Άρθρο Μιχάλη Κατρίνη, Επικεφαλής Κοινοβουλευτικής Ομάδας και Βουλευτής Ηλείας, στην εφημερίδα «Το Παρόν»
Όλοι συνηγορούν ότι το 2023 θα είναι ένα έτος μεγάλων αβεβαιοτήτων για τη χώρα. Και αυτό, όχι μόνο λόγω των εκλογικών αναμετρήσεων, αλλά και επειδή πρωτίστως η ακρίβεια και ο πληθωρισμός-παρότι με πιο μειωμένη ένταση- θα συνεχίσουν να «ταλαιπωρούν» την πραγματική οικονομία και τις τσέπες των πολιτών, με τις ευθύνες να βαραίνουν σε μεγάλο βαθμό την κυβέρνηση.
Το οικονομικό επιτελείο εξακολουθεί να πανηγυρίζει για την ανάπτυξη που οφείλεται στην ιδιωτική κατανάλωση σε ποσοστό 70% (!), μολονότι όλα καταδεικνύουν πως το πραγματικό εισόδημα των πολιτών θα μειωθεί και η ανεργία δεν θα πέσει κάτω από το ψυχολογικό όριο του 10%.
Επιπλέον, οι ηγεσίες των οικονομικών υπουργείων συνεχίζουν να αδιαφορούν για τα στοιχεία που δείχνουν έστω και μικρή μείωση των εξαγωγών το τρίτο τρίμηνο του 2022, τον δείκτη PMI για τη βιομηχανία βρίσκεται σταθερά κάτω από τις 50 μονάδες και την εγχώρια βιομηχανική παραγωγή κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε.
‘’Αχίλλειος πτέρνα’’ της ελληνικής οικονομίας, αλλά και απόδειξη της χαμηλής της ανταγωνιστικότητας, παραμένει το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Έλλειμμα, το οποίο πλέον θα προσεγγίσει τα 20 δις το 2022, με το εμπορικό έλλειμμα να εκτινάσσεται στα 37 δις το 2022 από 2,7 δις το 2019 (!), θυμίζοντας ολοένα και περισσότερο τα στοιχεία της περιόδου 2007-2009, με τη γνωστή τους βέβαια κατάληξη…
Ερωτηματικό παραμένει αν θα αξιοποιηθούν όλοι οι διαθέσιμοι κοινοτικοί πόροι, το κατά πόσο η κατανομή των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης διαμορφώνει ένα νέο παραγωγικό πρότυπο με προστιθέμενη αξία στην ελληνική οικονομία και κυρίως το κατά πόσο τα οφέλη διαχέονται στους πολλούς και όχι στους λίγους, κατά την προσφιλή τακτική της ΝΔ.
Ζητούμενο, επίσης, αποτελεί και το κατά πόσο οι τράπεζες θα χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις και το αν τα κεφάλαια που θα τοποθετηθούν από το «Ελλάδα 2.0» θα συμβάλλουν μόνο στιγμιαία ή σε μόνιμη βάση στην αύξηση του ΑΕΠ, σε σταθερές και ποιοτικές θέσεις εργασίας και παραγωγή κερδών.
Η εργασιακή πραγματικότητα στην Ελλάδα απέχει πολύ από αυτή των προηγμένων χωρών της Ε.Ε., αφού μόλις το 25% των εργαζόμενων καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις, έναντι πάνω από 70% στις χώρες του ευρωπαϊκού βορρά. Η προαναγγελθείσα αύξηση στον κατώτατο μισθό δεν αφορά 1,6 εκατ. εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα και 800.000 δημοσίους υπαλλήλους που και αυτοί, ωστόσο, αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της συνεχιζόμενης ακρίβειας.
Κορυφαίο, όμως, πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, είναι το διαρκώς αυξανόμενο ιδιωτικό χρέος που υπερβαίνει πλέον τα 270 δις ευρώ. Όλα τα εργαλεία που έχει ενεργοποιήσει η κυβέρνηση έχουν αποτύχει, αφού ενδεικτικά μόλις 2.700 ρυθμίσεις έχουν γίνει μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού, τη στιγμή που τα κόκκινα δάνεια ξεπερνούν το 1 εκατομμύριο και πάνω από 4 εκατομμύρια ΑΦΜ χρωστούν στην εφορία, με τα ‘’φρέσκα’’ ληξιπρόθεσμα χρέη του 2022 να ξεπερνούν τα 7,2 δις ευρώ.
Το δημόσιο χρέος των 355 δις ευρώ, παρά την μακρά περίοδο αποπληρωμής και τα χαμηλά επιτόκια – ας όψεται το PSI του 2012 – παραμένει ένα από τα τρία υψηλότερα παγκοσμίως ως λόγος χρέος/ΑΕΠ. Θα καταφέρει η επόμενη κυβέρνηση να επιτύχει πρωτογενή πλεονάσματα 2-2,5% όπως δεσμεύτηκε η σημερινή κυβέρνηση από την ανάπτυξη και την αύξηση του ΑΕΠ ή θα απαιτηθούν επώδυνες λύσεις σε απώτερο χρόνο, όπως συνέβη κατά το παρελθόν;
Το οικονομικό επιτελείο συνεχίζει να κλείνει τα μάτια σε δομικά προβλήματα της οικονομίας όπως: Η υψηλή αναλογία έμμεσων/άμεσους φόρους, η υψηλότερη στον ΟΟΣΑ, το υψηλό μη μισθολογικό κόστος, ένα από τα υψηλότερα στον ΟΟΣΑ, η εκτεταμένη φοροδιαφυγή.
Η κυβέρνηση, παρά τις προτάσεις του ΠΑΣΟΚ, διατηρεί τον υψηλό συντελεστή ΦΠΑ που επιτείνει την ακρίβεια, ενισχύει την ‘’μαύρη οικονομία’’ και επιβαρύνει τη μεσαία τάξη και τους ευάλωτους οικονομικά συμπολίτες μας, οι οποίοι πλήρωσαν 3,99 δις περισσότερο ΦΠΑ το 2022 έναντι του 2021!
Ελάχιστα από τα δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας άλλαξαν την τετραετία 2019-2023. Η δημοσιονομική διαχείριση της περιόδου αυτής θυμίζει κατά πολύ αυτή της περιόδου 2004-2009, με την ΝΔ και τώρα, προεκλογικά, να μοιράζει επιδόματα και υποσχέσεις. Η Ελλάδα χρειάζεται άλλη πολιτική, η οικονομία χρειάζεται άλλη δυναμική.
Το ΠΑΣΟΚ και ξέρει και μπορεί να φέρει αυτή την αλλαγή, μια αλλαγή αναγκαία για την κοινωνία, μια απόφαση κρίσιμη για το παρόν και το μέλλον του τόπου.