Άρθρο του Γιώργου Αρβανιτίδη, Βουλευτής Β’ Θεσσαλονίκης, Αναπληρωτής Γραμματέας Κ.Ο. και Επικεφαλής Κοινοβουλευτικού Τομέα Περιβάλλοντος και Ενέργειας, στην εφημερίδα “Κontra News”
Το ερώτημα ποιος έχει κάτι να κερδίσει (ποιος έχει κάποιο όφελος – cui bono) είναι από τα βασικά ερωτήματα προσέγγισης των δράσεων στην πολιτική αλλά και την νομική επιστήμη. Από το ερώτημα αυτό ξεκινά κάθε πολιτική ανάλυση μιας πράξης ή πολιτικής επιλογής και κάθε διερεύνηση ενός εγκλήματος ή σκόπιμης παραβίασης ενός κανόνα δικαίου. Στην περίπτωση της απόπειρας παρακολούθησης του κινητού τηλεφώνου του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής Ν. Ανδρουλάκη, έχουμε να κάνουμε με μια απαράδεκτη προσπάθεια – σκόπιμης ; – υποβάθμισης της υπόθεσης με τα ερωτήματα να πολλαπλασιάζονται αντί να περιορίζονται. Την στιγμή μάλιστα που το σύστημα που προσπάθησε να παγιδεύσει το κινητό του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ δεν θα έκανε απλώς παρακολούθηση συνομιλιών – με την παλιά έννοια της συνακρόασης – αλλά θα είχε πρόσβαση σε όλα τα στοιχεία, δεδομένα και αρχεία του κινητού του τηλεφώνου, σαν να γίνεται διάρρηξη στο γραφείο του ή στο σπίτι του δηλαδή.
Πέρα όμως από την αρχική υποβάθμιση, παρακολουθούμε τις τελευταίες ημέρες μια πλήρης διαστρέβλωση των καταγγελλομένων και μια τακτική να “πεταχτεί η μπάλα στην εξέδρα”. Και ενώ θα έπρεπε να ξεκινήσουμε όλοι από το βασικό ερώτημα: ποιος είχε να κερδίσει κάτι (πολιτικά) παρακολουθώντας το κινητό του προέδρου του τρίτου σε μέγεθος κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης κόμματος, που μπορεί αύριο – μεθαύριο να λάβει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, φτάσανε ορισμένοι, όπως ο υπεύθυνος Προσωπικών Δεδομένων της Νέας Δημοκρατίας κ. Βαγγέλης Παπακωνσταντίνου να κατηγορούν και το… “θύμα”. Φταίει το θύμα του βιασμού δηλαδή για την στάση και συμπεριφορά του και όχι ο βιαστής. Πρόκειται για μια πρωτοφανή και επικίνδυνη ανάλυση και επιχειρηματολογία που θα έπρεπε να επιφέρει ακόμα και την αποπομπή του εν λόγω στελέχους από την θέση του. Εκτός και αν η αρθρογραφία του και η συγκεκριμένη τοποθέτηση έγινε κατ’ εντολή και κατά παραγγελία του κόμματός του. Τότε τα πράγματα είναι ακόμα πιο επικίνδυνα και μεμπτά. Η παραίτηση του Γενικού Γραμματέα του Πρωθυπουργού και του διοικητή της ΕΥΠ φανερώνουν ότι υπάρχουν πλέον κυβερνητικές ρωγμές και τριγμοί και ότι κάτι δεν πάει καλά στο αρχικό αφήγημα της Κυβέρνησης ότι όλα στα της ΕΥΠ είναι καλώς καμωμένα.
Αν δεν αντισταθούμε σε τέτοιες απαράδεκτες θεωρίες που υποτιμούν και εργαλειοποιούν τους θεσμούς, αν δεν καταδικαστούν οι υποβολιμαίες διαρροές non paper που αναπαράγονται copy paste σε φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ και αλλοιώνουν το νόημα και τον σκοπό των καταγγελλομένων, αν δεν αναδείξουμε το ζήτημα ως κορυφαίο πολιτειακό και όχι μόνο πολιτικό πρόβλημα και απειλή για την λειτουργία της Δημοκρατίας μας, τότε θα έχουμε μοιάσει στο …τέρας, όπως έλεγε και ο Μάνος Χατζηδάκης. Και η περίφημη φράση του “’Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει” θα ταιριάζει “γάντι” σε όλα όσα υπεροπτικά και περισπούδαστα, με την επίφαση του ειδικού για την διαχείριση των προσωπικών δεδομένων επικαλέστηκε το στέλεχος της ΝΔ για τις παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων και δημοσιογράφων ως απολύτως φυσιολογικό φαινόμενο και πως «στον πραγματικό κόσμο είναι γνωστό ότι “πρόσωπα ενδιαφέροντος” παρακολουθούνται».
Και το ερώτημα θα παραμένει αναπάντητο, ποιος είχε να ωφεληθεί κάτι από την ακρόαση ή υποκλοπή αρχείων και δεδομένων από το κινητό του Νίκου Ανδρουλάκη ; Από εκεί και μετά, τόσο η δικαιοσύνη όσο και η Βουλή οφείλουν να ξετυλίξουν το κουβάρι και λοιπών ερωτήσεων για το πώς, πότε κλπ. και να φτάσουν την διαλεύκανση της υπόθεσης ως το τέλος. Είναι χρέος προς την Δημοκρατία.