Δώρα Γούλα: Η αύξηση του κατώτατου μισθού εργαλείο άμβλυνσης των ανισοτήτων μεταξύ των φύλων

Οι πολιτικές θα πρέπει να στοχεύουν στην άρση των αντικινήτρων και των φραγμών για την πρόσβαση των γυναικών στην αγορά εργασίας

Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα όσον αφορά τις ανισότητες μεταξύ των δύο φύλων στην αγορά εργασίας, εξακολουθούν να υφίστανται και η σύγκλιση του χάσματος  μεταξύ των φύλων στην απασχόληση και στις αμοιβές,  παραμένει ένα από τα μεγάλα ζητούμενα για το παρόν και το μέλλον.

Το 2018, το Eurofound εκτίμησε το ετήσιο κόστος αυτού του χάσματος μεταξύ των φύλων στην απασχόληση στην ΕΕ σε περισσότερα από 320 δισ. EUR.

Ειδικότερα στην Ελλάδα παρατηρούμε τα ακόλουθα:

  • Οι γυναίκες επηρεάζονται δυσανάλογα από την ανεργία [14,7% των γυναικών έναντι 8,7% των ανδρών στην Ελλάδα ήταν άνεργες τον Νοέμβριο 2022].
  • Η Ελλάδα καταγράφει επίσης το δεύτερο υψηλότερο χάσμα απασχόλησης μεταξύ των φύλων στην ΕΕ [19,8% έναντι 10,8% ΕΕ27 το 2021 – σχεδόν διπλάσιο], γεγονός που υποδηλώνει εμπόδια μεταξύ των φύλων στην ενεργοποίηση.
  • Οι γυναίκες τείνουν να έχουν πολύ χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής στην απασχόληση και κατέχουν χαμηλότερες θέσεις. Οι γυναίκες κατείχαν μόνο το 19,6% των ανώτερων διευθυντικών θέσεων και το 21,3% των πολιτικών θέσεων (έναντι 30,6% και 33,1% αντίστοιχα στην ΕΕ).
  • Ενώ οι γυναίκες όλων των ηλικιών αντιμετωπίζουν υψηλότερη ανεργία από τους άνδρες, η μεγαλύτερη διαφορά αφορά την ηλικιακή ομάδα 25-49 σε σύγκριση με τους άνδρες, που εξηγείται από το μοντέλο οργάνωσης των οικογενειών και την επιβάρυνση των γυναικών με οικογενειακές ευθύνες.

Τα ανωτέρω έχουν ως αποτέλεσμα να υφίσταται σημαντικό χάσμα μεταξύ των φύλων, τόσο στην επαγγελματική τους εξέλιξη, όσο και στους μισθούς και τις συντάξεις τους και πέραν της κοινωνικής αδικίας που αυτό συνεπάγεται, υπάρχει και ένα αυξημένο οικονομικό κόστος, καθώς σημαντικό μέρος του παραγωγικού δυναμικού της χώρας παραμένει αναξιοποίητο, όπως καταγράφεται και από το EuroFound.

Οι γυναίκες εργαζόμενες διατηρούν το προβάδισμα στις συμβάσεις ορισμένου χρόνου αλλά και στην ανασφάλιστη εργασία, ενώ οι εργασίες που αναλαμβάνουν χαρακτηρίζονται από επισφαλείς εργασιακές θέσεις με ιδιαίτερα χαμηλές αμοιβές. το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το ότι οι γυναίκες εργάζονται σε κατώτερα κλιμάκια στην ιεραρχία της εργασίας, τις καθιστά πιο ευάλωτες στην ανεργία.

Στην ΕΕ, υπάρχει υψηλότερο ποσοστό κατώτατων μισθωτών μεταξύ των γυναικών εργαζομένων (8,7%) από ό,τι μεταξύ των ανδρών εργαζομένων (5%) και οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 60% των κατώτατων μισθών. Σχεδόν σε κάθε κράτος μέλος, όπως και στην Ελλάδα πάνω από το ήμισυ του συνολικού αριθμού των κατώτατων μισθωτών είναι γυναίκες[1]. Δεδομένου του γεγονότος ότι συνήθως αποτελούν λιγότερο από το 50% του εργατικού δυναμικού, οι γυναίκες καθώς και οι νέοι υπερεκπροσωπούνται σημαντικά σε αυτήν την κατηγορία.

Σύμφωνα με έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου οι γυναίκες στην ΕΕ κερδίζουν περίπου 13% λιγότερο ανά ώρα εργασίας από τους άνδρες, ενώ στην Ελλάδα η διαφορά ανέρχεται στο 12,5%.

Παρατηρούμε λοιπόν πως οι αξιοπρεπείς αμοιβές επηρεάζουν θετικά τα επίπεδα εισοδήματος και κατανάλωσης των νοικοκυριών, συμβάλλουν στη μείωση των διακρίσεων κατά των νέων και των γυναικών, στην αντιμετώπιση της φτώχειας και της οικονομικής ανισότητας, στη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και στη μείωση του κοινωνικού αποκλεισμού.

Η αύξηση του κατώτατου μισθού, όπως ζητεί η ΓΣΕΕ εδώ και καιρό σε συνδυασμό με την επαναφορά των τριετιών, οι οποίες παραμένουν «παγωμένες» από το 2012 και μετά, θα ωφελήσει γενικά τους εργαζόμενους και ειδικότερα τις γυναίκες που αποτελούν την πλειοψηφία των μισθωτών που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό.

Παράλληλα οφείλουμε να σημειώσουμε και την σημασία της πάγιας διεκδίκησης της ΓΣΕΕ για επαναφορά του δικαιώματος προσδιορισμού των κατώτατων αποδοχών από τους κοινωνικούς εταίρους.

Σύμφωνα με την πρόσφατη πρόταση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ,  ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να κυμανθεί στα 826 ευρώ, αφού βάσει των στοιχείων αυτό είναι το τελικό ποσό αν στο 60% του ενδιάμεσου μισθού της απασχόλησης προστεθεί και η αύξηση του προσδοκώμενου πληθωρισμού μέσα στο 2023.

Αν ο κατώτατος μισθός φτάσει στα 826 ευρώ, εκτός από το γεγονός πως το συγκεκριμένο ποσό ξεπερνά το κατώφλι του ορίου της φτώχειας σήμερα στη χώρα μας, θα υπάρξει θετική επιβάρυνση στο ΑΕΠ της τάξης του 1%, με θετικό αποτύπωμα τόσο στην παραγωγικότητα όσο και στην απασχόληση, ενώ δεν ενισχύεται ο πληθωρισμός και μειώνεται κατά 2,5% η υλική στέρηση των εργαζομένων και ιδίως των γυναικών, μιας και όπως σημειώνει το EuroFound, oι εργαζόμενοι με κατώτατο μισθό είναι επίσης πιο πιθανό να ζουν σε νοικοκυριά με υλική αποστέρηση, με ότι αυτό σημαίνει στην καταναλωτική δυνατότητα των απασχολούμενων.

Η κρίση του κόστους ζωής σε συνέχεια της κρίσης Covid, έχει μειώσει σημαντικά την αγοραστική δύναμη και το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, θέτοντας πολλές οικογένειες, ειδικά τις πιο ευάλωτες, σε κίνδυνο υλικής στέρησης, αναδεικνύοντας πλέον τον κατώτατο μισθό σε βασικό θεσμικό εργαλείο προστασίας του βιοτικού επιπέδου των μισθωτών και της οικονομικής και κοινωνικής σταθερότητας.

Το ΙΝΕ ΓΣΕΕ στις εκθέσεις του για τον κατώτατο μισθό έχει επανειλημμένα υπογραμμίσει ότι ο πρωταρχικός στόχος του θεσμού του κατώτατου μισθού είναι η προστασία των εργαζομένων από μια χαμηλή αμοιβή η οποία δεν διασφαλίζει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης στους ίδιους και τις οικογένειές τους. Ο κατώτατος μισθός προσδιορίζει ένα ελάχιστο όριο βιοτικού επιπέδου, που είναι κοινωνικά αποδεκτό στις δημοκρατίες, για εκείνους που βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδο της κατανομής των αμοιβών. Επιπλέον, όπως έχουν δείξει πολλές μελέτες και εκθέσεις διεθνών οργανισμών, ο κατώτατος μισθός είναι ένας προωθητικός μηχανισμός της οικονομικής ανάπτυξης με σημαντική συμβολή στην άμβλυνση των ανισοτήτων και στην ενίσχυση της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Οι γυναίκες χρειάζονται υποστήριξη για να αξιοποιήσουν και να εκμεταλλευτούν πλήρως τις δυνατότητές τους στην αγορά εργασίας. Οι πολιτικές θα πρέπει να στοχεύουν στην άρση των αντικινήτρων και των φραγμών για την πρόσβαση των γυναικών στην αγορά εργασίας και στην παροχή αποτελεσματικής υποστήριξης για την ένταξη στην αγορά εργασίας, διότι ένα σημαντικό μέρος του παραγωγικού δυναμικού της χώρας, παραμένει αναξιοποίητο, αποτελώντας ένα ακόμη εμπόδιο στην αλλαγή παραγωγικού μοντέλου, προς την κατεύθυνση μιας νέας εθνικής κοινωνικής και αναπτυξιακής συμφωνίας, ένα σύγχρονο δηλαδή κοινωνικό συμβόλαιο υποχρεώσεων και δικαιωμάτων, όπως διεκδικεί η ΓΣΕΕ.

Γούλα Δώρα

 Γεν. Γραμματέας Εργατικού Κέντρου Καρδίτσας

 

[1] https://www.eurofound.europa.eu/el/publications/blog/minimum-wage-yet-another-gender-divide

Leave a Reply