Με την επανέναρξη των εργασιών της Βουλής και στον απόηχο του σκανδάλου της παρακολούθησης του Ν. Ανδρουλάκη ξεκινά μια νέα πολιτική περίοδος. Με άδηλο ξανά το χρόνο των εκλογών και με το τοξικό κλίμα που αυτή τη φορά δημιούργησε με τις πράξεις και τις παραλείψεις της η ίδια η Κυβέρνηση και προσωπικά ο Πρωθυπουργός.
Η κατάθεση από το ΠΑΣΟΚ της πρότασης για εξεταστική των πραγμάτων Επιτροπή της Βουλής αλλά και η εκ νέου σύγκληση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας και η ενδεχόμενη προ ημερήσιας διάταξης συζήτηση μεταφέρουν στο Κοινοβούλιο το κέντρο βάρους των πολιτικών εξελίξεων.
Στις μέρες της θερινής ραστώνης που προηγήθηκαν η προσπάθεια της Κυβέρνησης αρχικά να υποβαθμίσει το προφανές σκάνδαλο και στη συνέχεια ατυχώς να το αιτιολογήσει έπεσε στο κενό. Ακόμη και τα πιο φιλικά στη Κυβέρνηση μέσα μαζικής ενημέρωσης ηλεκτρονικά έντυπα αναγνώρισαν το μέγεθος του και έχουν εγκαλέσει τον ίδιο τον Κ. Μητσοτάκη να αποκαλύψει την αλήθεια, θεωρώντας το «διάγγελμα» του αλλά και την καρατόμηση των πιο στενών συνεργατών του ανεπαρκέστατες αιτιολογίες. Καθώς και τις προτάσεις του για θεσμική παρέμβαση στην ΕΥΠ στάχτη στα μάτια.
Για πρώτη φορά από την άνοδο της ΝΔ στην Κυβέρνηση τόσες τεκμηριωμένες θεσμικά, πολιτικά, συνταγματικά αναλύσεις στοιχειοθετούν, το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος. Και από διαφορετικούς δρόμους συμφωνούν ότι πρόκειται για μείζον ζήτημα διαφάνειας και λειτουργίας της δημοκρατίας και των θεσμών της. Διαρρηγνύεται έτσι εκκωφαντικά η κρούστα που προστάτευε έως σήμερα την εικόνα μιας δήθεν εκσυγχρονιστικής και δημοκρατικής διακυβέρνησης καθώς και του περιβόητου επιτελικού κράτους της. Μιας διακυβέρνησης που συντηρεί και αναπαράγει πρακτικές προερχόμενες απ΄ ευθείας από τις «καλύτερες» παραδόσεις του κράτους της Δεξιάς. Η επιμονή του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής να φθάσει η αλήθεια μέχρι το μεδούλι της υπόθεσης της αδιανόητης για τους καιρούς μας υποκλοπής προσθέτει στην προεκλογική ατζέντα του σπιράλ των κρίσεων και του αβίωτου χειμώνα που επέρχεται το ζήτημα της Δημοκρατίας στην πρώτη γραμμή. Η ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών έρχεται πιο κοντά από κάθε άλλη φορά και καμία δημοσκόπηση δεν μπορεί να την υποβαθμίσει. Οι νουνεχείς, δημοκράτες και φιλελεύθεροι πολίτες δεν μπορούν να αποδεχθούν την περιφρόνηση στους θεσμούς και το σύνταγμα της χώρας.
Από την άλλη μεριά είναι προφανής η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ υπερακοντίζοντας λεκτικά την αντιπαράθεση του ΠΑΣΟΚ με την Κυβέρνηση να αποκομίσει εκλογικά οφέλη. Θέτοντας κάτω από το χαλί την πρόσφατη δική του πρακτική εργαλειοποίησης του κράτους και των θεσμών. Θεωρεί ότι το εκλογικό σώμα έχει επιλεκτική μνήμη. Συνεπικουρούν αυτή την προσπάθεια συντηρητικοί πολιτικοί και κονδυλοφόροι επισείοντας τον κίνδυνο και κατ’ άλλους τη βεβαιότητα ότι αυτή η αντιπαράθεση οδηγεί το ΠΑΣΟΚ στην …. αγκαλιά του ΣΥΡΙΖΑ. Πλανώνται πλάνην οικτράν.
Για μια ακόμη φορά η πίεση του μικρού πια και δημοσκοπικά δικομματισμού επιχειρεί να εγκλωβίσει τη δημοκρατική παράταξη στο γνωστό δίλημμα και να αμφισβητήσει την απόφαση της για πολιτική αυτονομία τόσο προεκλογικά όσο και μετεκλογικά. Και να ακυρώσει το ορατό ενδεχόμενο μιας ανατροπής που θα φέρει την πρωτοβουλία των εξελίξεων στην ελληνική εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας όπως σε τόσες άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Με το δικό της πρόγραμμα και κυρίως με το δικό της τρόπο διακυβέρνησης που αρνείται διαρρήδην την εκδοχή της νεοσυντηρητικής Δεξιάς όσο και αυτή του Αριστερού λαϊκισμού και τυχοδιωκτισμού.