των κρατών μελών της ΕΕ για αυστηροποίηση των πολιτικών που αφορούν τις μεταναστευτικές ροές.

Ήδη άλλωστε κράτη μέλη έχουν επιβάλει ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα της ΕΕ.

Δεκατέσσερα κράτη μέλη της ΕΕ ζητούν ήδη ταχύτερες διαδικασίες για τις επιστροφές, μεταξύ των οποίων η  Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ελλάδα, με έγγραφό τους προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Επισημαίνουν ότι όσοι δεν έχουν δικαίωμα παραμονής πρέπει να λογοδοτήσουν καθώς και ότι πρέπει να υπάρχει νέα νομική βάση η οποία να ορίζει τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντά τους, ενώ η μη συνεργασία πρέπει να έχει συνέπειες και να τιμωρείται.

Ο Έλληνας πρωθυπουργός, όπως ήδη έχει τονίσει επανειλημμένα, αναμένεται ενώπιον των Ευρωπαίων ομολόγων του, να υπογραμμίσει τη σημασία φύλαξης των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ, η οποία αποτελεί βασικό και πρώτο πυλώνα του Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, και ενίσχυσης των χωρών πρώτης υποδοχής με όλα τα μέσα, και με περαιτέρω κοινοτική χρηματοδότηση.

Αναμένεται, ακόμη να επισημάνει τη σημασία επιτάχυνσης των επιστροφών και συνεργασίας με τρίτες χώρες γι’ αυτόν τον σκοπό.

Για την Αθήνα η λύση βρίσκεται σε μία συνολική ευρωπαϊκή αντιμετώπιση του προβλήματος, σε μία ευρωπαϊκή λύση.

«Οι προτάσεις σε επίπεδο διμερών συμφωνιών δεν θα οδηγήσουν πουθενά» τονίζουν κυβερνητικές πηγές προσθέτοντας ότι «κανένας δεν μπορεί να αντιμετωπίσει από μόνος του το πρόβλημα».

Σύμφωνα με πληροφορίες, και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο  αναμένεται να καλέσει  για αποφασιστική δράση σε όλα τα επίπεδα για την αύξηση και την επιτάχυνση των επιστροφών από την ΕΕ, καθώς και να καλέσει την Επιτροπή και το Συμβούλιο να υποβάλουν ταχέως μια νέα κοινή προσέγγιση για τις επιστροφές.

Ήδη, εξάλλου η Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν, με επιστολή της προς τους Ευρωπαίους ηγέτες, πρότεινε πρόσφατα την επιτάχυνση των επιστροφών και το άνοιγμα κέντρων κράτησης σε τρίτες χώρες.

Με τον τρόπο αυτό, η πρόεδρος της Κομισιόν ευθυγραμμίστηκε με το αίτημα των κρατών μελών να μεταφερθούν οι αιτούντες άσυλο σε ασφαλείς τρίτες χώρες.

Μία πρόθεση που δημιουργεί ωστόσο ερωτήματα και πιθανά εμπόδια  καθώς ειδικοί αναλυτές εκτιμούν πως με τα κέντρα επιστροφής ή αλλιώς προαναχωρησιακά κέντρα, ένα βασικό ερώτημα είναι αν τα κράτη μέλη της ΕΕ θα βρουν εταίρους πρόθυμους να δημιουργήσουν αυτά τα κέντρα. Και ακόμη περισσότερο, αν θα βρουν τρόπους να πείσουν τις χώρες προέλευσης και διέλευσης να συμμορφωθούν με τους όρους επανεισδοχής.

Το μοντέλο αυτό εφάρμοσε η Ιταλία με την Αλβανία και μένει να αποδειχθεί η αποτελεσματικότητά του ή μη.  

«Ας περιμένουμε να δούμε πώς θα λειτουργήσει αυτό το μοντέλο της συμφωνίας Ιταλίας με την Αλβανία για τη δημιουργία μιας δομής στο έδαφός της Αλβανίας, όπου θα μεταφέρονται από την Ιταλία παράνομα εισελθόντες» δήλωσε μιλώντας στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ ο Υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, Νίκος Παναγιωτόπουλος, σημειώνοντας πως η εν λόγω δομή προβλέπεται να φιλοξενήσει λιγότερα από 1000 άτομα.

«Επομένως δεν είναι και το σούπερ πρότζεκτ δεδομένου όταν μιλάμε για εκατοντάδες χιλιάδες συνολικά σε όλη την Ευρώπη».

Ο κ. Παναγιωτόπουλος πάντως εμφανίστηκε συγκρατημένα αισιόδοξος για την ευρωπαϊκή αντιμετώπιση του μεταναστευτικού, υπό τα νέα δεδομένα, υποστηρίζοντας ότι «η μεταναστευτική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης δείχνει να αλλάζει. Στον πυρήνα της είναι το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο που έχει τύχει διαπραγμάτευσης περίπου 3 ετών και πρόκειται να εφαρμοστεί από του χρόνου».


Πηγή

Leave a Reply